Πού και πού σηκωνόταν αληθινός άνεμος και μια βαριά βροχή άρχιζε να πέφτει, χτυπώντας με ορμή τα τζάμια, δάχτυλα βροχής στο σκοτεινό δωμάτιο. Κοιμούνταν, ο ουρανός καθάρισε και εκείνη, στο χαμένο εκείνο διάστημα πριν από το ξημέρωμα που δεν είναι ούτε νύχτα ούτε πρωί, ονειρευόταν, κι εκείνος διεγέρθηκε και ανέβηκε πάνω της, μια απαλή κραυγή βγήκε απ' το στήθος του, μια φωνή διαφορετική από εκείνη που είχε όταν ξυπνούσε, πολύ πιο απαλή, πάντα αντρική, σαν κραυγή ζώου, ενός ζώου που σκέφτεται, ενός ζώου που ονειρεύεται, και έκαναν έρωτα στο πρώτο φως σαν ζώα που ονειρεύονται, και έβλεπαν τον εαυτό τους να αντανακλά και να πλέει μέσα σε καθρέφτες, και οι δυο καθρέφτες έγιναν ένας, η διπλή εικόνα τους συγχωνεύτηκε σε μία που καθρεφτιζόταν σε μία θάλασσα από άλλα κορμιά, ορδές σωμάτων που γίνονταν ένα, σε ορίζοντα φτιαγμένο από σάρκες και χαμένο στο κύμα του πρωινού, σ' έναν ύπνο με φυλακισμένους που έσπασαν τις αλυσίδες τους, δραπέτες αλυσοδεμένους στους βράχους της λογικής, πάνω σε απόκρημνα βουνά που ήταν χαμένα κάτω από τη θάλασσα, και κολυμπούσαν προς τα πάνω, προς το φως, το φως της ζωής τους που ήταν πάντοτε κρυμμένη πέρα απ' τον ορίζοντα, ή πάνω από την επιφάνεια του νερού μέσα από το οποίο δεν μπορούσαν τίποτε να διακρίνουν, όπως δεν μπορεί κανείς να δει από το βυθό την ακτή που υψώνεται, δεν μπορούσαν να δουν μακρινά νησιά ή πολύ κοντινές μορφές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου