Ανάσταση
Για το Ρομπέρτο Μπολάνιο Άβαλος
Η ποίηση μπαίνει στο όνειρο
όπως ο δύτης σε μια λίμνη.
Η ποίηση, πιο τολμηρή απʼ τον καθένα
μπαίνει και πέφτει,
σαν μολύβι
σε μια λίμνη άπατη όπως το Λοχ Νες
ή θολή και άτυχη όπως η λίμνη Μπαλατόν.
Παρατηρήστε τη από το βυθό:
Ένας δύτης
αθώος
τυλιγμένος στα φτερά
της θέλησης.
Η ποίηση μπαίνει στο όνειρο
όπως ένας δύτης νεκρός
στο μάτι του Θεού.
`
*************
Αυτοπροσωπογραφία στα είκοσί μου χρόνια
Αφέθηκα να φύγω, την έκανα γρήγορα, και δεν έμαθα ποτέ
προς τα πού θα μπορούσα να έχω πάει. Πήγαινα γεμάτος φόβο,
μου χαλάρωσε το στομάχι και μου βούιζε το κεφάλι:
εγώ πιστεύω ότι ήταν ο κρύος αέρας των νεκρών.
Δεν ξέρω. Αφέθηκα και πήγα, σκέφτηκα ότι ήταν κρίμα
να τελειώσει τόσο γρήγορα, αλλά απʼ το άλλο μέρος
άκουσα εκείνο το κάλεσμα μυστήριο και πειστικό.
Ή το ακούς ή δεν το ακούς, και εγώ το άκουσα
και σχεδόν με έπιασε να κλαίω. Ένας ήχος τρομερός,
γεννημένος στον αέρα και στη θάλασσα.
Μια ασπίδα και ένα ξίφος. Τότε,
παρά το φόβο, αφέθηκα και πήγα, έβαλα το μάγουλο μου
πάνω στο μάγουλο του θανάτου.
Και μου ήταν αδύνατο να κλείσω τα μάτια και να μη δω
εκείνο το παράξενο θέαμα, αργό και παράξενο,
αν και εντοιχισμένο σε μια πραγματικότητα ταχύτατη:
Χιλιάδες νέοι όπως εγώ, άτριχοι ή μουσάτοι, αλλά λατινοαμερικάνοι όλοι,
ενώνοντας τα μάγουλα τους με το θάνατο.
`
**************
Τα ρομαντικά σκυλιά
Tην εποχή εκείνη ήμουν 20 χρονών
kαι ήμουν τρελός.
Είχα χάσει μια χώρα
αλλά είχα κερδίσει ένα όνειρο.
Και εφόσον είχα εκείνο το όνειρο
τα υπόλοιπα δεν είχαν σημασία.
Ούτε να δουλεύω ούτε να προσεύχομαι
ούτε να διαβάζω το ξημέρωμα
παρέα με τα ρομαντικά σκυλιά.
Και το όνειρο ζούσε μες στο κενό του πνεύματος μου.
Ένα δωμάτιο από ξύλο,
στα μισοσκόταδο,
σε έναν από πνεύμονες του τροπικού.
Και καμιά φορά επέστρεφα μέσα μου
κι επισκεπτόμουνα το όνειρο. Άγαλμα διαιωνισμένο
σε σκέψεις υγρές,
ένα σκουλήκι άσπρο που διπλωνόταν
στον έρωτα.
Έναν έρωτα αχαλίνωτο
Ένα όνειρο μέσα σʼ άλλο όνειρο.
Και ο εφιάλτης μου έλεγε. Θα μεγαλώσεις.
Θα αφήσεις πίσω τις εικόνες του πόνου και του λαβυρίνθου
και θα ξεχάσεις.
Αλλά εκείνο τον καιρό το να μεγαλώνεις είχε γίνει έγκλημα.
Είμαι εδώ, είπα, μαζί με τα ρομαντικά σκυλιά
κι εδώ θα μείνω.
“
***************
Στην αίθουσα αναγνωσμάτων της κόλασης
Στην αίθουσα αναγνωσμάτων της Κόλασης. Στη λέσχη
των κολλημένων με την επιστημονική φαντασία
Στις παχνισμένες αυλές. Στα υπνοδωμάτια με κίνηση.
Στους δρόμους με πάγο. Όταν πια όλα μοιάζουν πιο καθαρά.
Και κάθε στιγμή είναι καλύτερη και λιγότερο σημαντική
Με ένα τσιγάρο στο στόμα και με φόβο. Μερικές φορές
με πράσινα μάτια Και 26 χρονών. Ένας δούλος
Βρώμικη, κακοντυμένη
Στο δρόμο των σκύλων η ψυχή μου βρήκε
την καρδιά μου. Κομματιασμένη, αλλά ζωντανή,
βρώμικη, κακοντυμένη και γεμάτη με αγάπη.
Στο δρόμο των σκύλων, εκεί όπου κανείς δε θέλει να πάει.
Ένας δρόμος που μόνο διασχίζουν οι ποιητές
όταν πια δεν τους μένει τίποτα να κάνουν.
Αλλά εγώ είχα τόσα πράγματα να κάνω ακόμα!
Κι όμως ήμουν εκεί: βάζοντάς με να σκοτωθώ
από τα κόκκινα μυρμήγκια και επίσης
από τα μαύρα μυρμήγκια, διασχίζοντας οικισμούς
κενούς: ο τρόμος που ανέβαινε
μέχρι να αγγίξει ταʼ άστρα.
Ένας Χιλιανός εκπαιδευμένος στο Μεξικό μπορεί να τα αντέξει όλα,
σκεφτόμουν, αλλά δεν ήταν αλήθεια.
Τις νύχτες η καρδία μου έκλαιγε. Το ποτάμι της ύπαρξης, έλεγαν
κάποια πυρετώδη χείλη που αργότερα ανακάλυψα ότι ήταν τα δικά μου,
το ποτάμι της ύπαρξης, το ποτάμι της ύπαρξης, η έκσταση
που διπλώνεται στην όχθη αυτών των εγκαταλελειμμένων οικισμών.
Γραμματείς και θεολόγοι, μάντεις
και κλεφτρόνια του δρόμου αναδύθηκαν
σαν πραγματικότητες υδάτινες στη μέση μιας μεταλλικής πραγματικότητας.
Μόνο ο πυρετός και η ποίηση προκαλούν οράματα.
Μόνο ο έρωτας και η μνήμη.
Όχι αυτοί οι δρόμοι ούτε αυτοί οι κάμποι.
Όχι αυτοί οι λαβύρινθοι.
Μέχρι που επιτέλους η ψυχή μου βρήκε την καρδιά μου.
Ήταν άρρωστη, βέβαια, μα ήταν ζωντανή.
`
****************
Ο Ερνέστο Καρδενάλ και εγώ
Περπατούσα στο δρόμο, ιδρωμένος και με τα μαλλιά κολλημένα
στο πρόσωπο
όταν είδα τον Ερνέστο Καρδενάλ που ερχόταν
απʼ την αντίθετη κατεύθυνση
και σαν να χαιρετούσα του είπα:
Πατέρα, στο Βασίλειο των Ουρανών
που είναι ο κομουνισμός,
έχουν θέση οι ομοφυλόφιλοι;
Ναι, είπε αυτός.
Και οι αμετανόητοι μαλάκες;
Οι σκλάβοι του σεξ;
Οι τσαρλατάνοι του σεξ;
Οι σαδομαζοχιστές, οι πουτάνες, οι φανατικοί
των κλυσμάτων;
Αυτοί που δεν μπορούν άλλο, αυτοί που στʼ αλήθεια
δεν μπορούν πια άλλο;
Ο Καρδενάλ είπε ναι.
Και εγώ σήκωσα το βλέμμα
και τα σύννεφα έμοιαζαν με
χαμόγελα από γάτους ελαφρώς ροζ
και τα δέντρα που έραβαν τους λόφους
(τους λόφους που πρέπει να ανεβούμε)
ανακινούσαν τα κλαδιά.
Τα πρωτόγονα δέντρα, σαν να έλεγαν
μια μέρα, αργά ή γρήγορα, πρέπει να έρθεις
στα ελαστικά μου χέρια, στα βλαστημένα μου χέρια
στα κρύα μου χέρια. Μια ψυχρότητα φυτική
που θα σου σηκώσει την τρίχα.
`
********************
Οι χαμένοι ντετέκτιβ
Οι χαμένοι ντετέκτιβ στη σκοτεινή πόλη.
Άκουσα τους λυγμούς τους.
Άκουσα τα βήματα τους στο Θέατρο της Νεότητας.
Μια φωνή που ανεβαίνει όπως μια σαίτα.
Σκιά από καφέδες και πάρκα
Πολυσύχναστα στη νεότητά
Οι ντετέκτιβ που παρατηρούν
Τα ανοιγμένα τους χέρια
Το πεπρωμένο λεκιασμένο με το ίδιο του το αίμα.
Κι εσύ δε μπορείς ούτε καν να θυμηθείς
Πού βρέθηκε η πληγή
Τα πρόσωπα που κάποτε αγάπησες
Τη γυναίκα που σου έσωσε τη ζωή
`
****************
Αποσπάσματα
Ντετέκτιβ συγχυσμένος… Πόλεις ξένες
με θέατρα με ελληνικά ονόματα
Τα αγόρια απʼ τη Μαγιόρκα αυτοκτόνησαν
στο μπαλκόνι στις τέσσερις το πρωί
Τα κορίτσια έσκυψαν απ το παράθυρο
με το που άκουσαν τον πρώτο πυροβολισμό
Διόνυσος Απόλλωνας Ερμής Ηρακλής…
Με ποικιλία Το ξημέρωμα
πάνω στα ευθυγραμμισμένα κτίρια
Ένας τύπος που ακούει τις ειδήσεις μες το αμάξι
Και η βροχή που κουδουνίζει πάνω στη σκεπή
Ορφέας…
`
*******************
Η Ελληνίδα
Είδαμε μια γυναίκα μελαχρινή να κατασκευάζει την απόκρημνη ακτή.
Όχι παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο, έτσι χτυπημένη απ τον ήλιο. Όπως
Τα πληγωμένα βλέφαρα του θεού, το προμελετημένο παιδί της δικιάς μας
Ατέλειωτης παραλίας. Η Ελληνίδα, η Ελληνίδα
Επαναλάμβαναν οι πουτάνες της Μεσογείου, η αύρα
Η μεγαλειώδης: αυτή που αυτοκατευθύνεται , όπως μια φάλαγγα
Από μαρμάρινα αγάλματα, στιγματισμένα από αίμα και βούληση,
Σαν σχέδιο διαβολικό και χαρωπό στηριγμένο από τον ουρανό
Κι από τα μάτια σου. Απορριγμένη από τις πόλεις και τη Δημοκρατία,
Όταν πιστέψω πως όλα είναι χαμένα τα μάτια σου θα εμπιστευτώ.
Όταν η συμπονετική μας ήττα μας πείσει για το άχρηστο
Που είναι να συνεχίζεις μαχόμενος, τα μάτια σου θα εμπιστευτώ.
`
***************
Λούπε
Δούλευε στο Γκερρέρο, λίγα στενά από το σπίτι του Χουλιάν
ήταν δεκαεφτά χρονών και είχε χάσει ένα παιδί.
Η θύμηση την έκανε να κλαίει σε εκείνο το δωμάτιο του ξενοδοχείου Τρέμπολ,
αδειανό και σκοτεινό, με μπανιέρα και μπιντέ, το ιδανικό μέρος
για να ζήσεις κάποια χρόνια. Το ιδανικό μέρος για να γράψεις
ένα βιβλίο με απόκρυφες αναμνήσεις ή μια ανθοδέσμη
από ποιήματα τρόμου. Η Λούπε
ήταν αδύνατη και είχε τα πόδια μακριά και με στίγματα
όπως οι λεοπαρδάλεις.
Την πρώτη φόρα δεν είχα καν στύση:
ούτε περίμενα να έχω μια στύση. Η Λούπε μίλησε για τη ζωή της
και για αυτό που για εκείνην ήταν η ευτυχία.
Σε μια βδομάδα ξαναειδωθήκαμε. Την βρήκα
σε μια γωνία δίπλα σε άλλες πουτανίτσες νεαρές,
ακουμπισμένη στα φτερά μιας παλιάς Κάντιλακ.
Νομίζω πως χαρήκαμε που ειδωθήκαμε. Από τότε
η Λούπε άρχισε να μου λέει πράγματα για τη ζωή της,
μερικές φορές κλαίγοντας,
μερικές φορές παίρνοντάς με, σχεδόν πάντα γυμνοί στο κρεβάτι,
κοιτώντας την οροφή πιασμένοι από το χέρι.
Το παιδί της γεννήθηκε άρρωστο και η Λούπε έκανε τάμα στην Παρθένο
να αφήσει το επάγγελμα, αν το παιδί της γιατρευόταν.
Κράτησε την υπόσχεσή της ένα μήνα ή δύο και μετά έπρεπε να επιστρέψει.
Λίγο αργότερα το παιδί της πέθανε και η Λούπε έλεγε πως το φταίξιμο
ήταν δικό της που δεν εκπλήρωσε το τάμα στην Παρθένο.
Η Παρθένος το πήρε το αγγελούδι για μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
Εγώ δεν ήξερα τι να της πω.
Μου άρεσαν τα παιδιά, σίγουρα,
αλλά ακόμα απέμεναν χρόνια πολλά μέχρι να γνωρίσω
το τι σήμαινει να έχεις ένα παιδί.
Έτσι που έμενα σιωπηλός και σκεπτόμουν το παράξενο
που ήταν η σιωπή σʼ εκείνο το ξενοδοχείο.
Ή είχε τους τοίχους πολύ χοντρούς ή ήμασταν οι μοναδικοί ένοικοι
ή οι υπόλοιποι δεν άνοιγαν το στόμα ούτε για να στενάξουν.
Ήταν τόσο εύκολο να κουμαντάρω τη Λούπε, και να νιώθω άντρας
και να νιώθω άτυχος. Ήταν εύκολο να την πάς με το ρυθμό σου
και ήταν εύκολο να την ακούς να αναφέρεται
στις τελευταίες ταινίες τρόμου που είχε δει
στο σινεμά Μπουκαρέλι.
Τα πόδια λεοπάρδαλης της τυλιγόντουσαν στη μέση μου
και βύθιζε το κεφάλι της στο στέρνο μου ψάχνοντας τις ρώγες μου
ή τον χτύπο της καρδιάς μου.
Αυτό είναι που θέλω να σου πιπιλίσω, μου είπε μια νύχτα.
Ποιό, Λούπε; Την καρδιά σου.
Μετφρ.-επίμετρο: Κωσταντίνα Παναγοπούλου-Pérez
Πηγή: https://www.poiein.gr/2014/02/11/roberto-bolao-adheeiath-dhieciuoui-iaoon-adhssiaoni-euooaiossia-dhaiaaidhiyeio-perez/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου