Ι
Η επιστροφή από ένα νησί γεμίζει με έννοιες την ησυχία
Γιατί στο νησί μπορεί κανείς τη θάλασσα να τη μετρήσει
Και να τη βρεί εφτά φορές πιο μεγάλη από το κέφι που
κομίζει ο έρωτας
Και ας μην υπάρχουν χορτάρια ειρήνης, φτάνει μόνο να υπάρχει
Ο ουρανός της αγάπης, λίγα ξεφτίδια προσευχής να κρέμονται
απ’ το σώμα
Απ’ το κορμί μας το γεμάτο προϊόντα μετανοίας
Μας δαγκώνει ο Φλεβάρης· μόλις πριν λίγες στιγμές
Πότισε τα ερπετά και τα σκουλήκια τρων από μέσα της ελιάς
το δέντρο
Κι η ματιά κοπιάζει τσακίζεται στις γρίλιες
Φέρνει απ’ έξω σκίνα
Πλαγιάζει στα κρεβάτια, τρυπώνει στα μεσάνυχτα του σεντουκιού
Βρίσκει παλιές επιστολές και τις διαβάζει, βλέπει τις φωτογραφίες
Βγάζει από μέσα τους πουλιά και καλοκαιριάτικα έντομα
Μα δεν απαντάει σε τίποτα τέτοιες στιγμές είναι προτιμότερο
Να ξαπλώνει στο κρεβάτι και να περιμένει
Μέσα στη νύχτα το Θεό ή να διαβάζει σε μεγάλα βάθη
Την αστροφεγγιά πάνω σε λέπια πέρκας.
ΙΙI.
Είχα μέσα μου στρώσει – δεν πρόκειται μόνο για τον εαυτό μου
Με στοργή το κρεβάτι, άναψα τη λάμπα ταχτοποίησα τα βιβλία
Τις οπτασίες του ταβανιού και περίμενα στις οχτώ το Μεσολόγγι
Και στις εννιά τον έρωτά μου
Την άλλη μέρα με βρήκαν σε υπόσταση θρησκευτική
Αναπολούσα τις ομιλίες
Το ρόλο της προσευχής τον έπαιζα στα δάχτυλα
Ήξερα πότε πρέπει να σιωπώ
Και πότε τέλος πάντων ν’ ανοίγω στα σπλάχνα μου δυο δωμάτια
Κι εκεί να μαζεύω τους φίλους τα βράδια
Στο ένα δωμάτιο να μην υπάρχουν εικονίσματα στο άλλο να υπάρχουν
Ώστε να παρασταίνω το Σωτήρα και την εκστατική αναπόληση
Ή και το άγαλμα με τεντωμένο χέρι
Προς την υφή του νευρικού συστήματος
…………………………………………………………….
Σκέφτηκα τότε να προσέξω τα χέρια μου
Με νεύριασαν, τ’ άρπαξα κι εγώ στα γόνατά μου
Και μ’ ένα σφυρί βάλθηκα να τα τσακίσω
Στο τέλος δεν το κατόρθωσα κι από τότε πιστεύω στα χέρια
Κάθε βράδυ τα χαϊδεύω
Και δεν αφήνω ποτέ τους πρόστυχους να τα πλησιάσουν.
ΙV
Και τώρα μαζεύοντας κάθε απόγευμα ασβέστες έρημων σπιτιών
Σκιές πλατανιών νευρικά τηλεφωνήματα άσκοπους πυροβολισμούς
Και ιδρώτες εφημεριδοπωλών αποτελώ προσεχτικά και με τέχνη
Αλλά και με περίσκεψη το σώμα μου
Το ονομάζω Ευαγγελιστή
Κάθομαι σε αχανείς αμμουδιές
Και φτιάχνω από τη σκέψη μου μυστήρια κιούπια.
Μ’ αρπάχνει στα μπράτσα του ο λαός
Με ανακηρύσσει ελευθερωτή και χαλκουργό μα εγώ τίποτα
Είμαι πείσμων και προτιμώ να πουλώ γραβάτες
Και να τις σφίγγω πολύ στους πελάτες
Να βλέπω τον ξανθό Απρίλη και τον έρωτα
Να στήνουν χορό στους λαιμούς
Αχ όλα αυτά με φόντο σε πελώριους κήπους
Αχ μια χαριτωμένη κηπούπολις η Νικομήδεια
Και μέσα εκεί καυγάδες Εσπερίδων
Και ηλεκτρικά φανάρια διαρρηκτών.
VI
Αν επιστρέψουν κείνα που μέχρι χτες ακόμα μας βασάνιζαν
Τα διαβατάρικα πουλιά οι απογευματινές επιθυμίες αυτά τα ξερόκλωνα
Να πέσουν στη φωτιά μας που τη φυσάει ο νοτιάς απ’ τη μεριά της αγάπης
Αν μας αγγίσουν την ώρα που κοιμόμαστε χείλια πολυθρύλητα
Χείλια που δεν τους άφησε κρέας ο χρόνος κι όμως ιστορούν τα μεσάνυχτα το βιος τους
Και ταιριάζουν πιο πάνω τους τα μάτια και μέτωπο ρυτιδωμένο
Κι εμείς αγαπάμε να σκοτώνουμε κάθε μέρα κι ένα πουλί της ψυχής μας
Ώσπου να μείνουμε άδειοι
Χωρίς να ’χουν σημασία τα χρυσά χόρτα γύρω μας
Κι οι χλωροί θάμνοι
Που δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν άλμπουρα ούτε κρυψώνες ερωτικοί
Ούτε άνθρωποι πρόθυμοι να μας ακούσουν
Κάποιοι που παρομοίασαν τη σκέψη με αυγό που η σιγανή φωτιά το σμίγει με τον ουρανό
Και ιδού η σταλαματιά της ζωής
Ω εκείνοι που μ’ αγάπησαν αν επιστρέψουν
Αν επιστρέψει το στόμα έτσι όπως ήταν γεμάτο σιγανή φωτιά
Αν επιστρέψουν τα χέρια με τους ύπνους των
Τα μαλλιά τα πλεγμένα γύρω από το καλοκαίρι
Να μας εύρουν εδώ την ώρα τούτη που ο καθένας έχει μέσα του την απάντηση
Έτοιμη γυμνή σα γυναίκα που έμεινε πιστή τρία ή τέσσερα χρόνια
Διψασμένη σα μια παλάμη ξερής γης
Όλα ήταν έτοιμα οι δρόμοι γιομάτοι βήματα η θάλασσα παιχνίδιζε με το φεγγάρι
Οι γυναίκες πέφταν μες τον εαυτό τους σαν τ’ άστρα μες τη θάλασσα
Μερικοί μιλούσαν σαν έρημα σπίτια, άλλοι χειρονομούσαν όπως κάνουν
τα κρόσσια του νερού μες στα όστρακα
Κανείς δεν ζητούσε τίποτα κι όλοι μαζί θέλαν τον πόλεμο
Κανείς δεν θυμόταν ημέρες ευτυχίας μα όλων σταματήσαν της καρδιάς οι χτύποι
Πολλές φορές μοιάζαν τα καρδιοχτύπια με κομμένα πλαγιασμένα στάχυα
Θε μου τι θάνατος παραμορφωμένος
Κάθεται μαζί μας στο τραπέζι και καταβροχθίζει τα καλοκαίρια
Κι εμείς τρώμε τα απορρίμματά του
Όλα ήταν έτοιμα το χορτάρι ψήλωνε
Φυσούσε ο νοτιάς απ’ τη μεριά της αγάπης.
VII.
Στον Μανόλη Αναγνωστάκη
Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών
Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα
Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο
Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.
VIIΙ.
Αύριο πηγαίνω στην Κόρινθο, σκέφτομαι το λεωφορείο που θα φτάσει βαρύ
Από σήμερα βουίζει στην καρδιά μου η Κόρινθος
Έτοιμες κιόλας οι χαραμάδες
Κι ένα γαλάζιο φως καταμεσής βυζαντινού μπορντέλου
Πέντε πόρνες μαλώνουν ή χορεύουν
Μη μ’ αγγίσουν στο σώμα, καλά θα ’μαι κει γεμάτος ασπρίλα και μια μόνη σκέψη μου
Κυνηγημένη χανούμ στη βιά της να σπάει τα πιθάρια (ποιος φανταζόταν
Τόσα πουλιά στα πιθάρια) σκαρφαλωμένη στις οροφές των μουσείων
Αν αύριο δεν πάω στην Κόρινθο
Θε μου πώς θα ιδώ σακατεμένα τα χέρια μου
Πώς θα υποφέρω σ’ όλη μου τη ζωή τα γοτθικά καμπαναριά
Αύριο να φύγει τούτο το ταξίδι απ’ το πετσί μου
Να λυτρώσω το κορμί μου απ’ αυτό το ταξίδι
Να το τρίψω πάνω στον αγέρα όπως θαμπό μαργαριτάρι σε μάλλινο ύφασμα
Έτσι να φτάσω στην Κόρινθο μισός άνθρωπος μισός διαδρομή
Και στη μέση άγριο μελίσσι θυμωμένο.
ΕΞΟΔΟΣ
Να μη φύγει για το Λορέντζο Μαρκέζ
Να μείνει εδώ δεμένο το πλοίο VASCO
Να του αδειάσουν τα στάρια και τις ρέγγες
Και κείνους τους έξι τόνους φάρμακα της ευρωπαϊκής περιθάλψεως
Και τα μηχανήματα
Τότε το περίεργο τούτο κρανίο θα γίνει θέμα συζητήσεων
των αστυνομικών
Οι χαμάληδες θα πιουν τη ρετσίνα τους με σκέτες ελιές
Και θα ξεφλουδίζουν ένα κρεμμύδι
Δε θα υπάρχει συμφέρον, γι’ αυτό οι λεμβούχοι
Θα είναι κακόκεφοι και το βράδυ θα τους χτυπάει στα νεύρα η
σύζυγος και τα παιδιά
Τα παιδιά που δείχνουν πάντα προθυμία να κλάψουν
Πάρε αυτή την απόδειξη και τράβα στο Λιμεναρχείο
Να σου μονογράψουν την εκφόρτωση, μη σε πάρουν μυρωδιά
οι συνωμότες
Γιατί τότε θα γεννηθεί ζήτημα παραιτήσεως του προέδρου
Και τότε οι αργόμισθοι που μέχρι σήμερα πήγαιναν στην
εκκλησία
Κι άναβαν το κερί τους θ’ ανάψουν μια μεγάλη φωτά στο κράτος
Θα το μάθουν οι πυροσβέστες κι οι ανύποπτοι του δρόμου
Θα ρωτάν ποιο μέγαρο να κάηκε
Θα φρενάρουν τα ποδήλατα, τα τραμ θα σταματήσουν τα
γκλαν γκλαν
Θα αδειάσουν τα ουρητήρια
Και η γριά ακριβώς μπροστά στη ρόδα του λεωφορείου
Θα συνεχίσει το δρόμο τους κρατώντας πάντα στο ένα της χέρι
Τη μαρμελάδα
Ρωτάν μερικοί: μήπως θα ’πρεπε να ξαναφύγει το πλοίο
VASCO
Για το Λορέντσο Μαρκέζ;
Εγώ από πριν λίγη ώρα ήμουν εκεί
Υπολόγιζα τα χρήματα που θα εισπράξω
Το μισό δρόμο μέχρι το ταμείο
Τον έκανα πάνω στη μια γραμμή του τραίνου
Έπρεπε να μη σκέφτομαι τίποτα και να βλέπω
Κατ’ ευθείαν σ’ ένα μακρινό σημάδι, ήταν
Το μεσιανό παράθυρο της αποθήκης
Ύστερα αισιόδοξος κατέβηκα απ’ τη γραμμή και βάδιζα κανονικά
Σα στράτευμα κατοχής
Και τότε ήμουν ελεύθερος ν’ αποφασίσω για οτιδήποτε
Ένας εισπράχτορας είχε τα φερσίματα της γυναίκας του
Ο καθαρός του γιακάς και το σιδερωμένο του παντελόνι
Δίναν την βεβαιότητα ότι δε θα πεθάνουμε
Είναι κάτι λεπτομέρειες –αυτό λέγαμε χθες και με τον Κοσμά–
Που επιβάλλουν χωρίς αντίρρηση τη μοίρα μας
Το πλοίο VASCO
Το λιμάνι του Λορέντσο Μαρκέζ
Ο μισός του γερανός κι ο μισός του μέσα μας
Θεέ μου οι μικροπωλητές
Ρωσόφιλοι άλλοτε
Αγγλόφιλοι σήμερα
Ίσως αύριο ρουφιάνοι από ωριμότητα
Πουλάν σκόνες που γυαλίζουν όλα τ’ αντικείμενα
Και σταματάν τον οδοντόπονο
Να φύγει το πλοίο VASCO
Όχι να μη φύγει.
(από την συλλογή: Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ 1951-1953)
Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου