Αυτό το χέρι που χαράζει τη φλογερή μελαγχολία
Της ηλικίας
Είναι το ίδιο που στριφογυρίζει στις πηγές του κεφαλιού,
Που ανοιχτό στην εικόνα όλου του κόσμου μεταξύ
Των δυο κροτάφων
Ερεθίζει την τρυφηλή καρδιά. Η τρέλα διασχίζει
Τη φωτιά της στους μυχούς της μελαγχολίας
Όπου
Δημιουργούνται
Οι εποχές μέχρι την κορυφή,
Στα μετάξια που γλιστρούν με τη γενναιοδωρία
Των ποταμών,
Του φωτός και του αφρού του,
Η της νύχτας και των νεφελωμάτων της
Και της κάτασπρης σιωπής.
Το βουνό περπατά στην καρδιά που φωτίζεται: η γλώσσα
Φωτίζεται. Πιο σκοτεινό είναι το μέλι στη φλέβα
Του τράχηλου που ψαλιδίζει
Το λαιμό. Σ΄ αυτό το χέρι που γράφει, βουτάει
Το φεγγάρι, κι από πάνω προς τα κάτω, στις σκοτεινές
Σπηλιές, το φεγγάρι
Υφαίνει τις διακλαδώσεις ενός αίματος πιο αλμυρού,
Βαθύτερου. Το φίλντισι της γης ωριμάζει
Έτσι κι ένας αστερισμός. Η ημέρα το παίρνει, η νύχτα
Το ξαναφέρνει, ενάντια στο κεφάλι: αυτή η ρίζα
Ζωντανού οστού. Η ηλικία που χαράζω
Γράφεται
Σε ένα χέρι βυθισμένο μέσα σου, μια φλέβα
Του δέντρου σου.
Ή μια μεταλλική φλέβα καρβουνιασμένη
Από τη μια άκρη στην άλλη της σκαμμένης μορφής
Στον καθρέφτη. Η ακόμη το σκίσιμο
Στο μέτωπο όπου γεννιέται το ζωώδες άστρο.
Η ευρύχωρη αταξία των εικόνων,
Σε καίει. Και δουλεύει σε σένα
Ο αναστεναγμός του καμπύλου αίματος, μια βίαιη
Τροφή πλημμυρισμένη
Από ένα φως αγκαλιασμένο με τη γη. Τα χέρια παρασύρουν
Τη δύναμη από τη ρίζα
Των χεριών, η δύναμη
Χειρίζεται τα δάχτυλα στη γραφή της ηλικίας, μια φλόγα
Φυλακισμένη, το τραύμα
Διάφανο που με διαπερνά μ΄ αυτή την ελαφρότητα
Που σου ανήκει
Σαν ένας σκοτεινός χορός, μέχρι
Τη δύναμή σου που αγγίζω. Η αλλαγή. Καμιά εποχή
Που είναι αργή όταν μεγαλώνεις στην αταξία,
Κανένα άστρο τόσο άγριο που να αρπάζει όλο το κρεβάτι. Οι πόροι
Του ρούχου σου.
Οι λέξεις που τρέχοντας γράφω
Στα ρινίσματα. Το στόμα σου: μια τρύπα φωτεινή
Αρτηριακή.
Και ο απέραντος αστρονομικός χώρος όπου τρέμεις σαν
Οργωμένο σεντόνι.
Άπληστο είναι το πάθος, η σιωπή
Τρέφεται
Προσκολλημένη σε ένα δηλητηριώδες μέλι. Κι όλη σε γράφω
Στον κομήτη που τρέχει στους γοφούς σου σαν φιλί.
Οι κοίλες ημέρες, τα λουσμένα δωμάτια, οι νύχτες που
Διασταυρώνονται
Στα δωμάτια.
Το τοπίο που γεννιέται είναι χρυσό: το πνίγω
Μέσα στα χέρια μου. Υπάρχουν ζωντανά ρούχα, η ακίνητη
Αστραπή των φρούτων. Η πυρκαγιά πίσω από τις νύχτες ανοίγει
Από τα μέσα
Τον εναγκαλισμό του θανάτου μας. Το κακουργιοδικείο προσώπων
Ακαθόριστα τρελών
Καταβαραθρωμένων σε πολυτελή χέρια.
Η γλυκύτητα δολοφονεί.
Φωτεινός αναβρασμός.
Υψηλή είναι η γη.
Είσαι ο κόμπος του αίματος που με πνίγει.
Κοιμάσαι στην αϋπνία μου όπως το άρωμα ανάμεσα
Στις νευρώσεις
Του κρύου ξύλου. Είσαι μια λάμα που διατρυπά
Την κρυφή μου ζωή… Κι όπως τα διπλά
Αστέρια
Συγγενή το ένα με τ΄ άλλο, λάμπουμε
Στα σκοτάδια.
Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου