Έμεινα να ζεστάνω το μελάνι όπου πνίγομαι
και ν΄ ακούσω την εναλλακτική σπηλιά μου,
νύχτες αφής, μέρες αφηρημάδας.
Ρίγησε η άγνωστη μες στην αμυγδαλή μου
κι έτριξα από μια ετήσια μελαγχολία,
λιόλουστες νύχτες, φεγγαρόλουστες μέρες, παρισινά ηλιοβασιλέματα.
Κι ακόμα, σήμερα κιόλας, όταν βραδιάζει,
χωνεύω ιερότατες σταθερότητες,
μητρικές νύχτες, μέρες δίχρωμης
δισεγγόνας, ηδυπαθούς, επειγόμενης, όμορφης.
Κι ακόμα
ακόμα και τώρα,
στο βάθος του κομήτη που κέρδισα
τον ευτυχή και διδακτορικό μου βάκιλλο,
να που ζεστός, ακροαματικός, γαίος, ήλιος και σελήνιος,
διασχίζω ανεπισήμως το νεκροταφείο,
στρίβω αριστερά, ανοίγοντας
τη χλόη μ΄ ένα ζευγάρι ενδεκασύλλαβους,
χρόνια τάφου, λίτρες απείρου,
μελάνι, πένα, τούβλα και συγγνώμες.
24 Σεπτεμβρίου 1937
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου