Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Φωτεινή Βασιλοπούλου Καλή αυριανή

 Αχάραγα σηκώθηκε ο επίτροπος ανήμερα των Φώτων. Έπρεπε να πάρει όλα τα χρειαζούμενα απ’ τον Αγιώργη, τον πολιούχο του χωριού, και να τα πάει μέχρι τ’ απάνου χωριό στον Αγιάννη. Εκεί γιορτάζανε κάθε χρονιά τα Φώτα.

Σαν ξεκλείδωσε την εκκλησά κι έκανε να ’μπει μέσα, ένας κρύος βοριάς του ’ρθε κατάμουτρα και σα να τον τύλιξε νια μυρουδιά από κρίνους. «Ποιος ασυλλόιστος να ξέχασε το βορινό παράθερο ανοιχτό;» αναρωτήθηκε κι έκανε το σταυρό του. Έσκυψε στο προσκυνητάρι, αλλά προτού προλάβει να σηκώσει το κεφάλι του, την είδε με το λοξοδρομισμένο του βλέμμα. Μέσα στο πρωινό μισοσκόταδο στη μέση της εκκλησάς νια κάσα και γύρω γύρω κρίνοι. «Σουβή μου. Θα ονειρεύομαι» σκέφτηκε. «Πώς φύτρωσαν στην εκκλησά κάσα και κρίνοι;» Κι ανοιγόκλεισε με τρόμο τα μάτια του. Για την ακρίβεια, τα έκλεισε με μεγάλη ευκολία, αλλά δεν κόταγε να τα ξανανοίξει. Ούτε κι όταν άκουσε τον πεθαμένο ν’ αναστενάζει και την κάσα να τρίζει. Έκανε να βγει μα δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το αίμα του πάγωσε. Ο παγωμένος αέρας τον πλησίαζε. Φαίνεται ότι ο πεθαμένος κατόρθωσε να βγει απ’ την κάσα. Έκανε να φωνάξει βοήθεια, αλλά ήταν αδύνατο. Δεν τολμούσε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Έκανε να ’βγει στα τυφλά απ’ την εκκλησά. Πεντέξι βήματα θα ’ταν όλα κι όλα. Κι ύστερα θα ’ταν όξω. Μα ο πεθαμένος τόνε κράταγε γερά από το μανίκι και δεν έλεγε να τον αφήσει. Με κλειστά τα μάτια άρχισε να τον παρακαλεί. «Άσε με, άσε με και δε θα ειπώ τίποτα σε κανένα. Κι αν ξαναμπείς στην κάσα θα σου ανάβω το καντήλι ανελλιπώς.» Ήθελε ν’ ανοίξει τα μάτια του, αλλά τα βλέφαρά του ήτανε κολλημένα. Κρύος ίδρωτας τον έκοψε. Είπε από μέσα του ένα πατερημό και μ’ όλη του τη δύναμη όρμηξε κατά όξω. Ο Αγιώργης τόνε λυπήθηκε και η έξοδος υπήρξε επιτυχής, με μόνη απώλεια το αριστερό του μανίκι. Αυτό, που είχε πιαστεί στο χερούλι της εξώπορτας και τόση ώρα δεν τον άφηνε να κάνει ρούπι.
Άφησε τα κλειδιά στην πόρτα, άφησε την πόρτα ανοιχτή κι πήρε τρέχοντας την κατηφόρα να τα ιστορήσει ούλα στη γυναίκα του, που ήταν σίγουρος πως θα τον κορόιδευε. Για άλλη μια φορά δε θα τον πίστευε, παρά θα του ’λεγε ότι τα βγάζει όλα απ’ το μυαλό του κι απ’ τη σκιάχτρα του.
Από τις σκέψεις του τον έβγαλε μια σκυφτή φιγούρα, που ανηφόριζε κατά την εκκλησά.
Ήταν ο Θανάσης, π’ άνοιγε τις γούβες. «Άσχημα νέα, μπονόρα μπονόρα» του ’πε. «Χτες αργά φέρανε το Φώτη απ’ την Αθήνα και οι ξεχασμένοι οι δικοί του δε βρίσκανε τα κλειδιά του σπιτιού και τόνε πήγανε στην εκκλησά. Πάω τώρα να χτυπήσω τις καμπάνες λυπητερά, μέρα πού ’ναι, και μετά ν’ ανοίξω τη γούβα. Ποιος να το ’λεγε; Να μπει στο χώμα ανήμερα της γιορτής του! Πώς μας μπήκε η χρονιά φέτος! Εμ, τι να περιμένει κανείς που κάναμε Πρωτοχρονιά, Θεούλη μου, με δυο κηδείες, όξω από κοντά μας. Πάει, ο Βασίλης της Αλέξαινας κι ο Βάσιλας του Ντούμου. Τολάχιστο δεν τον άφηνε το μακαρίτη μέχρι αύριο να κάνει τη γιορτή του;»
Ο επίτροπος έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο του. «Πρέπει να φύγω, είπε έντρομος. Με περιμένει η Γιάνναινα.»
«Αλίμονος. Να πας και μη χασομεράς καθόλου. Να τη βοηθήσεις. Τόσες ετοιμασίες θα ’χει να κάνει για τη γιορτή σου αύριο. Να της δώκεις πολλά χαιρετίσματα. Άιντε και καλή αυριανή.»
«Ευχαριστώ, Θανάση, μα δε γιορτάζω αύριο.»
«Άλλο και τούτο! Αφού ούλοι οι Γιάννηδες σαν αύριο γιορτάζουν στο χωριό μας.»
«Εγώ δεν είμαι από δω. Μ’ έχουνε πάρει από κάτι κατσιβέλους.»
«Πάει τα ’χασε ο Γιάννης» εσκέφτη ο Θανάσης, μα είπε μόνο «Εμ κανέμ, καλή σημερινή. Γεια και χαρά σου.»
«Ουφ, το Θάνο τον ξεγέλασα! Να δω ως αύριο τι θα κάνω με το Χάρο» είπε ο Γιάννης και σκαπέτησε στην κατηφόρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει με τη γυναίκα του ως αύριο μια λύση.
...........................................................................................
Σουβή μου: Συμφορά μου, αλίμονό μου
Ασυλλόιστος : Απερίσκεπτος
κόταγε: τολμούσε
τη σκιάχτρα :την τρομάρα
μπονόρα μπονόρα: νωρίς το πρωί
όξω από κοντά μας: Μακριά από μας
κατσιβέλους: Γύφτους
Εμ κανέμ: Ε, τουλάχιστο
σκαπέτησε: Κατέβηκε, κατηφόρησε

Φωτεινή Βασιλοπούλου, Για μια χούφτα ζωή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου