Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι — ειρήνη
όλην, όλη τη φύση ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
τ’ αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε·
τριγύρω γύρω η νυχτική γαλήνη
τη γλυκύτατη κλάψα ηχολογούσε·
απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει,
κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.
Στο ακρογιάλι αναπαύοτουν ο γέρος·
στα παλαιά τα ρούχα τα σχισμένα
γλυκά γλυκά το φύσημα του αέρος
τ’ αριά μαλλιά του εσκόρπαε τ’ ασπρισμένα,
κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος
τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα·
αγάλι αγάλι ασηκώθη από χάμου,
και ωσάν να ’χε το φως του ήλθε κοντά μου.
Διονύσιος Σολωμός. [1948] 1993. Άπαντα. Τόμ. Α΄: Ποιήματα. 6η έκδοση. Επιμέλεια-σημειώσεις: Λίνος Πολίτης. Αθήνα: Ίκαρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου