Σὰν ἀλαργεύουν ἀπὸ μὲ γεμάτοι τρόμο οἱ γάτοι
θαρρώντας ποὺ ἀπαντήθηκαν μὲ φοβερὸ διαβάτη
ἂς ἦταν, Θέ μου, δυνατὸ νὰ βγοῦνε ἀπ᾿ τὴν ἀπάτη.
Ὁ ἴσκιος ποὺ τρέχει νὰ χαθεῖ παράμερα τοῦ δρόμου
μέσ᾿ στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα ποὺ πάω στὸ φτωχικό μου
νὰ τὄξερε τί ἀνάξιος ὁποὖμαι τέτοιου τρόμου!
Μὲ τῶν προγόνων τους θὰ ζοῦν τὰ θολωμένα φρένα
καὶ τρέμουνε τὸν ἄνθρωπο τὰ ζῷα τ᾿ ἀγαπημένα
ἴσως κι ἐγώ, σκληρὸ παιδί, νὰ τἆχα ἀδικημένα.
Μὰ τώρα ποὔχω μέσα μου ἐλέους κι ἀγάπης βρύση
πολλῶν ψυχῶν τὰ κρίματα μποροῦσε νὰ τὰ σβήσει
στῆς γάτας τὸ γουναρικὸ τὸ χάδι μου ἂν γλυστρήσει.
Στὴ μοναξιά μας τὴν ἱερὴ καὶ τὴ βαθειὰ ἡσυχία
ὅταν ἐκείνη ἀργοπατεῖ στὰ μάταια τὰ βιβλία
δὲν εἶναι ἡ σιωπή μας νοῦς, ὁ λόγος ἀνοησία;
Βουβὴ ἡ ἁφή, μὰ νόημα κι ὑπομονὴ γεμάτη
χαϊδεύοντας τὴ ράχη τοῦ γυρτῆ, ἁπαλή, χνουδάτη,
μιλεῖ τοῦ ζῴου γιὰ τὴ φριχτὴν ἀνθρώπινην ἀπάτη.
Ἂς ἦταν ἡ ἀσημότερη κι ἡ πιὸ κυνηγημένη
στὸ κρύο! τὴ νύχτα! ἀπὸ στενὸ σοκάκι μαζεμένη
ἀπὸ τὶς δοῦλες καὶ τὶς γριὲς ἀναθεματισμένη
ἀπὸ τὸ πετροβόλημα παιδιῶν φοβερισμένη
γιὰ ζεστασιά! γιὰ μίλημα! γιὰ χάδι πεινασμένη
αὐτὴ ποὺ θάτανε γραφτὸ νὰ κάμω εὐτυχισμένη!
Ζαχαρίας Παπαντωνίου ( 1877 -1940 )
(ἀπὸ τὸ Νεοέλληνες Λυρικοί, Βασικὴ Βιβλιοθήκη 29, «Ἀετός» A.E., 1954)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου