Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Jack London -Το σιδερένιο τακούνι (απόσπασμα)

 Στο μεταξύ, η φάλαγγα κάτω στο δρόμο πλησίαζε. Καθώς οι πρώτες γραμμές περνούσαν κάτω απ' τα κτήρια που μάχονταν, οι πυροβολισμοί ξανάρχισαν και πάλι. Απ’ το ένα κτήριο πετούσαν βόμβες κάτω στο δρόμο, το άλλο κτήριο χτυπούσε με πολυβόλα απέναντι και απ' απέναντι απαντούσαν στην επίθεση. Έτσι, μάθαμε ποιο κτήριο είχαν καταλάβει οι σύντροφοι μας, και κάνανε καλή δουλειά, σώζοντας αυτούς που περνούσαν κάτω στο δρόμο απ' τις εχθρικές βόμβες.

Ο Χάρτμαν μ' άρπαξε απ' το χέρι και με τράβηξε μέσα σε μια φαρδιά είσοδο.

— Δεν είναι σύντροφοι μας, μου φώναξε στ' αυτί.

Η εσωτερική πόρτα της εισόδου ήταν κλειδωμένη κι αμπαρωμένη. Δε μπορούσαμε να ξεφύγουμε. Την άλλη κιόλας στιγμή, οι πρώτες γραμμές της φάλαγγας περνούσαν μπροστά μας. Δεν ήταν φάλαγγα μα όχλος, ένας τρομερός ποταμός που γέμιζε το δρόμο, ο λαός της αβύσσου, τρελός απ' το πιοτό και τ' άδικο που ξεσηκώθηκε επιτέλους και ούρλιαζε διψώντας να πιει το αίμα των αφεντικών του. Είχα ξαναδεί κι άλλοτε το λαό της αβύσσου, γιατί είχα περάσει απ' τα εργατικά γκέτο και νόμιζα πως τον ήξερα. Όμως, πιστοποίησα τώρα πως τον έβλεπα για πρώτη φορά. Η άβουλη απάθεια είχε εξαφανιστεί. Ήταν τώρα μια μάζα δυναμική - ένα καταπληκτικό θέαμα τρόμου. Ξεχύνονταν μπροστά στα μάτια μου σε παλλόμενα κύματα οργής, ουρλιάζοντας και γρυλλίζοντας, αιμοβόρο πλήθος, μεθυσμένο με ουίσκι απ' τις λεηλατημένες αποθήκες, μεθυσμένο απ' το μίσος και τη δίψα του αίματος - άντρες, γυναίκες και παιδιά, ντυμένοι με κουρέλια, σκοτεινές και άγριες μορφές, που είχανε χάσει κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό και μοιάζανε με πιθήκους, τίγρεις, ανεμικά πλάσματα και θεριά με μακριά μαλλιά, ρυτιδωμένα πρόσωπα, όπου η κοινωνία είχε ρουφήξει κάθε ικμάδα ζωής, κορμιά που παραμορφώθηκαν απ' την ασιτία και τη διαφθορά, κεφάλια σαν κρανία σκελετού με άσπρα πατριαρχικά μαλλιά, νέοι και γέροι όλο κακοφορμισμένα οιδήματα, καμπουριασμένοι, στραβολαιμιασμένοι, απίθανα τέρατα σακατεμένα απ' τις χρόνιες αρρώστιες και τη μιζέρια - τα κατακάθια και τα καθάρματα της ζωής, μια οργισμένη, δαιμονική ορδή που σουρνόταν ουρλιάζοντας.

Και γιατί όχι; Ο λαός της αβύσσου δεν είχε τίποτα άλλο να χάσει εκτός από τη μιζέρια του και τον πόνο της ζωής. Ούτε είχε να κερδίσει τίποτα, εκτός από μια τελευταία, τρομερή εκδίκηση.

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου