Προειδοποιούσαν ότι όλα τους εγκυμονούσαν κινδύνους, αλλά ο κίνδυνος έμοιαζε να είναι η πιο συνηθισμένη κατάσταση στον κόσμο, δεν έπρεπε να πλησιάζουμε τις γάτες για να μη μας γρατζουνίσουν, ούτε τις οπλές των αλόγων και των γαϊδουριών, γιατί μπορεί να μας άνοιγαν το κεφάλι, δεν έπρεπε να καθόμαστε κάτω από τα πρόστεγα όταν φυσούσε, γιατί μπορεί να μας σκότωνε ένα κεραμίδι ή μπορεί μια οχιά να έπεφτε κάτω και να μας δάγκωνε τον αστράγαλο ή, ακόμα χειρότερα, να τρύπωνε στο σπίτι και να γύρευε τη ζεστασιά ενός κοιμισμένου κορμιού ή να κρυβόταν ανάμεσα στα σκεπάσματα ενός παιδιού, δεν έπρεπε να πίνουμε το νερό όπου είχαν φτύσει πριν οι γέροι, δεν έπρεπε να μένουμε στη σκιά το χειμώνα, για να μην πάθουμε πνευμονία, δεν έπρεπε να μένουμε εκτεθειμένοι στα ρεύματα, γιατί μπορεί να μέναμε σαν αποβλακωμένοι, με το στόμα στραβωμένο και τα μάτια αναποδογυρισμένα, δεν έπρεπε να δεχόμαστε καραμέλες από ξένους, γιατί μπορεί να ήταν φθισικοί που αποζητούσαν το φρέσκο παιδικό αίμα, δεν έπρεπε να αναπνέουμε το γκάζι, δεν έπρεπε να πειράζουμε τις πρίζες, δεν έπρεπε να κοιτάζουμε για πολλή ώρα εκείνη τη συσκευή που εγώ ποτέ μου δεν είχα δει, αλλά που έλεγαν πως την είχαν στο πλουσιόσπιτο του Μπαρτολομέ, στην πλατεία του Σαν Λορένθο, μια συσκευή όμοια με τον κινηματογράφο, πολύ πιο μικρή όμως και χωρίς χρώματα, όπου μπορούσες να δεις τις ταυρομαχίες και τους λόγους του Φράνκο. Την τηλεόραση, έλεγαν, μπορούσες να τη δεις χάρη σε κάτι άσπρες και γκρίζες σκόνες που υπήρχαν μέσα στην οθόνη και εκείνες οι σκόνες ήταν πολύ βλαβερές για τα μάτια, σαν το θειάφι που τη νύχτα έκανε να λάμπουν οι αριθμοί και οι βελόνες του ρολογιού που ήταν πάνω στο κομοδίνο των γονιών μου. [...]
Antonio Muñoz Molina, Ο Πολωνός ιππέας, μετ. Αγγελική Αλεξοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου