Ο πρώτος στίχος
Aλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρόμου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιον
αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζεις πιο αληθινά –
Πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με την ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφίτα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο….
αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζεις πιο αληθινά –
Πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με την ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφίτα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο….
Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
Σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
Σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Φύλλα ημερολογίου
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Αλλά καμία φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
Στον παράδεισο-
Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
Της νιότης μου
Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
Ένας τον άλλον –
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Αλλά καμία φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
Στον παράδεισο-
Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
Της νιότης μου
Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
Ένας τον άλλον –
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας τους μόνο ένα κόσμο,
Κι όταν πεθάνω θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα
Ημερολογίου
Για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μείνει από μας να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας
Ένα μικρό μη με λησμόνει
Κι όταν πεθάνω θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα
Ημερολογίου
Για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μείνει από μας να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας
Ένα μικρό μη με λησμόνει
Το υπόγειο
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
Καντάτα
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ᾿ ένα απ᾿ αυτὰ τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντὶ να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ᾿ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλὰ άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιὲς
— ακούς εκεί διαστροφὴ να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ᾿ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτὸ της απ᾿ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτικὴ πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
Πηγή: https://meanoihtavivlia.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου