Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ, γι’ αυτούς θα σου μιλήσω
Σαν άνθρωποι γεννήθηκαν, μα δίχως να το ξέρουν
γινήκαν όχθες ποταμού, πιο κάτω θα εξηγήσω
Τα όνειρα τους τα `τρωγε της φτώχιας το σκουλήκι
Τα βράδια μάτια ορθάνοιχτα, η χώρα της ανάγκης
απλώνει το βρωμόχερο, ζητά μπροστά το νοίκι
Θέλει μπροστά το νοίκι
Κι έρχεται η στιγμή, που λες, να φύγουν κι ό,τι γίνει
κι αν όπως τρέμεις το χαμό σε λυπηθεί το κύμα
στη Λαμπεντούζα βρίσκεσαι, ή και στη Μυτιλήνη
Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ, το βάσανο του δρόμου
Παντού συρματοπλέγματα, μα αλήθεια ποιος πιστεύει
πως με τα φράγματα κρατά την ώσμωση του κόσμου
Ελλάδα, χώρα της ντροπής, και γι’ άλλους κρύο σπίτι
ξέχασες που `ναι ιερό το βλέμμα του ικέτη
Τώρα πια οι μισάνθρωποι σε σέρνουν απ’ τη μύτη
Σε σέρνουν απ’ τη μύτη
Η ξενιτιά είναι βάσανο, κι άμα δε βγάζεις άκρη
για ρώτα τα τραγούδια σου, εκείνα της Καρπάθου
και τα’ άλλα τα ηπειρώτικα, που φέρνουνε το δάκρυ
Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ έχουν καρδιά μεγάλη
Βλέπουν το τραίνο να `ρχεται και δίχως να το νιώσουν
γίνονται όχθες και κυλά της ανθρωπιάς ποτάμι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου