Τό πρωί, πρίν ἀκόμη καλά καλά πλύνουν καί ντύσουν τά παιδιά,
ἔξω ἀπ’ τά σπίτια
ἀκούγονται νά παρελαύνουν στό μεγάλο φῶς, τά μικρά,
πλανόδια επαγγέλματα,
ἡ χορταρού, ὁ παγοπώλης, ὁ καρβουνιάρης,
ὁ τροχιστής, ὁ καρεκλάς, ὁ παπλωματάς· παρελαύνουν
μέ τά φτωχά τους σύνεργα, τόν τροχό, τό σφυρί, τό μαχαίρι,
τό φτυάρι, τό πριόνι, τό δοξάρι· —προχωροῦν, καί μπροστά
τους
βαδίζουνε οἱ μεγάλες, γυμνασμένες, ψαλμωδικές φωνές τους.
Ἔτσι ὁ δρόμος
γίνεται ὁ φωτισμένος νάρθηκας, μέ τίς φαρδιές, ἀκτινωτές ραβδώσεις
ἀπό τούς ἴσκιους μιᾶς ἀόρατης κιονοστοιχίας. Πάνω ἀπ’ τίς δυό
σειρές τά σπίτια
ὀρθώνονται οἱ ὁλόλευκοι τροῦλοι τῆς μέρας. Κι ἐκεῖνοι
προχωροῦν στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ, ὅπου τελεῖται ἡ λειτουργία.
Τά φτωχά σύνεργά τους
ἀστράφτουν σά χρυσά ἀφιερώματα. Κι ἐνῶ
τά σπίτια εἶναι ἀκόμη ἀπό μέσα ὑγρά, κι ἐνῶ κι ἐσύ ’σαι
ἀνέτοιμος ἀκόμη κι ἀπρόθυμος, βγαίνεις ὡστόσο στό κατώφλι,
μέ τίς σταγόνες τοῦ νεροῦ στά μαλλιά σου, μέ τήν τσατσάρα στό
χέρι σου...
------------
τσατσάρα: λαϊκή λέξη για τη χτένα τσέπης.
(Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Εκδόσεις Κέδρος
[Αθήνα, 2000], σσ. 127-128.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου