Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

Jean Joseph Rabearivelo-Όλη μου η σκέψη περιβάλλει τρυφερά τους δικούς μου


Οι κόρες της βροχής

Άκου τις κόρες της βροχής
που κυνηγιούνται τραγουδώντας
και γλυστρούνε στα νερά του ποταμού
πάνω σε πήλινες σχεδίες
ή πάνω στα σπαθόχορτα που αγκαλιάζουν
τα σπίτια μας και τα σκεπάζουν.

Άκου πώς τραγουδούν οι κόρες
κι είναι τόσο παθιάρικα τα όσα τραγουδούνε
που γίνονται λυγμοί, αναφυλλητά,
ύστερα ψίθυροι εμπιστευτικοί και σιωπή...

Ίσως για να επιτρέψουν ν' ακουστεί καλύτερα
κείνο το κάλεσμα του πουλιού που σε αναστατώνει.

Ένα μοναχικό πουλί μες στην καρδιά της νύχτας
που δε φοβάται να το πάρουν οι Νεράιδες.
Ω θαύμα! ω δώρο που δεν περιμένεις!

Γιατί γυρίζεις τόσο αργά;
Μήπως σου πήρε άλλος τη φωλιά σου
σαν γύριζες για ένα όνειρο στην άκρια του κόσμου;

μτφ: Ρίτα Μπούμη Παπά

Αυλητές

Έφτιαξες τον αυλό σου
με κόκκαλο ποδιού αντρειωμένου ταύρου
και τον εστίλβωσες στ' άγρια ξεροβούνια
μαστιγωμένα από τον ήλιο.
Συ τον αυλό σου
τον έκοψες σε καλαμιώνα που τρεμουλιάζει και στην αύρα
και τον ετρύπησες στην όχθη ποταμού που κύλαγε
μεθυσμένος απ' του φεγγαριού τα όνειρα.

Παίζετε κι οι δυο μαζί μες στη βαθειά βραδυά,
σαν για να συγκρατήσετε τη σφαιρική πιρόγα
που περιστρέφεται στις όχθες τ' ουρανού
ζητώντας να λευτερωθεί
από τη μοίρα της:
ποιος ξέρει, οι θλιμένοι σας σκοποί,
ν' ακούγονται απ' τους θεούς του ανέμου,
της γης, του δάσους
και της άμμου;

Ο αυλός σου εσένα
ηχεί σαν ποδοβολητό ταύρου που 'χει μανιάσει
και τρέχει προς την έρημο
και ξανά έρχεται δρομαίος
φρυγμένος απ' τη δίψα και την πείνα
και τον κατανικάει ο κόπος
στη ρίζα ενός δέντρου δίχως ίσκιο
δίχως καρπό και δίχως φύλλα.

Ο δικός σου αυλός
είναι χλωρό καλάμι που λυγίζει
κάτω απ' το βάρος διαβατάρικου πουλιού —
όχι πουλιού που 'πιασε ένα παιδί
κι ορθώνει φοβισμένο τα φτερά του,
μα ενός πουλιού που απ' το κοπάδι του το χώρισαν
και που παρηγοριέται βλέποντας την ίδια του σκιά
μες στο νερό που τρέχει.

Τόσο ο δικός σου αυλός
όσο και ο δικός του —
μες στα λυπητερά τραγούδια τους
κλαίνε για την καταγωγή τους.

μτφ: Ρίτα Μπούμη Παπά

Ανοιξιάτικη αυγή

Έχεις ποτέ ιδεί την Αυγή
να 'ρχεται μέσα στη νύχτα
βάφοντας το δενδρόκηπο ρόδινο;

Έρχεται, κοίτα,
από το ανατολικό μονοπάτι
στολισμένη με τ' άνθη των κρίνων.

Με γάλα περιλούστηκεν όλη
καθώς τα παιδιά του καιρού του παλιού
που θηλάζονταν από τις δαμάλες.

Τα χέρια της -κρατώντας πυρσούς-
είναι μαύρα και μπλε
ωσάν τα χείλια των κοριτσιών
που τρώνε βατόμουρα.

Πετώντας άξαφνα, τα πουλιά,
που 'χουν πιαστεί στίς παγίδες της,
προβάλλουν μπροστά της ένα ένα.

μτφ: Αθανάσιος Β. Νταουσάνης

Κάποια μέρα θα φανεί (XIX)

Κάποια μέρα θα φανεί
ο νέος ποιητής που θα βγάλει αληθινή
την απραγματοποίητη ευχή σου' θα 'ρθει
να γνωρίσει τα βιβλία σου, σπάνια
όσο τα λουλούδια κάτω από τη γη'
βιβλία γραμμένα για μιαν εκατοντάδα
φίλους, όχι για πολλές χιλιάδες,
ούτε για μία.

Στο σκιερό κόλπο, όπου θα σε μελετά
με το μοναχικό φως της καρδιάς του,
όπου τώρα η δική σου καρδιά χτυπά,
δε θα σκέφτεται πως υπάρχεις
στα ειρηνικά κύματα
πού γεμίζουν παντοτινά το ανήλιαγο βαθύ'
μήτε στην άμμο, ή στο Κόκκινο χώμα,
μήτε κάτω από τους βράχους που 'χουν
καταφαγωθεί από λειχήνες
κι απλώνονται πίσω απ' αυτόν,
στη χώρα των ζωντανών'
τυφλή και κουφή από την εποχή της Γένεσης.

Θα σηκώσει το κεφάλι του
και θα σκεφτεί πως ψηλά στους ουρανούς,
ανάμεσα στ' αστέρια και στους ανέμους,
είναι χτισμένος ο τάφος σου.

μτφ: Αθανάσιος Β. Νταουσάνης

Γαλάζια Σημειωματάρια

6 Ιουλίου 1933, 9:17

Έπαιζα σαν τρελλός μέχρι το πρωί. Έπινα σαν την άμμο της θάλασσας. Τα μεσάνυχτα είχα χάσει όλα όσα είχα επάνω μου…
Γύρισα και πήρα όσα μετρητά είχαμε η γυναίκα μου κι εγώ…
Τα ξανάχασα…

Καημένη Μαίρη! Τώρα πρέπει να αντιμετωπίσεις μόνη σου, και με όλο το κουράγιο σου, όλα τα χρέη μας για τον Ιούνιο! Ξέρεις καλά πως δεν πρόκειται για κακία από την μεριά μου…

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου

Γαλάζια Σημειωματάρια

22 Ιουνίου 1937
(τελευταίες στιγμές)

14:09 Θα με κατηγορήσετε γι αυτό το θάνατο αλλά κι αυτός ο Γαλιλαίος ακόμα, ένα είδος αυτοκτονίας είχε επιλέξει.

14:37 Όλη μου η σκέψη περιβάλλει τρυφερά τους δικούς μου.

14:51 Αγκαλιάζω το οικογενειακό άλμπουμ... Στέλνω ένα φιλί στα βιβλία του Μπωντλαίρ που έχω στο άλλο δωμάτιο

15:02 Μαίρη, Παιδιά. Σ’ εσάς οι σκέψεις μου... οι τελευταίες...

μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου


Jean-Joseph Rabéarivelo (1901–1937)
Στις 22 Ιουνίου, στην Ταναναρίβη με κυανιούχο κάλιο. Πληγωμένος από το θάνατο της μικρής κόρης του, εθισμένος στο όπιο, καταθλιπτικός, παγιδευμένος στην μίζερη ζωή που ζούσε στην Μαδαγασκάρη, και εξαντλημένος οικονομικώς - εξ αιτίας του πάθους του για τον τζόγο και των χαμηλά αμειβομένων θέσεων εργασίας που δεν του επέτρεπαν να παράσχει υποστήριξη στην οικογένειά του. Αφορμή, η απελπισία του που δεν μπόρεσε να εκπληρώσει το μεγάλο όνειρο της ζωής του - να ζήσει και να εργασθεί στην Γαλλία -, όταν η αποικιακή διοίκηση, παραβλέποντας το λογοτεχνικό κύρος του, αρνήθηκε το αίτημά του να εκπροσωπήσει την Μαδαγασκάρη στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, και έστειλε, αντ' αυτού, μια ομάδα μπάσκετ από υφαντουργούς. Στο προσωπικό του ημερολόγιο (Calepins Bleu) καταγράφει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του.



- Τα δύο πρώτα ποιήματα είναι από την παγκόσμια ανθολογία νέγρικης ποίησης
"ο μαύρος αδελφός" 
της Ρίτας Μπούμη Παπά - εκδ. Τύμφη, 1973

- Το τρίτο και το τέταρτο ποίημα είναι από την ανθολογία του Αθανασίου Β. Νταουσάνη Η ποίηση της Μαύρης Αφρικής - εκδ. Ροές, 1992 και 2003 

Πηγή: http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2010/09/48_05.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου