Ο ήλιος καταβάλει την πόλη με το ευθύ τρομερό του φως· η άμμος είναι εκτυφλωτική και η θάλασσα κάνει αντικατοπτρισμούς. Ο κόσμος αποκαμωμένος
εγκαταλείπεται νωθρά και ξαπλώνει για τον μεσημεριανό ύπνο, μια σιέστα που μοιάζει με γευστικό θάνατο, όπου ο κοιμώμενος μισοξύπνιος γεύεται τις ηδονές της εκμηδένισής του.
Την ίδια ώρα η Δωροθέα, περήφανη και δυνατή σαν τον ήλιο, προχωρεί στον έρημο δρόμο, η μόνη ζωντανή κάτω από το πελώριο γαλάζιο αυτή την ώρα, γράφοντας πάνω στο φως έναν εκρηκτικό μαύρο λεκέ.
Προχωράει κουνώντας απαλά τον κορμό της, τόσο λεπτό πάνω από τους φαρδιούς της γοφούς. Το φόρεμά της από εφαρμοστό μετάξι σ’ έναν ανοιχτό ρόδινο τόνο, γράφει ζωηρά πάνω στα σκοτάδια του δέρματός της, και πλάθει ακολουθώντας τη μακριά της μέση, την κοίλη πλάτη και το μυτερό της στήθος.
Η κόκκινη ομπρέλα της, δαμάζοντας το φως, προβάλλει πάνω στο σκούρο πρόσωπό της το αιματηρό μακιγιάζ των αντανακλάσεών της.
Το βάρος της πελώριας κόμης της, σχεδόν μπλε, τραβάει προς τα πίσω το λεπτεπίλεπτο κεφάλι, και της χαρίζει έναν αέρα τεμπέλικο και θριαμβευτικό.
Βαριά κρεμαστά σκουλαρίκια λένε μυστικά στα μικροσκοπικά της αυτιά.
Κάποτε, η θαλασσινή αύρα σηκώνει από την άκρη τη φούστα της που κυματίζει και δείχνει μια γάμπα υπέροχη και λαμπερή· και το πόδι της, παρόμοιο με τα πόδια των θεαινών από μάρμαρο, που η Ευρώπη κλείνει στα μουσεία της, αφήνει το αποτύπωμά του πιστό στη λεπτή άμμο. Γιατί η Δωροθέα είναι τόσο τρομερά φιλάρεσκη, που η χαρά της να τη θαυμάζουν, την οδηγεί όταν είναι στο σπίτι της μέχρι την περιφρόνηση της χειραφέτησης, και παρ’ όλο που είναι ελεύθερη περπατάει χωρίς παπούτσια.
Κι έτσι, προχωράει αρμονικά, χαρούμενη για τη ζωή της και χαμογελώντας ένα λευκό χαμόγελο, λες και βλέπει μακριά στο διάστημα έναν καθρέφτη που αντικατοπτρίζει το βάδισμα και την ομορφιά της.
Την ώρα που και τα σκυλιά ακόμα βογκούν από πόνο κάτω από τον ήλιο που τα δαγκώνει, ποιο ισχυρό κίνητρο κάνει λοιπόν τη νωθρή Δωροθέα να πηγαίνει έτσι, ωραία και ψυχρή σαν τον μπρούντζο;
Γιατί άφησε το όμορφο ξύλινο σπίτι της, τόσο κοκέτικα συγυρισμένο, που τα άνθη και οι ψάθες του κάνουν με τη δροσιά τους ένα τέλειο μπουντουάρ· όπου βρίσκει τόση ευχαρίστηση να χτενίζεται, να καπνίζει, ν’ αερίζεται με την βεντάλια ή να κοιτάζεται στον καθρέφτη εκείνων των μεγάλων ανεμιστήρων από φτερά, ενώ η θάλασσα που σπάει στην παραλία εκατό βήματα από εδώ, κρατάει στις αναποφάσιστες ονειροπολήσεις της μια ισχυρή και μονότονη υπόκρουση, και η σιδερένια χύτρα όπου βράζει το ραγού των καβουριών με το ρύζι και το σαφράνι, της στέλνει στο βάθος της αυλής τα διεγερτικά της αρώματα;
Ίσως να έχει συμφωνήσει μια συνάντηση με κάποιον νεαρό αξιωματικό, που άκουσε σε μακρινές παραλίες τους συντρόφους του να μιλούν για τη φημισμένη Δωροθέα. Ασφαλώς θα του ζητήσει, το απλοϊκό πλάσμα, να της περιγράψει τον χορό στην Όπερα, και θα τον ρωτήσει αν θα μπορούσαν να πάνε ξυπόλυτοι, όπως στους κυριακάτικους χορούς, που ακόμα και οι γριές Καφρίνες μεθούν και τρελαίνονται από χαρά· κι έπειτα ακόμα, αν οι ωραίες κυρίες στο Παρίσι είναι
όλες τους πιο όμορφες από κείνην.
Τη Δωροθέα όλοι τη θαυμάζουν και όλοι την κανακεύουν, και θα ήταν απολύτως ευτυχισμένη, αν δεν ήταν υποχρεωμένη να σωρεύει ένα-ένα τα πιάστρα για να εξαγοράσει τη μικρή της αδερφή, που έκλεισε τα έντεκά της χρόνια και είναι
ήδη ώριμη και τόσο ωραία! Θα το κατορθώσει δίχως άλλο, η καλή Δωροθέα·
ο κύριος της παιδούλας είναι τόσο φιλάργυρος, πολύ φιλάργυρος για να καταλάβει κάποια άλλη ομορφιά από εκείνη των εκύ!
Κάρολος Μπωντλαίρ, Η μελαγχολία του παρισιού, μικρά πεζά ποιήματα, μτφρ. επίμετρο, Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδ Bibliothèque, 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου