Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαροπου έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα·απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμποςζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια: «Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σουκαμιά φορά προβαίνει στο πλευρό τουσαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύειμαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιοκαι πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέραπου άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πως αλλάζειτο πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιογυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει όποιος αγάπησε· στο φως των άλλωνο κόσμος φθείρεται· μα εσύ θυμήσουΆδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».Είπε, και πήρε το μεγάλο δρόμοπου πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα πέρα στα βούρλα. Το λυκόφωςθα ’λεγες για το θάνατο ενός ζώου,τόσο γυμνό.Θυμάμαι ακόμη·ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρωνόπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα, κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:«Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!»Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου