Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Ποιήματα



ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΤΑ ΧΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΛΑ


 


Στον κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει


κανείς όλα


τις λέξεις τρώει ο καιρός


και μέσα από τις λέξεις


φαγώνονται τα μάτια


τα φιλιά


ακόμα κι η ανάγκη να υποφέρεις.


(ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ, 1977)


 


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ


 


Ο αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά,


τα στροβιλίζει για λίγο μακριά


απ’ τις κουτές σκευωρίες μας


και τ’ αφήνει να πέσουν πάλι στη γη ·


εκεί ν’ ανθίσουν.


Νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες


να, εκεί έλα,


τις ακουμπάει στις κορφές


των αισιόδοξων δέντρων


και τις καθίζει μετά στο χώμα


σαν αναμνηστικά ξεραμένα τίποτα.


Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα


της μικρής νουβέλας


κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη


η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία


σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο.


 


Η ΗΡΩΙΔΑ ΚΟΙΤΑΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ


 


Έχω ένα μεγάλο κι ένα μικρό…


 


Για τον εαυτό της


έχει μια ακαθόριστη εικόνα


αλλά καθαρά τον βλέπει εκείνον


φυλακισμένο στο σλιπάκι του.


Ξέρει τη δυστυχία του:


να υπάρχεις σαν να ’σουν κάποιος άλλος.


Εκεί τους πιάνει όλους,


στην άκρη της λύπης τους.


Είναι πότε όμορφοι κι αδύναμοι,


πότε χοντροπρόσωποι και δυνατοί.


Την αφήνουν και τους αγγίζει,


γιατί μόνο εκείνη ξέρει


πόσο τους ερεθίζει ο άλλος τους εαυτός.


 


Στο μαύρο τζάμι


– νύχτα, σιωπή… Ακούγονται μόνο


οι σκουπιδομηχανές που μασούν σκουπίδια–


αντικρίζει την εικόνα της


όπως κάθεται και σκέφτεται τους εραστές της.


νοερά χαϊδεύει την αυταπάτη τους


με το ατροφικό της χέρι.


 


Η ΓΙΑΝΝΟΥΣΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΔΕ ΦΑΙΝΕΤΑΙ


 


Θα μου φανερώνονταν αν δεν είχα υποφέρει;


 


Πέτρες και χόρτα,


πράγματα που με κόκκινο θάνατο


τα σκεπάζει η δύση


βγαίνουν απ’ τη σιωπή τους


κι όχι μιλούν –θα ’ταν αντίθετο


απ’ τα φύση τους– αλλά σημαίνουν


την αλήθεια της γυναίκας


γιατί της φανερώνουν τη δική τους.


Η θάλασσα έχει ένα άλλο πρόσωπο, το βράχο


ο κότσυφας, το κλαρί


η ώθηση του λουλουδιού, τη λάσπη.


Η δύναμη της σκοτεινής ζωής


ξεσπάει σε ύπερους, σε στήμονες


σ’ ανάσες πολυτάραχες σαν κείνες


που σε σκλαβώναν κάποτε.


Τώρα κάτω, κάτω βαθιά, μυρίζεις,


μυρίζεις πώς ευωδιάζει ό,τι δεν φαίνεται;


(ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ, 1990)


 


ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΜΕ…


 


Όσο και να λέμε


πως αυτό που ονομάζουμε ψυχή


είναι μόνο μια ελαφριά επάλειψη


στις ζωϊκές μεμβράνες,


ξέρουμε, είναι μια ωραία επινόηση


για να δοξάζεται η απομόνωσή μας


τη νύχτα… μια νύχτα,


όταν κραυγαλέα έχει νικήσει ο ουρανός


ενάντια στις φτωχιές μας σχέσεις


κι έχουν γίνει ψίχουλα όλες οι ελπίδες


πάνω στο χάρτινο τραπεζομάντιλο της ταβέρνας.


Κάτι το αστραφτερό κάθεται τότε


στην απέναντι καρέκλα – άδεια –


ενώ μαγικά κινείται ο μάγερας


γύρω απ’ τη χύτρα.


Ο ηλίθιος του χωριού χαμογελάει


θριαμβευτικά βγαίνοντας απ’ τα ουρητήρια


κι είναι ένα φεγγάρι… ένα φεγγάρι άσπιλο


που δε θυμίζει τίποτα,


ίσως γιατί καμιά ανάμνηση δεν αντέχει ως το τέλος


την ολοζώντανη σύγκρουση με τα παρόν ·


επιβάλλεται το «τώρα» πανίσχυρο, ανερμήνευτο


που και σαν ψυχική μέθη


νοείται μες στη νύχτα.


«Ω, άστε με να ονειρευτώ πως έζησα πολύ!»


φωνάζει το νυχτοπούλι


καθαρό στις προθέσεις του


ολόισια στο στόχο.


(ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ, 1993)


 


Η ΠΕΔΙΑΔΑ


 


Σε τέλεια άπνοια έρωτα εγώ


σκεφτική η πεδιάδα απλωμένη στη βροχή.


Άχνιζαν τα γαλακτερά πρασινωπά νερά της


σα να μούγκριζαν οι λακκούβες της


πλημμυρισμένες ανεπίτρεπτα πάθη.


Ένας ορίζοντας όλα θαμπά καμπαναριά


ακουμπούσε στην κοιλιά της


μαζί κι ο κλειδωμένος ουρανός


τέλειος κάτοχος της δύσκολης


φιλοσοφίας της καταχνιάς:


η μετρημένη απεραντοσύνη της μουσκεμένης γης


περιέχει τη σιωπηλή συναίνεση των όντων


στο θάνατο.


 


ΦΑΝΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


 


Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη


–φάνηκε και από άλλα ποιήματα–


γι’ αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα


την ελπίδα, την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο.


Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω


το ετήσιο θαύμα


με την αιώνια σιωπή ·


την αλήθεια του ανανεούμενου άνθους


με τον έναν και μόνο θάνατο.


Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούριο πράσινο


και πώς ο παγωμένος αέρας έκπληκτος


μπρος στις διαχύσεις της φύσης


κάνει ένα βήμα πίσω.


Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες κορφές


κι εγώ βρέθηκα πάλι


εκτός θέματος.


Το θέμα είναι ένα:


το προσωπικό σώμα


κι ο απρόσωπος χαμός του.


(ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ, 1995)


 


«ΣΙΓΑ ΜΗΝΤΡΕΜΕΙΣ…»


 


«Σιγά μην τρέμεις…»


είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές


όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή


και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες


να προσκυνάς άλλα αγάλματα


αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών


που για μια μόνο στιγμή


σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά


μ’ ουράνια οικειότητα


ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα


το γελάκι, η ματιά


σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια


του κάκτου χρόνου.


Έρωτα μικρέ της τελευταίας στιγμής


ακούμπα σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό


ακούμπα στο κενοτάφιο των ονείρων.


(Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ, 2001)


 


ΟΡΙΣΜΟΣ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ


 


Φυτό ή μαχαίρι


κείμαι ή ενεργώ


παλιό ή πρωτόγνωρο το φως


στη σκάλα που ομολογώ


δεν ξέρω αν ανεβαίνω ή κατεβαίνω.


Πάω προς την απάντηση


ή την τέλεια συσκότιση;


Γιατί εκείνο το λέμε ηδονή


και τ’ άλλο πόνο


αφού όταν το σώμα έχει παραδοθεί


και κρέμεται, σφαδάζει


δεν ξέρει αν χαίρεται ή αν αιμορραγεί


αφού είναι άπειρο μπροστά στο άδηλο μέλλον


που το σφάζει;


 


Ο ουρανός, το φως να κατεβαίνει


κείνη τη στιγμή τη διαφορά σημαίνει.


Γιατί σ’ ό,τι κοιτάς, ακόμη και σκοτάδι


φως κατοικεί κρυφά


φως ακόμη και στον Άδη.


Ατέλειωτο μαύρο μήκος είναι ο πόνος ·


το ξέρεις γιατί εκεί δεν ονειρεύεσαι πια


το φως.



ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ


 


Ο λόγος όσο πιο έντεχνος


τόσο φυλάει το μυστικό της επιβίωσης.


Μες στις γραμμές του κρύβει


το ποιος σου μάτωσε την ψυχή


σου λέρωσε τ’ αστέρια ·


θα ψευδομαρτυρήσει ο λόγος


για να κερδίσεις εσύ


τον αντικατοπτρισμό του έρωτα.


Συνθέτει την υπεράσπιση κι αθώωσή σου


που θυσίασες το μυστικό της αιωνιότητας


για ένα στιγμιαίο σμίξιμο με τον ουρανό


και με μια ευφάνταστη του στίχου στροφή


σε κάνει να ξεχνάς τη δίαιτά σου την καθημερινή:


εφήμερο ωμό.


Αναφωνείς με ωραία διαλεγμένες αντιθέσεις:


«Μου φτάνει η ποίηση της στιγμής»


πίσω αφήνεις την απώλεια,


αναζητάς καινούργιες τεχνικές


για να υμνήσεις μάτια, κι άλλα μάτια


γιατί όσο μένουν τα δικά σου ανοιχτά, λες


έχω δουλειά ακόμη.


 


ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


 


Πόσα εικοσιτετράωρα απουσίας


χρειάζεται ο αέρας


για ν’ αδειάσει από τις εκπνοές


του δέρματός σου


και να επικρατήσει πάλι


η γαζία, το πεύκο


όλες οι ωραίες αναθυμιάσεις


της απρόσωπης φύσης;


Πόσος είν’ ο χρόνος


που το τοπίο συνηθίζει να κρατά


εκείνο το συντριπτικό συνδυασμό


αύρας και μιας συγκεκριμένης περπατησιάς;


Πόσο το σύμπαν θα θυμίζει ακόμη


τη συνάντηση μιας ασήμαντης ματιάς


πότε το φως θα ξανακερδίσει


την απόλυτη υπεροχή του


πάνω στο στιγμιαίο θρίαμβο


μιας ανθρώπινης σκιάς;


(ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, 2003)


 Αναδημοσίευση από: https://www.oanagnostis.gr/paleon-eroton-i-fones/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου