Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά,
κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι
παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά,
σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει.
Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει,
χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.
Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά
η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη,
απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά
και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη
η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη.
Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά,
και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.
Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά
αισθήματα από την καρδιά που πάλλει
κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά,
αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη.
Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη
λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά,
μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.
Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά.
Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη,
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.
(Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρόλογος Σπύρου Μελά.[...] [Αθήνα:] Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» [1955], σ. 723).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου