ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα
πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να
ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ
μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγά-
πη και άλλο πράγμα ο έρωτας’ άλλο η επιθυμία και άλλο η
λαχτάρα’ άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι’ άλλο τα σπλάχνα
κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που
-αλίμονο- τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που
ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ου-
ράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας
μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα
όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το
όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας
συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το
μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο,
αείζωο.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία
μας.
Ο μικρός ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου