Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Κυριακή Καρσαμπά - Ποιήματα

  ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Γράφω …Απεγνωσμένη προσπάθεια
για τους καιρούς που δεν θα ’χω φωνή!
Μιλάω στο μέλλον…Είναι κανείς εκεί;



Το δείπνο

Γιατί τι άλλο είναι ο ποιητής, παρά ένα μεγάλο παιδί
με ονειροπόλα μάτια,
που αφήνει να περνάνε μέσα απ’ τις χούφτες του
ποτάμια από νερό βροχής,
για να μαζέψει λίγες σταγόνες κρύσταλλο
για τους διαβάτες…
που ανοίγει ορθάνοιχτη την πόρτα της ψυχής,
να μπουν και να δειπνήσουνε μαζί του
ένα δείπνο μυστικό, αθέατο,
στην άλλη πλευρά, εκεί που εκβάλλει ο λόγος...στη σιωπή!



Τρυφερή μοναξιά

Τα δώσαμε όλα στην αγάπη!
Και τί κερδίσαμε λοιπόν;
Μα λίγο είναι
να μπορείς ακόμα να δακρύζεις
με του αηδονιού την έκσταση,
να μπαίνεις έκθαμβος τα βράδια
στον κήπο με τις λέξεις;



Τα όνειρα

Αλήθεια, μας εμπαίζουνε τα όνειρα,
ή μας κρατούνε συντροφιά
εξοικειώνοντάς μας με το ανέφικτο;



Νυχτώνει

Το καλοκαίρι έχει προ πολλού τελειώσει.
Έκλεισε το κεφάλαιο της φωτιάς.
Κι ενώ η ψύχρα πλησιάζει αμείλικτη
ακόμα αναζητάω το αναιμικό ηλιόφωτο.
Τα γνώριμα ιδιωτικά νερά
δεν έπαψαν να με καλούν να κολυμπήσω…

Μα τελικά από άλλο δρόμο συναντιέμαι
με την προσωπική μου έκσταση!
Σαν παίρνει να βραδιάζει
κοσκινίζοντας λέξεις γράφω ποιήματα
άλαλη μένοντας απ’ το βάθος που μας κατοικεί.
Τα πρωινά μηρυκάζω την επανάληψη
και μόνο το πότισμα των λουλουδιών με θέλγει.

Α! Τα λουλούδια! Έκπαγλες συμμετρίες!
Με το άνοιγμα των πετάλων τους
μυστήριο το θαύμα ξετυλίγεται
ανασταίνω το Λάζαρο απ’ τον τάφο του
ακουμπώ τα πονεμένα μέλη μου και γιατρεύονται.

Νυχτώνει… μα δεν σταμάτησαν τα μαγικά πουλιά!
Σε αθέατους κήπους
με τα φτερά τους πότε –πότε φτερουγίζω!

Εδώ στο τέλος των καιρών
η μουσική, δεν σε εγκαταλείπει.
Αυτή η ευγενής, μέσα στο αίμα, μουσική.



Η αθανασία

Γράψε το όνομά σου εδώ μου είπε η αθανασία!
Και μου ’ δωσε
για πένα το ράμφος ενός χελιδονιού
και για χαρτί ένα σύννεφο



Τα πουλιά

Πάτησαν σε βουνοκορφές απάτητες.
Έγραψαν κύκλους.
Αμέτρητα γεωμετρικά σχήματα στον αέρα.
Κανένα ίχνος πίσω τους.
Κανένα χειροκρότημα.
Καμιά υστεροφημία.

Τι ευγενής ράτσα τα πουλιά!



Οι τρίλιες

Ακούω τις τρίλιες ενός πουλιού
φυλακισμένου σε κλουβί.
Τι θαύμα ένα πουλί!
Πώς είναι τόσο ψυχωμένο
μέσα στο κελί του!



Η νύχτα

Η πόλη βυθίστηκε στο παρήγορο σκοτάδι.
Κοιμάται ανυποψίαστη κι αθώα.
Για σήμερα σφράγισε τ’ αυτιά της.
Σφράγισε και τα χείλη της στα ψεύδη.
Αύριο πάλι η αυγή θα ξυπνήσει νέες φροντίδες,
θα προμηθεύσει νέες μάσκες για την παράσταση.



Μερικοί βλέπουν τη ζωή σαν φυλακή
μα εγώ ξεφεύγω.
Είναι που αποφάσισα να εκτίσω τη ζωή μου
στο τεράστιο κελί του στοχασμού.



Μιλάμε για αδικία;

Μιλάμε εμείς για αδικία;
Μα τότε τί να πουν τα δέντρα
σ' ένα δάσος που καίγεται;
Τι να πουν τα πουλιά που τουφεκίζονται;
Τι να πουν τ' απορημένα παιδικά μάτια
που έκλεισαν πριν καλά-καλά ανοίξουν;



Η ματαιότητα

Στο τέλος …
σαν τη Σαλώμη προβάλλει 
η ματαιότητα!
Κρυμμένη ήταν πίσω από μια γωνιά,
χορεύει το σαγηνευτικό χορό της 
ρίχνοντας τα πέπλα ένα- ένα, 
ώσπου αποκαλύπτεται γυμνή!
Ζητάει την κεφαλή σου επί πίνακι!
Μα συ δε θα τη δώσεις…
κι έτσι μ’ ολοφάνερη τη ματαιότητά της
πάλι η ζωή έχει λόγο να τη ζεις.



Μεγάλη εβδομάδα

Βρέχει και φέτος όπως κάθε χρόνο
Χριστέ μου στην ψυχή μου,
Μεγάλη εβδομάδα και κατ’ έθιμον
πάντα οι άνθρωποι σε θυμούνται…
Όμως, θα ήθελα να σου πω
πως τα δικά μου μάτια
όλο το χρόνο τρέχουν τα δάκρυά σου…
Κι ας ήταν
να μην περίμενα μόνο μια μέρα
την Ανάστασή σου να χαρώ.



Το κενό

Συχνά όταν βρίσκομαι στο κενό
ζωγραφίζω με τη σκέψη μου μια σκάλα
και κατεβαίνω
Εδώ αισθάνομαι πιο ασφαλής.
Ο ουρανός μού γνέφει πως θα με περιμένει



Τabula rasa

Τι ταξίδι κι αυτό!
Να σου έχει σβηστεί η μνήμη
του τόπου εκκίνησης
και του τόπου προορισμού!



Τα αγίνωτα φρούτα

Α, η αειθαλής μελαγχολία των ανέγγιχτων ανθρώπων!
Είναι τ’ αγίνωτα φρούτα που δε γλύκαναν!
Ζωές που ξετυλίγονται δισταχτικά, σαν νήματα
σε αργοκίνητη ανέμη.



Ο μύθος

Ανοίγω ξανανοίγω πόρτες.
Μην είναι αυτή η τελευταία;
Κάνω πως δε γνωρίζω.
Συνεχίζω να ερευνώ.
Βλέπετε, ο μύθος του ερευνητή
είναι ο δικός μου μύθος.



Το πιο δικό μας πρόσωπο είναι το λυπημένο.
Πώς ν’ αγαπήσεις τη φθορά;



Να λειαίνεις την πέτρα της απουσίας.
Κι έπειτα να την βυθίζεις
στο γόνιμο νερό της σιωπής.
Ίσως εκεί βλαστήσει φως



Στην ηλικία των δώδεκα
μού φόρεσαν κοινωνικά γυαλιά.
Κι έχασα την παιδική μου όραση!



Σιγά-σιγά η μάσκα απορρόφησε το πρόσωπο
κι άλλη ζωή δεν έχει…
Τον ψάχνω, μα δεν είναι πουθενά για να μιλήσω.



Με ποιόν ν’ αντιδικήσω,
όταν τους βλέπω όλους μέσα μου;



Πού να ’ξερες!
Για τα ελαττώματά σου σ’ αγαπώ.
Οι αρετές είναι ανιαρές κι ας τις υμνούμε!



Ποιος κάθισε ν’ ακούσει ένα ποίημα, απ’ αυτά
που γράφει κάθε μέρα, ένα ρυάκι, μια λεύκα, ένα αηδόνι;



Το κάδρο

Το λάτρευα εκείνο το κάδρο.
Μου ήταν από πάντοτε πολύτιμο.
Εκείνο το παράθυρο που έβλεπε τη θάλασσα.
Κι ο κλέφτης χρόνος το σεβάστηκε.
Τα πήρε σχεδόν όλα
μα εκείνο μού το άφησε.



Λιγομίλητες σταγόνες

Μα πως να ομολογήσεις
ότι ζήσαμε το μέγιστο δίπλα
σε κάποιον αγράμματο γέροντα
ακούγοντας λιγομίλητες σταγόνες
να πέφτουν απ’ το γείσο
του φτωχικού του υπόστεγου 
και το μηδαμινό
δίπλα σε επαΐοντες, γνώστες
κι αφεντικά του κόσμου αυτού;



Εκατομμύρια βήματα ο καθένας!
Μα τελικά προχωρήσαμε;



Είναι φορές που απλώνω την ψυχή μου στο άπειρο
λες κι αναπνέω με τους πνεύμονες του Θεού!



Πιο πολύ κι απ’ τις νίκες, τις ήττες μου αγάπησα.
Μ’ έφερναν πάντα πιο κοντά στην αλήθεια μου.



Θάνατος έρωτας

Βουλιάζουμε στο δείλι μαγεμένοι!
Είμαστε ερωτευμένοι με το θάνατο,
μα δεν το ομολογούμε!
Κι ίσως ο θάνατός μας να είναι η πιο βαθιά,
η πιο απεγνωσμένη ερωτική πράξη.
Η ζωή κι ο θάνατος να χάνονται μαζί
αγκαλιασμένοι σε μια κορύφωση
που καταργεί για πάντα τη ροή!



Τώρα πια

Τώρα πια δεν περιμένω τίποτα.
Αφουγκράζομαι.
Και η Ζωή έρχεται με χιλιάδες πρόσωπα:
Σαν Φύση, σαν άνθρωπος, σαν ζώο, σαν πουλί,
σαν μυρωδιά, σαν ήλιος, σαν βροχή.
Σαν είδηση, σαν κλάμα, σαν χαμόγελο,
σαν ξαφνικός θεός που λάμπει
μέσα στα μάτια ενός άγνωστου,
σαν δήμιος, σαν έλεος απρόσμενο,
σαν κάτι που εκτιμάς κι ωστόσο χάνεται
και δε μπορείς να εξηγήσεις γιατί,
σαν πόνος για σένα τον συνταξιδευτή,
αγαπημένε μου μικρέ- μεγάλε άνθρωπε,
σαν Αγάπη, σαν Σιωπή



Η σκάλα

Κάπου η σκάλα καταρρέει
αφού δεν χρειάζεται πια άλλο,
όταν το πάνω και το κάτω
αποκαλύπτεται ότι είναι ένα.



Με το μανίκι μου τα δάκρυα της θλίψης μου σκουπίζω
κι έκπληκτη βλέπω πάνω του να φυτρώνουνε κρινάκια!



Μυστικοί διάλογοι

Τώρα δεν παίζει πια μαζί μου όπως παλιά
που ένοιωθα παιγνίδι στα χέρια Του.
Τώρα έχω μεγαλώσει πια.
Άλλαξε συνήθειες κι ο Θεός.
Χρειάζεται συντρόφους
και μου μιλάει τα μυστικά του.


Ο Θεός

Σαν τη γενειάδα του θεού
σε παλαιές εικόνες
αυτός ο καταρράχτης .
Ήχος βαθύς και μακρινός.
Γεμίζεις δέος.
Μα τον θεό εγώ τον βλέπω προσιτό
εκεί που καταλήγει το νερό,
στις όχθες ήρεμων ρυακιών
όπου θροΐζουν λυγαριές και καλαμιές
και πίνουν τα πουλιά αιωνιότητα.



Τρέχει το νερό στο ρυάκι μουρμουρίζοντας:
«Γίνε σαν και μένα»… «Γίνε σαν και μένα»…
Δεν έχει ανάσα στα πηγάδια και στις λίμνες το νερό.



Ιερογαμία

Δεν ξέρω αν είναι ο άνεμος
που μ’ έσπρωξε ως εδώ
ή τα σημάδια που ακολούθησαν
δειλά τα βήματά μου.
Στη μυστική εκκλησία της καρδιάς
αθόρυβα οι Αρχάγγελοι
σταυρώνουν κρίνα και σπαθιά
σ’ αιώνια τελετουργία γάμου.



Τα ανείπωτα 1984

Έλα να μιλήσουμε σιγανά,
εμείς που αγγίξαμε
τη φόδρα του κορμιού μας.
Το άδειο, το κενό υπομένοντας,
το μέσα τίποτα, ίδιο με το Μεγάλο Τίποτα.
Και πώς να πούμε τα ανείπωτα, 
πώς χάραξε η πρώτη αχτίνα
από το θείο σκοτάδι,
το θαύμα της ηλιογένειας;



Όταν βραδιάζει

Όταν βραδιάζει
μπαίνει στην κάμαρα το Άγνωστο
με ανάλαφρες πατούσες
και δίπλα σου πλαγιάζει.

Είναι η νύχτα εξοικείωση γλυκιά 
μ’ εκείνο που φοβάσαι.
Μα πριν παραδοθείς
ο νους φροντίζει και στήνει γέφυρες
για νέα συνάντηση με το φως.

Κι ανοίγει πάλι το παράθυρο στον ήλιο.

Ο χρόνος καίγεται, καίγεται
σαν χαρτί.
Κανένας σπλαχνικός άνεμος
τη στάχτη του δε λέει να σκορπίσει
προτού το Άγνωστο 
σε μια μοιραία συνάντηση, μαζί του να σε πάρει.

Υπάρχει άραγε πέρασμα γυρισμού 
απ’ τη Μεγάλη Νύχτα;

Αριάδνες και μίτους
δε συναντάς
παρά στα παραμύθια.*

*Υποσημείωση: Η εναλλακτική απάντηση: Αριάδνες και μίτους δεν συναντάς μόνο στα παραμύθια,αλλάζει βέβαια το νόημα του τέλους του ποιήματος , αλλά το αφήνω στην διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη.



Απογειώσεις

Εκεί που πάω πότε- πότε,
δεν ανοίγω καγκελόπορτα του κήπου.
Δεν έχει σπίτι, ούτε οικοδεσπότη
να με υποδεχτεί.
Ούτε έχω πόδια
να σκουπίσω τα παπούτσια στο χαλάκι.

Ακούω μόνο μουσική
και φτερουγίσματα αγγέλων!
Μα αν απότομα στρέψω
το βλέμμα για να δω,
προσγειώνομαι και πάλι στο δωμάτιο.
Και βλέπω τις κουρτίνες 
να χτυπούνε στον αέρα
σαν τα φτερά τεράστιων πουλιών 
απεγνωσμένα να ζητούν ελευθερία!



Το Άγιο Δισκοπότηρο

Και μόνο αν τιμήσεις το σώμα 
προσεγγίζεις το θαύμα το ανέφικτο.
Αρώματα ξαφνικά σε ζώνουν από παντού
γεμίζοντας το διάστημα από γη σε ουρανό.
Κι όλα τα πράγματα λούζονται
στο δικό τους εξαίσιο φως,
το αθέατο ως τώρα,
καθρεφτίζοντας το αίμα
που αφυπνίστηκε ακτινοβολώντας
μέσα απ’ το Άγιο Δισκοπότηρο



Ο αιώνια ερχόμενος

Απ’ το παράθυρο
το δρόμο αγναντεύω.
Κι Εσύ από μακριά όλο έρχεσαι.
Μικρή φιγούρα.
Ποτέ δε μεγαλώνεις.

Δεν είναι δα και τόσο μακριά αυτό το βάθος.
Είναι τόσο κοντά που με κάνει να ελπίζω.
Και βάζω τη μουσική υποδοχής να παίζει.
Κι ανοίγω φώτα και στην πόρτα αδημονώ
το χτύπημα ν’ ακούσω.

Ακούω καμιά φορά
το ελαφρό πράο χεράκι του ανέμου
και ξεγελιέμαι.
Μήπως σαν κύμα σιωπηλό
έρχεσαι και πάλι φεύγεις;

Κύριε, κουράστηκα απ’ τους ανθρώπους…
Η σχέση μου μαζί τους είναι τόσο εύθραυστη.

Θα ’θελα σαν Εγώ-Εσύ να έρθεις.
Σαν Εαυτός σε σχέση ακατάλυτη!

Ξέρω, θα έρθεις.
Αλλά θα είναι για να μείνεις;
Ή για να με συντρίψεις;



Κανείς δε μιλάει για την έπαρση της Φύσης.
Καταιγίδες, κεραυνοί, σεισμοί και παγετώνες.
Μα είναι βλέπεις, που με το ένα χέρι μάς χτυπά
και με το άλλο μάς ανοίγει σαν βεντάλια
την ομορφιά μιας Άνοιξης!



Άνθισε στο παράθυρο το δεντρολίβανο.
Μικρές τούφες λουλακί.



Στο ψιθύρισμα των ανοιξιάτικων φύλλων
ριγώ που ξαναστήνεται η ζωή
κι ας ξέρω ότι εγώ δεν είμαι δέντρο.



Ήρθαμε 2011

Δίχως περιττές αποσκευές
ήρθαμε πια στο δικό μας σπίτι. 
Δεν έχει θεμέλια το σπίτι αυτό
καράβι είναι 
ένα μικρό καράβι που ταξιδεύει.
Χωρίς καν χάρτες και πυξίδες.
Το αγέρι εδώ είναι καθαρό
η ανάσα αβίαστα συμβαίνει.

Και είναι ήρεμα.

Πλέει το σκάφος, λες, μόνο του.
Ακόμα κι αν αλλάζει ο καιρός, 
άκοπα το ταξίδι συνεχίζει.
Ξέρει καλά το αγέρι
σε ποιον απάγκιο όρμο να σε πάει.
Καμιά φορά
το βλέμμα γυρίζει προς τα πίσω.
Εκεί που ο έρωτας φάνταζε λύτρωση
και τα βιβλία γνώση.
Παλιές συνήθειες,
ταραχές, ελπίδες, ψευδαισθήσεις.
Άσε λοιπόν τον άνεμο να σε πάει όπου σε πάει…

Έτσι είναι ήρεμα.



Δισύλλαβες λεξούλες φτερωτές οι πεταλούδες.
Γράφουν ποιήματα ανάμεσα στα φύλλα.

Τα διαβάζεις;



Η ζωή είναι μια ατέλειωτη
προσαρμογή στην απώλεια.
Τα δέντρα το ’μαθαν καλά.
Φυλλοροούν αγόγγυστα.



Ο πέτρινος τοίχος πάλιωσε,
μα αντλεί ακόμα ευτυχία
παίζοντας με τη σκιά
του διπλανού του δέντρου.



Κοίτα…
Περπατάμε δίπλα σε ένα ηφαίστειο
μα δε σκεφτόμαστε τη λάβα.
Χαζεύουμε δήθεν ανύποπτοι
τ’ αγριολούλουδα στις πλαγιές
δίπλα στον κρατήρα.



Γεμίζουμε αδειάζουμε σαν το φεγγάρι.
Δεν μπορείς για πολύ να ευτυχείς.
Δεν μπορείς για πολύ να δυστυχείς.
Αυτό που θέλει η Ζωή είναι απλά να ζεις.



Το κυκλάμινο του χειμώνα

Μια πεταλούδα κρατημένη από κλωστή,
το ευάλωτο κυκλάμινο.
Μα μέσα κι απ’ το χιόνι ξεφυτρώνει
με πείσμα το χειμώνα ν’ αντικρίσει.

Κι ολόκληρο είναι ένα κεφάλι
ταπεινό, γερμένο,
που υποκλίνεται στην κάτασπρη

αγνότητα της Φύσης

Σχεδόν γυμνή σαν την Αλήθεια, 2018.

Πηγή: https://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/09/blog-post_13.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου