Ένα τριαντάφυλλο έσβυνε ευωδιάζοντας
πάνου στα πονεμένα σου τα στήθη
το βράδυ που ξανάρθες μόνη, τρέμοντας,
κι' ο πόνος σου σε ρόδα αποκοιμήθη.
Το βράδυ που ξανάρθες, αφού εζήτησες
μάταια, γελώντας ψεύτικα, τη λήθη,
ένα τριαντάφυλλο έσβυνε ευωδιάζοντας
και σ' ευωδιές η θλίψη ελησμονήθη.
Και συλλογίστηκα άφωνος πως ήσουνα
και συ χλωμή μου, κάποτε ένα ρόδο.
Κάποτε... κάποιαν Άνοιξη πως ήσουνα,
θλιμμένη μου, ένα ρόδο...
Και μου έταξες πως ρόδα θα ξανάφερνες...
μα ήρθες αργά, κ' εσίγησε η χαρά μου
κι' εστάλαξαν τα δάκρυά μου: δροσιά στα ρόδα που έσβυσαν
και δε θα ξανανθίσουν στην καρδιά μου...
[δημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο Ι. ΣΟΣΤΙΡ, στο περ. "Εβδομάς", έτος Γ'. αρθ. 128, 20 Μαρτίου 1930]
Γιάννης Ρίτσος, Πρώιμα ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Γιώργος Ανδρειωμένος, Κέδρος, 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου