Εγώ που κοιμήθηκα
(πόσα χρόνια)
δίχως φωτιά, δίχως λυχνία,
εγώ που αγκάλιαζα μονάχα
τη σιωπηλή σκιά μου,
γύμνωσα τα χείλη μου
για να ψάλλουν
τον ερχομό σου.
Τόσο φτωχός ήμουν, αγάπη,
τόσο φτωχός,
που δεν είχα στην παλάμη ένα χάδι
για ν' αγοράσω τις ώρες μου,
που δεν είχα ένα νόμισμα φιλιού
για να δώσω του σκιώδη καπετάνιου
να με περάσει στην απέναντι όχθη.
Όλη τη ζωή μου ασώτεψα
σκάβοντας την έρημο,
και περιμένοντας χωρίς να το γνωρίζω,
το σπόρο των βλεμμάτων σου.
Ώριμος
απ' την πικρία
και την αγρυπνία,
αξιώθηκα τον ερχομό σου.
Ευχαριστώ.
Ευχαριστώ.
Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετήσω στην άκρη του δρόμου,
τον ήλιο των ματιών σου.
Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ'απαντούσα στο θεό,
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε,
πως όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;
Άφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου
μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.
"Εαρινή Συμφωνία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου