Μέρες που θα ’τανε μ’ εσέ μαργαριτάρια,
χωρίς εσέ μες στου καιρού τα βάθη πάνε,
ψυχρές και ανωφέλητες, σαν τα λιθάρια
που μες στη θάλασσα μικρά παιδιά πετάνε!
Σαν προσπαθώ με υπομονή να τες μετρήσω,
απ’ τη στιγμή που μ’ έσφαξε το έχε γεια σου,
με πιάνει τρέλα και θαρρώ πως πλιο να ζήσω
του κάκου ελπίζω σαν προτού στην αγκαλιά σου.
Και γονατίζω και ρωτώ στην προσευχή μου
αν είναι δίκιο στες ρημιές να τυραννιούμαι,
αν μια ζωή, που δεν μπορώ να πω δική μου,
πρέπει μέσα στην άβυσσο να τη σκορπούμε.
Αλίμονο και να ’χ’ αυτή την πίκρα μόνος,
να ξέρω πως το ταίρι μου δεν καίγει ο πόνος.
ψυχρές και ανωφέλητες, σαν τα λιθάρια
που μες στη θάλασσα μικρά παιδιά πετάνε!
Σαν προσπαθώ με υπομονή να τες μετρήσω,
απ’ τη στιγμή που μ’ έσφαξε το έχε γεια σου,
με πιάνει τρέλα και θαρρώ πως πλιο να ζήσω
του κάκου ελπίζω σαν προτού στην αγκαλιά σου.
Και γονατίζω και ρωτώ στην προσευχή μου
αν είναι δίκιο στες ρημιές να τυραννιούμαι,
αν μια ζωή, που δεν μπορώ να πω δική μου,
πρέπει μέσα στην άβυσσο να τη σκορπούμε.
Αλίμονο και να ’χ’ αυτή την πίκρα μόνος,
να ξέρω πως το ταίρι μου δεν καίγει ο πόνος.
Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 6, Δωδώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου