Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Ελένη Μπουκαούρη - Ποιήματα

 ...στο παλιό μου σπίτι μ' αφήσατε μόνη με την ποίηση, κανείς δεν επέστρεψε παρόλο που είχα αφήσει εγώ την πόρτα ανοιχτή, ξεκλείδωτη, ορθάνοιχτα παράθυρα, χύμα χάμω τα παιδικά μου βιβλία, χύμα χάμω τα παιδικά μου παιχνίδια, κι η μάνα μου προσπαθεί να συμμαζέψει, μόνη της συγύρισεμαγείρεψεέπλυνεσιδέρωσε, δεν την πρόλαβα, τα καθαρά πως δεν τα θέλω εγώ, μα και τα θέλω εάν με τα χέρια της μαζί, τα παιδικά τι τα 'κανες; γιατί τα πέταξες; την μάλωσα, κι αυτή, αχπαιδίμου! παιδί σου εγώ; σαστίζω, χωρίς τα παιδικά, χωρίς τα χέρια σου, πώς, δηλαδή, εγώ παιδί;  

                                   *

...ένα θαμπό πρωινό η μυρωδιά μιας βορειοευρωπαϊκής πολίχνης κατακλύζει το δωμάτιο, σάπια φύλλα, ξύλινα βιβλιοπωλεία, ξεφτισμένες ζακέτες και αναμνήσεις που περπατούν προσεκτικά δίπλα σε θολά ποτάμια, κρατώντας ένα μισογεμάτο διχτάκι, τα παπούτσια ορθοπεδικά, τα μαλλιά αραιά, ψυχές ανατριχιάζουν και τσούζουν στην παγωνιά, στα αγκάθια τους πάνω τραυματίζεται η αγαθή αγάπη, ανήσυχη κυοφορία καθώς αναδεύονται υγρά φύλλα στις ανάσες, τη νύχτα γίνονται στρόβιλος και σπάνε τα δέντρα, κάποιος χτυπάει το κουδούνι, ήρθε το ταχυδρομείο, τα γράμματα του πατέρα, λακωνικά: "να φοβάσαι!"

στα σκοινιά σφυρίζουν σημεία στίξεως, σφαίρες, σκαπάνες, σπαθιά, σταυροί σε σιδερένια στήθη

χωρίς τα δέντρα ανάμεσά μας είμαστε ορατοί μέσα από τα φωτισμένα παράθυρα, απέναντι, ένα κορίτσι παίζει με έναν γάτο, το ζώο σαλτάρει, γρήγορα! μια φωτό στο κινητό, αχ, κρίμα! για περίμενε λίγο, μήπως... ξανά... ναι, like! ξάφνου όλα σωπαίνουν, σβήνουν κι επιστρέφουν σαν τις επιθυμίες όταν η νύχτα δείξει παρελθόν, πέφτει το ιντερνέτ και η οθόνη παγώνει σε μιαν ασπρόμαυρη φωτογραφία, ίσως σ' αγάπησα, toi non plus...

                                   *

...καλοκαίρι

είδα πράσινο, είπα εφτά

και πάτησα τέρμα το γκάζι

τι σκεφτόμουν;

μια έρημη παραλία, με φύκια ξεβρασμένα στην ακτή, κολύμπησα, ώσπου ένα μαύρο σύννεφο χόρεψε πέρα δώθε στον αφρό, σαν μαύρο στιλπνό μετάξι φόβου, όρμησαν οι γλάροι και ξέσκισαν το μαύρο πέπλο, ωραίο τσιμπούσι!

στον βυθό, μια τεράστια λευκή μέδουσα με αραχνοΰφαντα νήματα, πού πας, νυφούλα; ζήλεψε και την έπνιξε η σελήνη

στη στεριά, μια λευκή υποβρύχια νάρκη στο γυάλινο ποτήρι του καφενείου στο χωριό, βουτάω, τη γλείφω αργά, η ώρα είναι εφτά, εγώ είμαι εφτά, κι αν τυχόν πετρώσω στο Στεκαμάν, ίσως μείνω για πάντα παιδί

αλλά είδα 2, και είπα δύω...

                                   *

...όταν είδα τον Μπλε Ρινόκερο του Lallane στην έκθεση, τον πήρα τηλέφωνο, "αγάπη μου, μόνο εσύ έχυνες τόσο γλυκά και όμορφα την αγωνία σου, σε ονειρεύτηκα, μαζί με την όμορφη νεαρή γυναίκα σου και τα επτά παιδιά σου, ντυμένα με μαύρα παλιομοδίτικα κοστουμάκια, κάθονταν γύρω τριγύρω σ' ένα τραπέζι κι έμοιαζαν μικροί μαφιόζοι, ωστόσο, την ίδια στιγμή θύμιζαν κι εκείνο τον πίνακα με τον κύκλο των ποιητών, μεταξύ τους ο μελαγχολικός Βερλαίν κι ο πάντα έφηβος Ρεμπώ με την ατίθαση χαίτη, και τότε είπες πως σίγουρα πρέπει επειγόντως ν' αλλάξω τις λέξεις μου, κι εγώ βγήκα στον εξώστη, εκεί όπου κάθονταν ήσυχα οι παλιές καρέκλες με τα παράξενα ονόματα, η Πέτρα, η Σκόνη, η Βροχή, που έπεσε μουρμουρίζοντας συνωμοτικά: θα ρίξει καρέκλες..."

Το πράον παρόν


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου