Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος - ΄Ενα παραμύθι


     
     «Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι
     κι άγρια φωνάζουν κι έξω με ζητούν;»
     ο βασιλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι
     γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.
     
     Μα η βοή δυνατότερα γρικιέται.
     «Τι θέλουν είπα;» ξαναλέει με ορμή
     ο ρήγας και σκιαχτά του απολογιέται
     από την άκρη μια φωνή: «Ψωμί.»
     
     «Ψωμί; και το γυρεύουν από μένα!
     δεν έχουν χέρια;» — «Ακαμάτης λαός»,
     ψιθύρισε ένας κι ο άλλος δειλιασμένα
     ξανάπε: «Ρήγα, ο τόπος μας στενός.»
     
     «Γι’ αυτό θέλω κι εγώ να τον πλατύνω,
     και μη άλλο τι πασχίζω ολημερίς;—
     Στο μεγαλείο του τόπου μας το πίνω!»
     — «Βασιλιά μας, χιλιόχρονος να ζεις»
     
     Και τα ποτήρια υψώθηκαν· εσβήσαν
     σιγά στη σάλα οι κρυσταλλένιοι αχοί.
     Μα οι φωνές πάλι κάτωθε βουίσαν:
     «Ο βασιλιάς, ο αφέντης μας να βγει!»
     
     Σιγή ξανά μέσα στη σάλα απλώθη,
     το βασιλιά όλοι κοίταξαν δειλά.
     «Να τους σκορπίσουν», είπε και σηκώθη
     και βγήκε· και οι αρχόντοι όλοι κοντά.
     
     Στον κήπο κάτω ανάδευε το αέρι
     μύριους κλώνους, χιλιάδες ευωδιές·
     η βάρκα καρτερούσε να τους φέρει
     σε πιο όμορφες αντίκρυ ακρογιαλιές.
     
     «Αχάριστοι, ταράζετε την ώρα
     που ο αφέντης σας ζητά ν’ αναπαυθεί·
     για σας κοπιάζει τόσα χρόνια τώρα,
     για να κάμει τη χώρα σας τρανή.
     
     Ντροπή, λαέ! τι θέλεις συναγμένος—;»
     Στου παλατιού την έξω πόρτα ορθός
     έτσι έκραξε ένας στα χρυσά ντυμένος.
     «Ψωμί, ψωμί», τον έκοψε ο λαός.
     
     —«Ψωμί! απ’ το βασιλιά το καρτεράτε;
     τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.»
     — «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε·
     όσα μας μείναν τα ‘πνιξε η βροχή,
     
     τα ‘καψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν·
     πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά»,
     βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν.
     «Σκορπιστείτε! μη θέλετε με βια
     
     να σας σκορπίσουν», ο άρχοντας προστάζει
     και φεύγει· στη ματιά του αστράφτει οργή.
― «Η πείνα, η δυστυχία δε σας σπαράζει;
     Λεήστε μας! δεν είστε χριστιανοί;»
     
     βογκά ο λαός· κι άλλος τα χέρια δένει,
     άλλος πέφτει στη γη γονατιστός·
     μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει
     κι ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.
     
     Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι
     σαν απόκοσμη λάμψη τού φωτά·
     σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη
     του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά.
     
     «Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη
     του τυράννου γυρεύει, του ληστή,
     και το δικό του δε χιμά να πάρει
     και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,
     
     μούγκρισε απάνω υψώνοντας το χέρι
     και βροντερή του αντήχησε η λαλιά—
     καθώς στο λόγκο όταν κοπεί το αέρι,
     όμοια στα πλήθη απλώθη σιγαλιά.
     
     «Κανένας δε σαλεύει; μες στο στήθος
     δε νιώθει αντρίκεια την καρδιά κανείς;
     μπροστά σ’ έναν και τρέμει τόσο πλήθος;»
     Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο τρεις
     
     και κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα
     και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά
     κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα
     γεμίσαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!»
     
     «Ποιο βασιλιά;» αγριεμένα ο νέος βρυχήθη.
     «Τον άρχοντά μας θέλομε να βγει,
     τον πόνο μας να δει», βούισαν τα πλήθη.
     «Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!
     
     Ξύπνα μονάχα απ’ το αποκοίμισμά σου,
     μη σκύβεις, λεημοσύνες μη ζητάς,
     τρίξε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου,
     σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.
     
     Ρίχνε ό,τι κόβει την ορμή σου, χίμα
     σαν ακράτητη θάλασσα πλατιά·
     κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
     ας πέσει απ’ τη γερή σου τη γροθιά.
     
     Αιώνες δεν απόστασες να γέρνεις
     σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
     να σου θερίζουν άλλοι ό,τι εσύ σπέρνεις,
     αργούς να τρέφεις στάζοντας ιδρό;
     
     Να χύνεις αίμα αυτούς για να πλουταίνεις,
     να τους υψώνεις σκύβοντας στη γη,
     και συ να λαχτάρας, να μη χορταίνεις
     και το πικρό σου, το ξερό ψωμί!»
     
     «Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη
     κραυγή βραχνή, βοή βαριά, βαθιά,
     σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη
     από της γης τα πέρατα πλατιά.
     
     Και με ολόρθο κορμί το παλικάρι,
     στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή:
     «Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε, «να πάρει
     το δίκιο του καθένας στη ζωή.
     
     Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν·
     με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
     και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν,
     το αρπάζουν με βια απ’ όποιους το κρατούν.
     
     Την πόρτα αν δεν ανοιεί τη σπουν σας είπα·
     τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
     Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα
     και κέρδισε μονάχος το ψωμί.
     
     Ιερή φωτιά όποιον μέσα τοv πυρώνει
     και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά,
     κοντά μου! Κάτω ας πέσει ό,τι σηκώνει
     γαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστά!»
     
     Και με ματιά άγρια, άγια πυρωμένη
     όρμησε· ακολουθήσαν λιγοστοί,
     περσότερα παιδιά· το πλήθος μένει
     βουβό, μαρμαρωμένο τον θωρεί.
     
     Πώς στο ακρογιάλι ένα κύμα μονάχο
     απ’ τα μάκρη φερμένο φουσκωτό,
     ορμά να ρίξει σύντριμμα το βράχο
     κι έξαφνα σβήνει μ’ έναν κούφιο αχό,
     
     έτσι κι ο νέος σταμάτησε γυρνώντας
     κατά το πλήθος θλιβερή ματιά:
     «Δεν ανασαίνει», ρώτησε βογκώντας,
     «στα στήθη κανενός γερή καρδιά;
     
     Σας την έχει η σκλαβιά τόσο αρρωστήσει,
     κάθε αναφτέρωμα έλειψε από σας;
     Τα σίδερα, λαέ, έχεις συνηθίσει,
     τη λεημοσύνη μόνο λαχταράς;
     
     Ξέρει το δάκρυ μοναχά το μάτι,
     να το φλογίσει δεν μπορεί η οργή;
     το σκύψιμο γνωρίζει μόνο η πλάτη,
     το χέρι δεν τολμά να σηκωθεί;
     
     Ντροπή, γενιά νεκρή, ξεφυλλισμένη,
     σα σερπετό να σέρνεις την κοιλιά,
     να σε πατούν και συ ευχαριστημένη
     τη φτέρνα να φιλείς που σε πατά.
     
     Ντροπή να γλείφεις το άπραγο το χέρι,
     ζωές να τρέφεις άχρηστες, λαέ,
     να προσκυνάς αρχόντους κι ας μην ξέρει
     ο κόσμος άλλον άρχοντα από σε»,
     
     είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει,
     αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός.
― Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει
     εκείνον που διόρισε ο θεός»,
     
     ξάφνω φωνή πίσω απ’ το νέο βροντάει
     κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά:
     «Ποιος είν’ αυτός που αδιάντροπα πλανάει
     τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά;»
     
― «Ένας πιστός σε νόμο πιο μεγάλο,
     σε δύναμη στον κόσμο πιο τρανή.»
― «Εδώ ο τόπος δεν ξέρει νόμον άλλο
     παρά του βασιλιά την προσταγή»,
     
     είπε ο άρχοντας, «κι αυτή είναι―» Στο νόημά του
     ο νέος κλείστηκε μέσα στα σπαθιά·
     οι συναγμένοι πριν ολόγυρα του
     μέσα στο πλήθος σκόρπισαν γοργά.
     
     «Δες, έτσι to ψωμί, λαέ, σου δίνουν»,
     τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος·
     το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν,
     κάτω: «ψωμί, ψωμί!» βογκά ο λαός.
     
     «Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει,
     και στους γονατισμένους τα σπαθιά χιμούν,
     χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει,
     γεμίζουν τον αέρα βογκητά.
     
     Το δροσερό ανοιξιάτικον αέρα
     που πνιγμένος σε μύριες ευωδιές
     το βασιλιά και τους αρχόντους πέρα
     σε πιο όμορφες τους φέρνει ακρογιαλιές.
     
     
     
     
     «Κάθε άεργο, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη
     γύρω απ’ τη χώρα έχει μαζέψει εδώ,
     από καλύβι γύρισε σε σπίτι
     κι ερέθισε τον κόσμο το φτωχό.
     
     Όποιους πεινούνε κι όποιους γυμνητεύουν
     τους άναψε τα λίγα τα μυαλά,
     τους είπε αν δεν τους δίνουνε να κλέβουν
     και να σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά.
     
     Να γδύνουν όσους πλούτισαν με κόπο,
     κάθε άρχοντα και αφέντη να χτυπούν,
     να κάψουν, να ρημάξουνε τον τόπο,
     να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.
     
     Να κάμουν μετερίζι κάθε δρόμο
     κι αρματωμένοι να χυθούν παντού
     σκοτώνοντας, σκορπίζοντας τον τρόμο
     στα πλήθη του πιστού σου του λαού.
     
     Κι έτσι τους έφερε άγριος, αφρισμένος
     εδώ ίσια με το θρόνο σου μπροστά
     και χίμησε σαν τίγρης μανιωμένος
     να βάλει στο παλάτι σου φωτιά.
     
     Καλούσε το λαό να τον βοηθήσει,
     τον έκραζε μαζί του να χυθεί·
     δεν άφησε υψηλό να μη το βρίσει
     και την πατρίδα αρνήθη την ιερή.
     
     Την αρχοντιά φοβέριξε θα πνίξει,
     δε σεβάστηκε μήτε το θεό,
     και το πιο μέγα: τόλμησε να ‘γγίξει
     το σεβαστό όνομά σου το τρανό.
     
     Πρόσταξε, βασιλιά, τι θες να γίνει.»
     «Να κρεμαστεί», με μια είπανε φωνή
     οι τριγύρω στο ρήγα καθισμένοι,
     μα σκυμμένος ο ρήγας δε μιλεί.
     
     — «Ένας αλήτης απ’ αυτούς που ζούνε
     κεντώντας και συμπώντας το λαό
     όσα έχει απ’ το θεό να μη του αρκούνε
     και του κηρύττουν άγριο σηκωμό,
     
     και ρίξιμο και σύντριμμα όσων στέκουν
     βαλτά απ’ τον ουρανό τόσο σοφά,
     και στο φτωχό του νου το μύθο πλέκουν
     πως αδικία τον κόσμο κυβερνά.
     
     Μέγας κίνδυνος είναι τέτοιοι πλάνοι·
     που τους σαρώνει απ’ τη θωριά της γης
     για το καλό της έργο μέγα κάνει·
     βασιλιά, να προστάξεις μην αργείς!»
     
     «Να κρεμαστεί», η αρχοντιά και πάλι κράζει,
     μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά·
     και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζει
     ό,τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά!
     
     Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξει
     ότι οι πατέρες έσωσαν τρανό·
     το θρόνο σου αποκότησε να ‘γγίξει,
     να βάλει πιο ψηλά σου το λαό.
     
     Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνει,
     στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενεί·
     ό,τι στεριώθη μ’ αίμα δεν το αφήνει
     από δούλους κανείς να πατηθεί.
     
     Βασιλιά, μη διστάζεις να προστάξεις,
     προστάζει με το στόμα σου ο θεός,
     που σ’ έχει εδώ σταλμένο να φυλάξεις
     ό,τι έχει μέγα θεμελιώσει αυτός.
     
     Το έργο χρόνια που ακλουθάς με κόπο
     λαμπρότερο στον κόσμο να στηθεί,
     το θρόνο σου να υψώσεις και τον τόπο,
     να κάμεις την πατρίδα μας τρανή.»
     
     Κι έγνεψε ο βασιλιάς— Την άλλη μέρα
     σα φώτισε η αυγή τον ουρανό,
     το κορμί του νέου σειόταν στον αέρα
     στου πλατάνου τους κλώνους κρεμαστό.
     
     Χήτη νεκρή στις πλάτες απλωμένα
     τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά,
     τα μάτια άγρια κοιτάζουν πεταγμένα,
     φριχτή τρομάζει, μελανή η θωριά.
     
     Και μέρες κρεμαστός εκεί για τρόμο
     να μένει έχει προστάξει ο βασιλιάς·
     κάθε πιστός αλλάζει εκείθε δρόμο,
     «προδότη», λέει, «καλά να τα τραβάς.»
     
     Σαν άνομο καθένας το κοιτάζει
     ως τρέμει στον αέρα το κορμί,
     και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει:
     «Κρίμα σε τόση νιότη ευγενική.»
     
     Και παρέκει στο δρόμο συναγμένος
     σ’ ένα βήμα ολοτρόγυρα ο λαός,
     αχνός ακούει, βουβός και τρομαγμένος
     πως μιλεί ένας της χώρας διαλεχτός.
     
     «Αυτή είναι η μοίρα καθενός προδότη
     — παράδειγμα λαέ, να σου γενεί —
     που τον στέλνουν της κόλασης τα σκότη
     να ‘ρθει να σου μολύνει την ψυχή,
     
     κι ενάντια σε κεινούς να τη γυρίσει
     που αφέντες μας τους έβαλε ο ουρανός,
     την έχθρα στην καρδιά να σου φυσήσει
     σ’ ό,τι νόμος του κόσμου είναι τρανός.
     
     Λαέ, φθαρτά αγαθά μη σε δολώνουν,
     λαέ, ποτέ η ψυχή σου μην ξεχνά
     όσα μονάχα τη ζωή σηκώνουν:
     τα έργα τα τρανά και δυνατά.
     
     Λαέ, στοχάσου· τι σε περιμένει,
     γύρω πολλοί σε ζώνουν φθονεροί,
     πρέπει να πέσουν όλοι ντροπιασμένοι
     οι μιαροί της πατρίδας μας εχθροί,
     
     κι όλοι χάμω γειρτοί να προσκυνήσουν
     το βασιλιά μας τον τρανό βαθιά,
     κι όλα της γης τα πέρατα να ηχήσουν:
     Δόξα στον αντρειωμένο βασιλιά!;»
     
― «Δόξα στο βασιλιά», έκραξε κοντά του,
     «δόξα στο βασιλιά», κάποια λαλιά,
     «δόξα στο βασιλιά», το πήραν κάτου
     τα πλήθη του λαού μακριά πλατιά.
     
     «Αυτό θέλει η βουλή που βασιλεύει
     ψηλά και κυβερνά ουρανό και γη
     και στέλνει εδώ τον έναν να δουλεύει
     κι άλλον όσους δουλεύουν να οδηγεί.
     
     Το λόγο να ρωτούμε εδώ σταλμένοι
     δεν είμαστε, και χρέος μας ιερό
     είναι στο έργο που είμαστε βαλμένοι
     να κοπιάζομε δίχως βογκητό.
     
     Άλλοι σκλάβοι, άλλοι αφέντες ως μας έχει
     η βουλή Του διορίσει εδώ στη γης·
     αλί σε κείνον που μωρά παντέχει
     πως θ’ αλλάξει το δρόμο της ζωής.
     
     Αλί σ’ όποιον ο νους του το χωρέσει
     το θέλημα ν’ αλλάξει τ’ ουρανού!»
     Κι έδειξε ο διαλεχτός κατά τη θέση
     που σειόταν το κορμί του αντάρτη νιου.
     
     «Αλί του, αλί του», αλάλαξαν τα πλήθη·
     και κράζει ο διαλεχτός πιο βροντερά:
     «Οργή δεινή θεού τον εκδικήθη
     μ’ αυτή την προσταγή του βασιλιά.
     
     Χιλιόχρονο ο θεός να τον φυλάει
     τους προδότες βαριά να τιμωρεί!»
― «Χιλιόχρονος ο ρήγας μας», βογκάει
     σα θάλασσα ο λαός με μια φωνή.
     
     Και η βοή στο γαλάζιο φεύγει αέρα
     και σμίγει με τις μύριες ευωδιές
     που ευφραίνουν βασιλιά κι αρχόντους πέρα
     σε ολόχλωρα νησιά και ακρογιαλιές.
     
     Του κρεμασμένου μόνο ως να σπαράζουν
     τα χείλη με χαμόγελο πικρό,
     μα τα μάτια άγρια ασάλευτα κοιτάζουν
     προς κάποιο όνειρο μέγα μακρινό.

     Πηγή: Απλοί τρόποι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου