Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Γιάννης Ρίτσος-Ἐξήγηση



Ὤ, δέ θυμᾶμαι νἄμουν κ’ ἐγώ μικρός ποτές∙
σά γέρος παραλυτικός κρυβόμουν στὰ δωμάτια
διαβάζοντας βιβλία παλιά – πικρές τῶν σκιῶν ἀκτές –
κι ὅλη ἡ ζωή μου λίμναζε στὰ ἐκστατικά μου μάτια. [...]

Σὲ μουσικὴ ἀνταπόκριση βομβοῦσε μου ἡ καρδιά
κ’ ἤθελα, θέ’ μου, νὰ χαρῶ, νὰ ζήσω, ν’ἁμαρτήσω,
μὰ ἔφερνε δάχτυλο σιωπῆς στὰ χείλη μου ἡ βραδιά:
νὰ βάλω ἱμάτια προσευχῆς κι ἁβρά νὰ γονατίσω...

Στὸ σπίτι μας ἡ μάνα μου τριγύριζε βουβή,
κλεισμένη μές στὸ δράμα της, μασῶντας τὸ λυγμό της∙
ἀπ’ τὴ ματιά της ἔπεφτε νέφος παντοῦ μαβί
κ’ ἔπλεε στὶς κάμαρες θολή θανάτου ἐπισημότης.

Μὲς στὴν καρδιά ἑνα φέρετρο κρατοῦσε μυστικό –
δέν ἔμαθα ποιανοῦ νεκροῦ τὰ κόκκαλα φυλάττει∙
τὸ στόμα της τὸ ἐπιεικές ἀνθοῦσε εὐγενικό
κ’ ἑνὸς θρύλου τὴν κύκλωνε τὸ γυάλινο παλάτι.

Ὁ ἥλιος πάνω στὰ τζάμια μας τσακίζονταν χλωμός,
γέμιζαν οἱ καθρέφτες μας τὴ σκόνη τῆς μητέρας,
καὶ στὸ κατῶφλι πρόβαινε, σά χάρος, σά λοιμός,
ψηλός, ὡραῖος κι ἀλαζών, ὁ δύστροπος πατέρας. [...]

Ὅταν βροντοῦσε στὴν αὐλή, στοὺς δούλους, προσταγές,
πίσω ἀπ’ τὰ βελουδένια στόρ σὰ γάτα μαζευόμουν,
στ’ ἄλλο δωμάτιο ἀκούγοντας τῆς μάνας τὶς κραυγές –
κι ὦρες τὸ πέλαο βλέποντας ἔκλαια κι ὠνειρευόμουν... [...]

Ὄλοι τὸ χάδι ζήταγαν... κι ὅμως ποτέ κανείς
δέ χάιδευε, καὶ σάπιζε στὰ στήθια ἡ τρυφερότης∙
ὑψώνανε τὰ κάγκελλα τῆς ἴδιας τους ποινῆς
κ’ ἦταν περήφανη ἡ ματιά στὸ δέσμιον ὄνειρό της. [...]

Τὶς καλοκαιρινές βραδιές, τῆς θάλασσας οἱ ἀχοί
ἀπ’ τ’ ἀνοιχτά παράθυρα περνοῦσαν στοὺς κοιτῶνες
καὶ μια ἀσημένια ἀνταύγεια – τοῦ ἀπείρου πρᾶα ψυχή –
ἔλυωνε τῶν ἐπίπλων μας τοὺς μαύρους παγετῶνες∙

καὶ τότε ἡ θλίψη τῶν ἐτῶν, σὰν ἄνθος ποὺ μαδεῖ,
διαχύνονταν στῆς πένθιμης κιθάρας τὴ μαγεία –
ὅλων ὁ πόνος ἔπαλλε μαζί σὲ μιά χορδή
κι ὅλοι κατάπιναν δειλοί μιὰ ὡραῖα ὁμολογία.

Δέν ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ κρύο ἀμπρί∙
ἔμεναν οἱ ὧρες τῶν σκυφτές σὲ ἀρχαίου ναοῦ στασίδια,
κ’ ἔξω πολυέλαιοι ἀστεριῶν φωσφόριζαν λαμπροί
καὶ τρίζαν ἄνθινοι χυμοί στὰ θερινά στασίδια.

Τείχη παρεξηγήσεων τοὺς ἔχτιζε ἡ σιωπή
– μ’ ἕνα παράπον’ ὅλοι τους, ὅλοι μαζί καὶ μόνοι –
μ’ ἀξιοπρέπεια ἔκρυβαν τῶν πόνων τὴν ὀπή
κ’ ἔβλεπαν ἀδυσώπητα τὸν ἴσκιο νὰ σιμώνῃ...

Τ’ ἀνάκτορα ἔζωσε καπνός κι ἀκρίδα τοὺς καρπούς –
ἄνοιξε ὁ φάντης εὔκολα τὴ θύρα στὴν πενία
ἡ ἀρχοντική παράδοση ποὺ φύλαγε ὁ παπποῦς
γινόταν μάσκα εἰρωνική στὴ σημερνή ἀγωνία...

Θε’ μοῦ, χαθῆκαν ὅλοι τους! [...]
...Κράτησα ἐντός τὸ φέρετρο τῆς μάνας μου ἀνοιχτό
καὶ τοῦ πατέρα τὴν ψυχρή βραχώδη ἀλαζονεία... [...]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου