Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Μάνος Χατζιδάκις-Ολίγα τινά περί παραδόσεως εθνικής, λαϊκής και μη

To «Πιστεύω» του Μάνου Χατζιδάκι | Τα Σχόλια του Τρίτου

Συνέβη πριν από λίγους μήνες, στις είκοσι Γενάρη, σαν μίλησα "περί πολιτισμού και παραδόσεως" μας στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, εκεί στο Κολυμπάρι, στα Χανιά. Μίλησα κι είπα: Ομορφη που 'ναι η παράδοση...
Η εθνική, η λαϊκή και η πάσα μια που 'ρχεται από τα πέρατα του Χρόνου. Και μοιάζει σαν Βαρκαρόλα, από τα Παραμύθια του Οφενμπαχ, μες στην οποία βυθίζεται κανείς λικνιστικά, κρατώντας τον ρυθμό, λες κι είναι βάρκα, σημαδούρα ή γερανός. Μα η ομίχλη μας σκεπάζει το πρόσωπο και μας εναποθέτει λεπτομέρειες στα κρυφά, ενός Ανδρούτσου, ενός Καραϊσκάκη ή ενός Νικηταρά. Κι έτσι, μας βλέπουν οι νεότεροι από 'μας σε μέρες γιορτινές, φαντάσματα εθνικά.
Αυτά είπα κι άλλα - όχι πολλά. Για να ευθυγραμμιστώ κι εγώ με την πολυακουσμένη γιορτή της πολιτείας γύρω από μια εθνική παράδοση καταναλώσεως σχολικής.
Μα όσο μιλούσα έβλεπα τους άγιους να γελούν και οι δασκάλες να κοιτούν με φόβο τους νομάρχες. Τότε κατάλαβα πως άθελά μου ξεπερνούσα τα όρια ανοχής των εκλεκτών συνέδρων. Οι σύνεδροι θελαν ρεαλισμό και όχι μαγεία - αντίθετα απ' ό,τι θα 'θελε η μακαρία τη μνήμη Μπλανς Ντυμπουά του Λεωφορείου ο Πόθος.
Και αποφάσισα να συνεχίσω διαφορετικά. Στρίβω τα νώτα μου στους συνέδρους κι αρχίζω με φωνή επιβλητική, να λέω ένα Πιστεύω διαφορετικό απ' ό,τι λεν στις εκκλησιές, μα συνεπές πέρα για πέρα σ' ό,τι περιείχα εντός μου, γι' αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε Παράδοση, εθνικολαϊκή και μη.

Πιστεύω,
στην υγρασία της Νύχτας
στ΄ αγάλματα πού ταξιδεύουν μέρα - νύχτα, μές σε
δαναπηρές συσκευασίες
και στα κλειστά παράθυρα, εργοστασίων που
απεργούν.
Πιστεύω,
στην λιτανεία των αυτοκινήτων
στα νευρικά σφυρίγματα ενός εγκαταλελειμμένου
αστυφύλακα
και στην οσμή από σελίδες άκοπες των σχολικών
βιβλίων.
Πιστεύω, 
στις ποιητικές ανθολογίες
στις διαφημίσεις ταυρομαχιών του '35
και στα σημάδια του κορμιού σου, που φανερώνουν 
έρωτα. Τέλος.
Πιστεύω,
στον θάνατο της μνήμης
και στην ανάσταση των επιθυμιών, εν μέσω ρόδων,
γιασεμιών και υακίνθων.
Και τούτο εγένετο,
Αμήν.

Μα καθώς σας είπα και πιο πριν, οι σύνεδροι απαιτούσαν ρεαλισμό, και θύμωσαν με την ποιητική μορφή της προσευχής μου. "Κύριε", μου φωνάζει νεαρός δήμαρχος αγνώστου ιστορικού χωριού, "Επιθυμούμε ευθύς ν' αποκηρύξετε τη βλαβερή παράδοση, για μας και τα παιδιά μας".
-Προσέξτε, μου λέει παρακαθήμενος Διευθυντής υπουργείου.
-Αυτός ο δήμαρχος είναι ύποπτος.
-Δεν σας καταλαβαίνω, του απαντώ. Κι αρχίζω δυνατά να επεξηγώ την αντιπαραδοσιακή μου προσευχή.
Παράδοση, είναι ο εγωισμός των απελθόντων και η ενοχή, ο συμβιβασμός των επιζώντων. Η πνευματική και η ψυχική δουλεία, που αναστέλλει και απονεκρώνει τελικά τις φυσιολογικές μας λειτουργίες. Η Παράδοση επιβάλλει την πλήρη υποταγή μας στους νεκρούς- κι έτσι μας καθιστά ακίνδυνους για αλλαγές, τομές, γι' αποελευθέρωση. Γι΄αυτό και η παράδοση βολεύει τους κρατούντες. Σ' όλα τα κράτη τ' ανελεύθερα, χορεύουν ξέφρενα τους εθνικούς χορούς των, που αποτελούν το βάθρο για υπερηφάνεια και γι' ανελευθερία "εθνική".
Πώς είναι δυνατό να χορεύεις ταγκό, και ν' απαιτείς συγχρόνως να φύγει απ' την κυβέρνηση ο στρατηγός Βιντέλλα. Αυτό ειν' αδύνατον. Γιατί ο Βιντέλλα, είναι το ταγκό ο ίδιος. Με τα μαλλιά γιαλιστερά από μπριγιαντίνη, με την Παρθένο ανάγλυφη μες στη Μητρόπολη και με τα πόδια έτοιμα για τον χορό... Ενα δύο τρία τέσσερα, κι ύστερα η φωνή του Κάρλος Γκαρντέλ, "Σιωπή μες στη νύχτα...".
Το ίδιο και στη Χιλή, στο Πακιστάν και στο Ιράν, στην Αλβανία και την Κίνα, στο Μαρόκο, στη Λιβύη και στο Κουβέιτ, και σ' άλλα μέρη ανατολικά ή της Νοτίου Αφρικής. Παντού χορεύουν εθνικούς χορούς, ιδρύουν ωδεία παραδοσιακής Μουσικής και ο αγαθός δικτάτορας σκύβοντας δέχεται λατρευτικά λουλούδια από νεολαίους, καταφανώς συγκινημένος. Τουλάχιστο στη χώρα μας, μονάχα στην ποιότητα την εκλεκτή του γιαουρτιού επιβάλλεται να γράφουνε τη λέξη: παραδοσιακό. Και το γιαούρτι αυτό πραγματικά ειν΄εξαιρετικό. Κι όσο για τους χορούς...

Σαν ξαναβρήκα μέσα μου την Κρήτη, μ' εντυπωσίασε που οι νέοι της χορεύανε την νύχτα κρητικούς χορούς, κι όχι ξενόφερτους, ντυμένοι γαμπριάτικα και μασουλώντας τσίχλα. Το βρήκα τούτο εξαίσιο και φωτεινό παράδειγμα για την απάνω χώρα. Μα όσο το 'βλεπα, τόσο και περισσότερο γινόμουν σκεφτικός και άρχιζα να ξεχωρίζω κάποιον κίνδυνο. Τον κίνδυνο του γραφικού. Αυτόν, που μας παρουσιάζει εύκολα, προκλητικά με το ιδιόμορφο πρόσωπό μας, χωρίς να ΄χουμε μάθει στο μεταξύ, να ζούμε άνετα και φυσικά την καταγωγή μας.
Γιατί η παράδοση έχει αξία, μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην αναπαράσταση, αλλά στην καθημερινή και δίχως επιτήδευση ζωή μας. Οταν δηλαδή το κληροδότημα, χρησιμοποιείται φυσικά, και δίχως την ανάγκη επεξήγησης. Τότε μονάχα οφείλει να υπάρχει. Διαφορετικά, θάναι καλό να εξαφανιστεί μέσα στον Χρόνο, κι ας έχουμε πιο δεύτερες συνήθειες αποκτήσει. Γιατί η ποιότητα της κληρονομιάς, ανήκει στην ζωντανή ύλη που περιέχουμε, κι όχι στο ήθος ή στο ύφος αλλοτινών καιρών.
Να λοιπόν γιατί τα γκρεμισμένα, δεν πρέπει να τα κλαίμε.
Και να γιατί θα πρέπει να επιλέγουμε αυτά που συνυπάρχουνε και ζουν μαζί με μας και τον καιρό μας, κι όχι αυτά, που υπήρξαν κάποτε με τους δικούς μας. Και μες από τις άπειρες και διαφορετικές επιλογές, ίσως βρεθεί το αληθινό μας εκμαγείο, που θα προσφέρει στους απόγονους, σαφήνεια, μέτρο και περισυλλογή. Κι αυτό είναι χρέος υπέρτατο και προπατορικό. Μόνο που δεν το φανερώνουν οι γραφές, μονάχα οι τρελλοί, κατά καιρούς και οι αληθινά υψιπετείς το γράψουν.
Ο Καζαντζάκης γράφει στην Ασκητική του:

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς,
ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται
από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά
απάνω από την άβυσσο.
Ψυχανεμίζουμε πίσω απ' όλα τούτα τα φαινόμενα μια
μαχομένη ουσία. Θέλω να σμίξω μαζί της.
Ψυχανεμίζουμε πως κι η μαχομένη ουσία πολεμάει
πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου,
Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.

Η Καζαντζακική Ασκητική, μπορεί να μην αποτελεί σήμερα ένα ευαγγέλιο για τους νέους, όμως κανείς δεν δύναται ν' αμφισβητήσει πως με το γενναίο κρητικό του πάθος, είχεν αγγίξει ακριβούς οραματισμούς και είχε πολύ πλησιάσει στην ανάγκη μιας προετοιμασίας μας για μια πιο εξελιγμένη ιπτάμενη φάση του ανθρώπινου γένους, Τάχα δεν φαίνεται κι όλας αστεία κι ύποπτη κάθε παράδοση ξένη, λαϊκή και μη; Σήμερα πάλι στην εποχή του Ρίτσου και του Γεφτουσένκο, όπου η Ποίηση έγινε εξάρτημα ενός δραματικού κλόουν, σ' ένα Φελλινικό τσίρκο, θα μπορούσε να φωνάξει κανείς:

Κύριοι,
Σκοτώστε την μνήμη. Ξεκινήστε απ' την αρχή.
Μονάχα έτσι μπορούμε να ελπίσουμε σε μια θαρραλέα
ένταξή μας στους χρόνους τους μελλοντικούς
ενός κόσμου, που θα γελάει κάποτε μαζί μας,
γιατί μας συγκινούσαν ιδιαίτερα οι νεκροί, οι μουσικές
και τ' άστρα.

(Κυριακή, 20 Μαίου 1979)

Τα σχόλια του Τρίτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου