ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Ι
(φάντασμα αγάπής)
Είδα τις πράξεις μου να χορεύουν σ΄ ένα ακρογιάλι.
Να ποιο είναι το ξίφος, είπα της σκευωρίας. Μη
Μαστιγώνεις το φάντασμα των μαύρων νερών μην
Κλείνεις τα μάτια στη διαυγή επιφάνεια πάνω από τη
Βυθισμένη πολιτεία. Μη αρνηθείς τη γλώσσα που
Μιλιόταν παλιά. Μην ακολουθείς τη λαίλαπα, το
Σκοτάδι την ξηρασία. Μες στο νερό ακολούθησε τον
Ουράνιο πατέρα που αποκτά το αίσθημα όταν
Κρυστάλλινο δέος δονεί.
ΓΕΛΙΟ
Στην ταφόπετρα δεν θα αναφέρουν την αιτία.
Κατάλευκη σαν εκείνη θα πεταχτεί με βόγκους
Ανακατεύοντας χαλίκια και χόρτο. Η άνοιξη θα
Κομματιαστεί και το τσιμέντο θα χάσει τη δύνάμη του,
( η αναχώρήση της κάνει οριστική την απώλεια της
σταθερής αιτίας)
Είναι άγρια όλ’ αυτά, αγρία και σκληρά. Προχωρούσε
Δίχως να στρέφει το κεφάλι και εγώ ακολουθούσα με το
Βλέμμα: η πλάτη της καθρεφτιζόταν στο τζάμι.
Ανησυχητικά αδιάφορη η ουράνια αδελφή αποδείκνυε
Με τη στάση της πόσο άχρηστες είναι κούραση και
Αγάπη.
ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Πρωί είδαν την αιθέρια ύπαρξη να αιωρείται
Η αποσύνθεση καιροφυλακτούσε όμως – τι δυνατή
Που είναι βρεφική πίστή- έπεσε ολοζώντανη
Στην αγκαλιά μου σπάζοντας το σχοινί. Ποτέ δεν
υπήρξα τόσο συνειδητά χριστιανή ώστε να μην
αηδιάσω με τον καταρράχτη της μύξας που έλούσε
το πρόσωπό μου. Κωδωνοκρουσίες και λαμπρά
άσματα επιβεβαίωσαν την ισχυρή θέληση. Η κίσσα
με το τραγούδι της Δε θα βοηθούσε την ψύχή μου
να κοιτάξει τα πράγματα διαφορετικά;
Στις καστανιές είχε ωριμάσει ο καρπός, όμως
Η ομοιοκαταληξία και χίλιες δυό αντιστάσεις μας
Έσερναν προς το θέατρο των εξομολογήσεων.
Στον αδηφάγο χώρο δύο δωμάτιο είναι πολλά, τίποτα
Δεν αρκεί.
Μικρόνοια η τιμωρία. Αν εσύ είσαι εγώ τι ψάχνω
Στη διάσταση που αγνοώ;
Η ΧΟΡΩΔΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Ξύπνησα νύχτα. Ο αχός από το απορριμματοφόρο αν και ξηρός οξίδωσε την ακοή μπέρδεψε ακόμη πιο πολύ τα όνειρα, όμως σε κείνο ακριβώς το μέρος του σπιτιού δεν ξύπνησε κανείς. Η αύρα είχε κατακτηθεί με τρόπο μοναδικό και η τεχνολογία της μνήμης αντιμετώπιζε με εξαιρετική επιείκεια το κόλπο των χοίρων. Γύψινα αγάλματα σκοτείνιασαν την έκφραση του ρύγχους. Ματωμένες προβιές, οπλές λασπωμένες, πολύχρωμα οπίσθια. Απ’ τον σωρό των σκουπιδιών βγήκες εσύ ανατέλλοντας με τη διττή σου υπόσταση, με ό,τι εντέλει προσδίδει ουσία στο ψάξιμο του ανθρώπου. Μελωδίες ακούστηκαν από παντού. Σωροί, σωρός από χώμα αλλά κατάξερη γη. Άκαρπη η αναζήτηση. Φωνές, κραυγούλες χαρούμενες –τι τραγουδάκια- συγχρωτισμός των βελασμάτων με τα μουγκρητά.
Φοβερό της αυγής ναυάγιο.
ΕΤΣΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΣΑΡΚΑ
Με τα πόδια κλειστά σε στάση προσοχής πριν
Αρχίσουν τους ύμνους τα αιλουροειδή
Και οι σαύρες
Στα μικρά πιάτα τους κρατήσουν για τις ίδιες τον
Τελευταίο χορό.
Με την πάλη των σιωπηλών ιερέων που δεν έχουν
Αποφασίσει αν τα χρυσαφένια απογεύματα είναι για
Έρωτα ή προσευχή.
Κοιτάζω να τελειώνει δυσοίωνα το φάσμα των
Κουρασμένων λεγεώνων
Άκουω το ποδοβολητό των μικρών ζώων και τη μανία
Να ξεφεύγει από τη μάνα των γηρατειών.
ΕΙΚΟΝΑ
Εδώ κατάκτησε τη βρεφική αύρα
Βγαίνοντας από το σοκάκι
Στο ανοιχτό χώρο
Ως το άδειο τάφο που
Ακτινοβολεί
[ΑΤΙΤΛΟ]
Τι θα’ θελα
Τώρα που αρχίζει
Το θανάσιμο ποίημα
Και η αρχή κομματιάζεται
Σαν εκείνο που ψάχνει
Τη νύχτα
Με θαλάσσιο φως;
ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ
Κρίμα για κείνον στον έρωτα
Ακροβατούσε στη θάλασσα
Ενώ τα σπυριά του κακού μεγάλωναν
Απ’ της γιατρειάς την αρμάδα αρπάζοντας
Το στίγμα του αστείου καλού.
Στάσου έξω απ την πόρτα
Η καρδιά μου το σώμα κομμάτιασε
Στο μυαλό μπήγονται οι δείκτες
Των ηλιθίων ωρών
Κι όσα αργά κινούνται οι αναβάτες του κύματος
Τόσο αγρία ερωμένοι και ερωμένες μιλούν.
Προχώρησε γρήγορα ως το ορθάνοιχτο σπίτι
Εκεί στοιβάζονται σκουριά και δεσμά
Και από φόβο –όχι θλίψη-
Δέχεται η Τύχη αλήτες στα ανοιχτά της πλευρά.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Μία το μεσημέρι
Α., το μαγαζί ήταν ο προάγγελος του Ιδρύματος. Η αυτοκρατορία του καφέ, τα αποσυντεθειμένα μόρια που γεννιόνταν από το βουητό των ταβλαδόρων, με μεταμόρφωναν σε αντικείμενο της πιο άδολης τρυφερότητας. Ο ταμπής μου ‘ δινε νερό, ο Συνεταίρο κάστανα, το βασίλειο της πρέφας σκήπτρο είχε το αστερώδες κορμί του πατέρα. Μα είναι αδύνατο να ξεφύγω απ’ αυτή τη μνήμη: εκείνος επέστρεφε αργά γιατί η κρυψώνα του επικοινωνούσε με την υπόλοιπη Αθήνα, ο λαβύρινθος διακλαδιζόταν από τη Βύσσης έως την Πανεπιστημίου, από Βάθης μέχρι Δεκελείας και πάλι από την αρχή, Ασκληπιού και Φωκυλίδου. Με τέλεια ανεπτυγμένη την αίσθηση του προσανατολισμού πεταγόταν ως την επιφάνεια της Σταδίου για να αναπνεύσει. Δεν υπάρχει πεζοδρόμια που να μην έχει δοκιμάσει τον ιδρώτα του, υδρορροή που να μην έχει πιει από τις δικές του σταγόνες. Από πού έβγαίνε, πως έμπαίνε στη χοάνη, πότε ξεκινούσε τη μοιράια διαδρομή, όρθιος πάντα, έχοντας υποστεί τις συνέπειες μιας από τα πριν χαμένης ντάμας.
ΩΔΗ ΣΤΗ ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ ΒΗΤΑ Δ.
«Μέχρι τα γόνατα στο ακίνητο νερό
σε ποια γλώσσα να αρθρώσω Μη
Αφού από δικό μου σφάλμα βρίσκομαι εδώ».
Το καταλάγιασμα του φόβου αποτελεί τη συνέχεια της ευθείας στο σημείο που συναντά την εφαπτομένη με το μυστήριο. Η λάσπη, δέσποινα του οικείου, είναι υπεύθυνη για τα αδύνατα θεμέλια του κελιού. Το κύτταρο άλλαξε πορεία καθώς γυρνούσαμε στο πατρικό. Δεν ήταν χειμώνας ούτε άνοιξη, πάνω μας έσταζε το πράσινο υγρό-
Σώπασαν όλα. Ακίνητη στο βάλτο αναπνέω άκουω τη μουσική που σ’ ένα μέρος του μυαλού ασφυκτιά. Άφαντη πάψε! Ανάλαβες να ενεχυριάσεις όρνεα μ’ αντάλλαγμα στερεοποιημένη άλμη, ήχο από κροτάλισμα που η άπνοια των αντιθέσεων έφερε ως εδώ.
ΤΙΜΩΡΗΜΕΝΟΙ
Η αποκάλυψη της προδοσίας σήμανε το τέλος του κόσμου για την ευγενική δασκάλα. Τρεις από τους μαθητές, όχι οι πιο αγαπητοί, από κείνους όμως που ποτέ δεν θα ενέπνεαν την υποψία, ήταν οι εμπνευστές της κακόγουστης φάρσας, τυχαία ολωσδιόλου τυχαία συνέβησαν όλα. Η ομολογία της συνωμοσίας, οι διαμαρτυρίες, ο λυγμός όσων ξεκινούσαν την ημέρα με το στίγμα του Τιμωρημένου:
Των Τιμωρημένων που η καρδιά επαναστατούσε
Ενάντια στο χλομό φως,
Εκείνων που ο Ισημερινός συναντούσε τον άγνωστο
Τροπικό Δέλτα
Εκείνων που η εκπομπή αερίων πρόσβαλε την
Αραχνοΰφαντη ιδιοσυγκρασία
Και η ενδυμασία απαιτούσε τον οφειλόμενο σεβασμό
Στα ρακή,
Όσων τα κάγκελα στα ολοστρόγγυλα παράθυρα
Επιβεβαίωναν την αλητεία
Και το άλγος έβρισκε παρηγοριά στο στόμα,
Εκείνων που ο έρωτας αναπαρίστατο με λεπτότατες
Διατροφές,
Οι τελετές αντικείμενο είχαν τη λατρεία
Η μυστική ανάγκη για επιβίωση συναντούσε το όργιο
Της αστραπής
Οι διάδρομοι δεν εξυπηρετούσαν παρά τα σπηλαιώδη
Κρησφύγετα
Το υπόγειο υπήρχε ακόμη
Η απαλλαγή επινοούσε το παιχνίδι με το περίστροφο
Η παιδική αφέλεια δεν σχετιζόταν με την αδιαφορία
Η παιδική αφέλεια δεν σχετιζόταν με την αδιαφορία
Η καρδιά χτυπούσε δυνατά, και ξεκάθαρα από τους
Χτύπους της σχηματιζόταν η λέξη ζωή.
Όσων η ποινή περιοριζόταν σε απλή επίπληξη,
Όσων η τιμωρία κρεμόταν από τα χείλη μιας
Απρόσωπης νεανικής μνήμης
Και η μνήμη δεν ζούσε με τους πεθαμένους αλλά
Βασίλευε στη χώρα του Σύρτη,
Όπου ο ποταμός της αγάπης απέκλειε παράφορα τις
Όχθες
Οι στενές παραλίες θυμίζουν λίμνη
Το γλυκό νερό αγγίζει την ακτή
Και υπενθύμιζε ότι μαντεία υπήρχε.
Όσων το σώμα σήμαινε την τιμωρία,
Τιμωρία που δεν ήταν παρά ένα αναποδογύρισμα του
Χρόνου που
Μέσα του περπατούν όσο γίνεται πιο αργά ολόλευκες
Μάγισσες
Όσων τιμωρημένων ο σαρκασμός ξεπερνά τον πόνο
Του Δασκάλου
Που μισεί
Το χιόνι
Και κάθε χώρα
Στη χώρα που καλύπτει.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.2004
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Θάναι ψέμματα αν πω ότι προσπάθησα, συλλογίστηκε ο καταραμένος. Ένα ψέμμα όμως – τι είναι ακόμα το ψέμμα. Η αλήθεια είναι ότι η αλλαξιά του εαυτού μου ήταν απότομη και Πα- ρο- δι- κή. Όταν σκέφτομαι είμαι ευτυχισμένος. Και αυτό το πέτυχα. Έχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο ξημέρωμα Χριστούγεννα; Δεν έχετε περπατήσει ποτέ σε πάρκο τα Χριστούγεννα. Η μόνη ευχάριστη διαπίστωση: όλα είναι κλειστά.
Εννοώ κλειστά. Και μένα που μ’ αρέσουν οι υποκλίσεις και τα τερτίπια, χαμογελώ στον εαυτό μου στην πόρτα μιας κρυστάλλινης βιτρίνας κρεοπωλείου. Γιατί τα έχουν στο αίμα τους την πρωτοτυπία, και ο κόσμος είναι χαρούμενος τις παραμονές… Εμένα μ’ αρέσει να προσκυνώ. Δε τα βάζω με κανένα. Αγαπώ τους τυράννους και θέλω να γεννώ παίδια στις χαρές των γιορτάδων. Όμως η μουσική – με τραυμάτισε σαν την ομίχλη. Δεν αντέχω άλλες συγνώμες κατά του ειδώλου – κατά της συγνώμης. Στήθηκα στην απάθεια παθαίνοντας. Χωρίς σκόνη. Πέρασα μέσα απ’ το βουνό με αισθήσεις. (συγχωρέστε)
Ποίηση 67-72,1972
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Χρόνια πριν, σε μια ηλικία που δεν ήταν παιδική αλλ’ ούτε και ώριμη, βρήκα την ρομαντική μουσική να σφάζει τα δέντρα. Έπιασα τότε τον έρωτα στα δάκτυλά μου και τον συνέτριψα. Μετά προσπάθησα να εξαφανίσω όλων των ειδών τις ευαισθησίες. Δεν βρήκα καμιά αγάπη – ευτυχώς. Η ζωγραφική μου τάραξε το αίμα΄, κι αυτό για λίγο, προτού διαβάσω τα’ αριστουργήματα της χλόης. Χάρηκα χάρηκα τη μεγαλοφυία και το θάνατο. Κι όταν κουράστηκα να πονώ δεν ήρθε η σιωπή ή κανένα εξωτικό πλάσμα ν’ αποχαιρετήσει το ελληνικό χειμώνα. Ο Τετιμημένος και ο Ύπνος είχαν ξεκινήσει για καλύτερες εποχές.
Η παρακμή του Ερώτα,1976
ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΒΕΡΕΦΟΝ ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΣΟ
Δεν είμαι νέα πια άλογό μου, γι’ αυτό, όταν πετάς πολύ ψηλά, οι φτέρνες μου αγγίζουν τα πλευρά σου σιωπώντας: Τι έχουν να που τα πόδια μου, αφού το σώμα σου αιχμαλωτίζει τους μηρούς μου; τα δάκτυλά μου, όμώς, συστρεφόμενα, χαϊδεύουν τον λαιμό σου με την απίθανη οργή μίας βιασύνης. Στον κόσμο των θηλαστικών, επιθυμία μου είναι η άσπονδη φιλία των ανέμων. Τα πέλματά μου πάλι, γυρεύοντας την μύτη, ανηφορίζουνε το μέτωπό, λέγοντας στα μαλλιά σου ‘σταματείστε!’ Δεν ξέρω αν μπορεί ν’ αγαπηθεί η άδηλη αναπνοή των παρειών σου. Εγώ ποτέ δεν ίπταμαι, γιατί έχουν πει πως μένοντας στην γη, οφείλω την δική σου ηδονή συν την ανατριχίλα των μαστών μου.
Θάλασσα! Θάλασσα! Εγώ που έτσι έχω φτιάξει την ζωή μου, γιατί έτσι πρέπει να χαθώ – από ψηλά κοιτάζοντας τους πύργους;
Ο ύπνος,1982
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ
Μητέρα, αν αποφάσιζα ν’ ανοίξω το βαθύτερο λάκκο θα ‘ φενες παπαρούνες; δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Η μουσική της μεληδόνας με πήρε στο χορό των ζωγράφων. Οι άγγελοι που ακολουθούσα με παρέσυραν, κι αφού εξευτέλισαν την καλοσύνη παρουσίασαν το θεό μου να κοιμάται στον ώμο εκείνου του ποταμού.
Μέρες ηδονής,1990
ΜΥΗΣΗ
ΟΥΤΕ ΓΚΑΣΜΠΑΡΑ ΣΤΑΜΠΑ ούτε καν μία Μαρίνα έτσι όπως ανοίγει τις εξώπορτες των πορνείων, στείρα, ν’ ακούσει τις ιαχές της γονιμότητας. Μέρες του χασισέλαιου, νύχτες του τρυπημένου πνευμονιού, ο μολυσμένος άντρας κοιμάται αμέριμνος δίπλά της, Αμετάκλητα έκτος αφού η ιδιότητα του ποιητή προϋποθέτει δστην εξοικείωση με τη σύγχυση. Όμως
Απαίσιο, το καθετί παρέμεινε και μετά το τέλος το ίδιο απαίσιο, Ψίθυροι όπως «Προσευχήσου για μένα» έπαιρναν τη θέση της εξομολόγησης, το μερίδιο της μάχης στο χαράκωμα της λεωφόρου. Ανέβαινε ασθμαίνοντας τα σκαλιά. Κάπου κρυβόταν ο τρελός σύζυγος ίσως στο τέρμα του δρόμου που κάποτε αγάπησε μιαν άλλη. Χειμώνας, για να υπάρξει έπρεπε τη μόλυνση να ακολουθήσει η διαφθορά. Όμως ακόμη κι αν ομολογούσε ότι με τη δική της θέληση ασελγούσαν στην ψυχή της, έπρεπε γι’ αυτό για πάντα το σώμα της να χάσει;
Άγρια Αγγελική Φωτία,1997
Πηγή: Ποιείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου