Μερικές φορές αναλογίζομαι τα άσχημα όνειρα που με ξυπνάνε νυχτιάτικα και δεν είναι λίγα. Ένα όμως επανέρχεται συχνά τα τελευταία χρόνια κι ας είναι ριζωμένο στο χωριό, κάπου πριν την εφηβεία μου. Θαρρώ, μέσα στον ύπνο μου, ότι ακούω τις καμπάνες του ΄Αι Γιώργη και του Απόστολου Θωμά να χτυπάνε. Συναγερμός! Καίγεται το βουνό!
Όταν βρίσκομαι μακριά από το χωριό μου η γενική εικόνα που έχω γι αυτό δεν είναι τα σπίτια, οι γειτονιές, η πλατεία. Αυτά μπορείς να τα συναντήσεις σε οποιοδήποτε χωριό. Είναι η αίσθηση ότι το χωριό ανήκει στο βουνό. Είναι ταυτισμένο με το βουνό. Χωρίς το βουνό ίσως και να μην υπήρχε.
Στο προσφυγικό μας σπίτι, από τα μεγάλα παράθυρα σε κάθε δωμάτιο, αντικρίζω μια διαφορετική όψη του Παγγαίου. Άλλοτε στιβαρό και σοβαρό, άλλοτε μουτρωμένο και σκεπασμένο από ομίχλη και άλλοτε βυθισμένο σε μια χρωματική πανδαισία όλων των αποχρώσεων του καφέ και του πράσινου.
Καθώς το χωριό ανηφορίζει, ξεκινώντας από τον κάμπο και αφού καβαλήσει τους πρόποδες του βουνού, καταλήγει στα ριζώματα των λόφων που το περικλείουν. Σε κάθε λόφο βρίσκεται χτισμένο και ένα εκκλησάκι προσκύνημα και αγίασμα μαζί.
Δεν υπάρχει σημείο που να σταθείς και να μην βλέπεις το Παγγαίο. Η χαρισματική τοποθεσία του χωριού σε κάνει να πιστεύεις ότι βρίσκεσαι στην καρδιά του βουνού και ας κατέχει το χωριό μία πλευρά του μόνο.
Από τον βουνίσιο όγκο ξεφεύγει ο λόφος με το κάστρο. Απλώνεται σαν μια μικρή χερσόνησος προς τη μεριά του κάμπου, έχοντας στην απέναντι μεριά πεδιάδας την ακρόπολη των Φιλίππων. Ο λόφος διατρέχει την ανατολική πλευρά του βουνού, κάπως ανυπάκουα θα έλεγα, αλλά χωρίς να αποσπάται από τα σπλάχνα του Παγγαίου. Αυτός ο λόφος κατεβαίνει κυριολεκτικά μέσα στο χωριό.
Στην κορυφή του υψώνεται το κάστρο του Μεγαλέξανδρου και ανάμεσα στα τείχη ξεφυτρώνει το εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Η θέα από την κορυφή των ετοιμόρροπων επάλξεων είναι συγκλονιστική. Ατενίζεις ολόκληρη την πεδιάδα των Φιλίππων με την κεφαλή του Βρούτου στα δεξιά, στο βάθος διαγράφεται το Φαλακρόν Όρος, μόνιμα φαλακρό και χιονισμένο, ενώ πίσω και περιμετρικά απλώνεται το Παγγαίον Όρος ιδωμένο από διαφορετική γωνιά και υψόμετρο.
Για να φτάσεις στο κάστρο πρέπει να διαβείς ένα στενό μονοπάτι φραγμένο από αγριοπούρναρα. Πληγώνεται το δέρμα, σχίζονται τα ρούχα σου όμως αξίζει τον κόπο η ανάβαση και το λαχάνιασμα. Πριν την κορυφή, πάνω στην ράχη του λόφου, ξαποσταίνεις σε ένα πλάτωμα. Εκεί, πριν από χρόνια, είχανε φτιάξει μια καλύβα, ένα σκέπασμα ανοιχτό στους αέρηδες. Τέσσερις ξυλεμένοι κορμοί δένδρων στήριζαν την καλαμένια σκεπή.
Αυτή η λιτή-ομηρική- καλύβα έγινε παρατηρητήριο για τον φόβο των πυρκαγιών. Μόλις πλησίαζε το καλοκαίρι άρχιζαν οι βάρδιες και οι επιτηρήσεις. Κάθε οικογένεια από τον Ιούλιο μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου είχε την υποχρέωση να στέλνει ένα μέλος της (μία και δύο φορές την ίδια εποχή) για να φυλάει το βουνό. Την σειρά την κανόνιζε η Κοινότητα. Απλώς η οικογένεια αποφάσιζε ποιος θα στεκόταν, όλη μέρα, μέχρι να πέσει ο ήλιος κάτω από την καλύβα. Συνήθως μόνον άνδρες, ο πατέρας ή ο μεγάλος αδελφός της οικογένειας, ανέβαιναν για αυτό τον σκοπό. Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει για καμιά κοπέλα..
Όμως τον Ιούλιο και τον Αύγουστο έπαιρνε φωτιά και ο κάμπος -από τη δουλειά βέβαια... Τα καπνά τα μάζευαν πολύ πριν το ξημέρωμα και το «μπούρλιασμα» δεν τελείωνε παρά αργά το απόγευμα. Μπορεί όλες οι οικογένειες να συμφωνούσαν να στείλουν κάποιον για την φύλαξη του βουνού όμως προτιμούσαν να είναι κάποιος που η απουσία του δεν θα κόστιζε σε εργατικά χέρια
Εκείνο το καλοκαίρι με ξύπνησε χαράματα ο μπαμπάς (πόσο χρονών να’ μουν; Δώδεκα; Δεκατρία; Αμούστακος πάντως.) Στην τετραμελή μας οικογένεια ήμουν ο μεγάλος αδελφός. Ο πατέρας μου μού είπε πως ήταν η σειρά μας για την καλύβα. Έπρεπε να ανέβω. Είχε έρθει η ώρα μου.
Πήρα μαζί μου ψωμί, τυρί, λίγα σταφύλια και ένα παγούρι νερό. Κανείς δεν με ξεπροβόδισε. Οι δικοί μου έφυγαν βιαστικοί στα χωράφια. Έστριψα πίσω από τον προσφυγικό μαχαλά και βγήκα στο Δασαρχείο. Το Δασαρχείο ήταν ένα χαμηλό κτίσμα με τρία δωμάτια Το σπιτάκι βρισκόταν στην άκρη του χωριού, ανάμεσα στα πεύκα, τα λιγοστά πεύκα του χλοερού δάσους και στον αυλόγυρο έβοσκε μόνιμα ένα θεόρατο άλογο και τριγύρω έβλεπες σέλες πεταμένες, ένα με το χώμα.
Ο δασοφύλακας, ο κυρ’ Γιάννης, με καλημέρισε σοβαρός. Είχε περασμένα στο λαιμό του τα κιάλια με τα οποία επόπτευε τα βουνίσια λημέρια. Όμως δεν έφτανε ένας άνθρωπος για ένα σύμπαν βουνά! Τόσες χαράδρες, τόσοι λόφοι, τόσες απόκρημνες πλαγιές και ρεματιές!
«Τα μάτια σου ανοιχτά!», μου είπε. «Μόλις δεις φωτιά να γίνεις καπνός».
Από την καλύβα μέχρι το δασαρχείο είναι ένα τέταρτο τρέξιμο. Όμως και τις φωνές να έβαζες και τα χέρια σου να κουνούσες, όλο και κάποιος θα σε έβλεπε εκεί ψηλά. Η καλύβα βρισκόταν σε πανοπτική θέση. Δεν υπήρχε περίπτωση να κρυφτείς ή να μην πέσει το βλέμμα σου προς τη μεριά του κάστρου.
Ανηφορίζοντας το μονοπάτι πέρασα από το Κρυονέρι και γέμισα το παγούρι με παγωμένο, κρυστάλλινο νερό. Ρυάκια και μικρά ρέματα παντού, σκεπασμένα με θεόρατα πλατάνια. Παραδίπλα υπήρχε ένα εξοχικό κεντράκι με πίστα όπου διασκέδαζαν οι συγχωριανοί μου ενώ στους γύρω θάμνους αγαπήθηκαν ουκ ολίγοι άνθρωποι κι ανάμεσά του κι οι γονείς μου...
Λίγο παραπάνω κουτρουβάλησα σε ένα βουναλάκι σιδηρόπετρες. Αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά αν πράγματι αυτές, οι αστραφτερές πέτρες, προέρχονταν από τα μεταλλεία χρυσού του Φιλίππου αφού λένε ότι βρίσκονταν στις δικές μας πλαγιές.
Τελικά έφτασα στην καλύβα και άραξα κάτω από την σκιά. Πώς θα περνούσε άραγε η μέρα μου; Δεν με λυπόντουσαν οι γονείς μου που με έστελναν στην άκρη του χωριού, στην άκρη του κόσμου; Πήγε να με πάρει το παράπονο.
Ώσπου έστρεψα το κεφάλι μου και για πρώτη φορά αντίκρισα το Παγγαίο στην πιο φυσική του διάσταση. Αγέρωχο, όμορφο, να αλλάζει χρώματα ανάλογα με την στιγμή, μες το χρώμα του ουρανού αλλά και μέσα από την δική σου διάθεση. Γεμάτο δένδρα πανύψηλα, οξιές, καστανιές, φλαμουριές. Παντοτινό βουνό, επιβλητικό, οι λόφοι του σαν μπράτσα αγκαλιάζουν από παντού το χωριό αφήνοντάς το ακάλυπτο μόνον απ’ την πλευρά του κάμπου.
Ήταν μια αποκαλυπτική στιγμή που την βίωνα ενστικτωδώς. Με την σκέψη παιδιού είπα: «Εκεί, ανάμεσα στις στέγες, βρίσκεται το σπίτι μου. Οι δικοί μου. Εκεί είναι το χωριό μου. Εδώ είναι οι άλλοι δικοί μου. Η φύση, το βουνό μου.Πρέπει να το προστατεύσω».
Εκείνη την στιγμή ωρίμασα κάτω από την καλύβα, μεγάλωνα στην ψυχή και ήρθα και φούσκωσα από περηφάνια ότι και εγώ μπορούσα να αναλάβω την φύλαξη αυτού του τόπου, αυτού του τοπίου.
Άρχιζε ένας μυστικός διάλογος με τη γύρω φύση. Με τις κρυφές σπηλιές, τα υπόγεια ρυάκια, τα «περιβόλια» του βουνού, με τους λύκους, τα αγριογούρουνα που έφταναν ως τις αυλές. Θυμήθηκα το πληγωμένο ζαρκάδι που ξεψύχησε στην πλατεία αναζητώντας ανθρώπινη βοήθεια. Είδα τον πατέρα μου να κατεβάζει ξύλα, ξαναπερπάτησα με την σχολική εκδρομή για το μοναστήρι, αφουγκράστηκα σκόρπιους θρύλους για αρχαίες τοποθεσίες και Ιερά, άκουγα τις γκάιντες στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία.
Κρατούσα τα μάτια μου ορθάνοιχτα, τόσο ανοιχτά, που η ανελέητη αυγουστιάτικη αντηλιά τα πλήγωσε. Κάποια στιγμή μετά το μεσημέρι και αφού έφαγα το κολατσό μου,νύσταξα. Πρέπει να αποκοιμήθηκα για λίγα λεπτά. Και ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε καμπάνες και να βλέπω φωτιές!
Πετάχτηκα τρομαγμένος. Απόλυτη ηρεμία. Ακίνητο μεσημέρι. Η υγρασία του δάσους αμόλησε ένα σύννεφο στα ανήλια περάσματα. Θαμπό και το χωριό, σαν ζωγραφιά. Κεντημένο ταπί στον τοίχο, δίπλα στο κρεβάτι μου.
Όχι, δεν είχα κοιμηθεί πολύ. Ξύπνιος ονειρευόμουν. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και μου φάνηκε καυτό. Επέτεινα την προσοχή μου τις επόμενες ώρες.
Ξαναπήγα στην καλύβα τα επόμενα καλοκαίρια. Το φυλάττειν διαπότισε την συνείδησή μου και νομίζω πως από τότε άρχισα να σέβομαι πράγματα που οφείλουμε αληθινά να προστατεύουμε χωρίς αυτό να μας επιβάλλεται από θεσμούς και νόμους. Το βουνό είναι ένας θεσμός, αρχέγονο σύμβολο και πρόταση ζωής.
Μεγαλώνοντας άρχισα να επιστρέφω όλο και πιο συχνά στο παλιό μου χωριό, το Παλιοχώρι. Δεν βλέπω την καλύβα στη θέση της. Ούτε όμως άκουσα για πυρκαγιές. Η περιοχή μας ποτέ δεν καταπατήθηκε, δεν προκάλεσε-ευτυχώς- τον αδηφάγο τουρισμό.
Όσο για τις φωτιές στον ύπνο μου μάλλον κάτι σημαίνουν. Ίσως έχουν σχέση με την εγκατάλειψη εκείνου του πόστου, του φύλακα, ψηλά στην καλύβα. Ίσως είναι η συνείδηση του βουνού που ακόμη με βαραίνει. Μήπως πρέπει να ξαναπάρω τα βουνά; Άλλωστε πόσα πράγματα ορίσαμε να φυλάγουμε παντοτινά στη ζωή μας;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Αφιέρωμα: ΤΟ ΧΡΥΣΟΦΟΡΟ ΠΑΓΓΑΙΟ, 7 Μαίου 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου