Ποιήματα (1958)
Κλιμάκιον ανιχνεύσεως
Ι
Δέρμα γυαλιστερό της θάλασσας
Λευκά περίπτερα σπαρμένα μέσ’ στην άμμο
Σκόρπια παντού
Απ’ την τελευταία γωνιά ως το κέντρο
Με το μαρμάρινο δάπεδο που φωτίζαν
Τρία λουλούδια
Με τόσες λάμψεις μεταλλικές που μείναμε να κοιτάζουμε
Πάλι και πάλι
Ώσπου τα μάτια μας δεν κλείναν πιά.
Να το κομμάτι αυτό της νοσταλγίας που χαράχτηκε
Ανάμεσα στα μάτια και στην καρδιά.
Ήταν η θάλασσα μόλις βαθιά
Όλο κολώνες, διάδρομοι όπου μπαινόβγαιναν οι γλάροι
Και δένονταν τα σύννεφα σε τρόπαια πολύχρωμα
–Ουαί τοις ηττημένοις–
Ήσαν οι άλλοι ή εμείς
Δεν ξέρω
Τώρα που οι καθρέφτες επιστρέψαν στον Θεό
Πώς να σ’ αναγνωρίσω;
Ιστορία
VII
Τράβηξα στον μεγάλο δρόμο. Το φως
Με κραδασμούς αγριοτριαντάφυλλου μου τάραζε τα μάτια.
Τη φωνή που μου έδωσες δεν την ακούς
Και το χώμα που κρύβει τα βήματά σου, το χόρτο,
Πιο τεντωμένο από τόξο στην απουσία,
Οι πέτρες μαγνητισμένες, έτοιμες να πετάξουν
Πέρα σ’ όλα τα χρώματα και τους ορίζοντες του Μάη
Δεν ακούν
Ο χώρος που σε κράτησε, γεμάτος
Χαριτωμένα αγρίμια τρέχοντας που γίνονται
Λάμψη αλυκής, χαλκού, βερικοκιάς,
Ούτε ο ήλιος φτιάχνοντας ίσκιους που σου μοιάζουν.
Από καθρέφτη σε καθρέφτη περπάτησα ως την έρημο
Φωνάζοντας τ’ όνομά σου
–Τίποτ’ άλλο δεν έμεινε–
Σαν τ’ απαγορευμένο τ’ όνομα του Θεού.
Μονόλογος και χορικά για μια νύχτα του Μάη
«και εδόθη αυτώ η κλεις του φρέατος της αβύσσου»
Αποκάλυψις Ιωάννου
Κόκκινο αγκάθι
Πυράγκαθο
Ρίζες βασανισμένες του ύπνου
Κι εγώ σαν τους τρελλούς να ψάχνω
– Κοιμήσου ήσυχα.
Στα κάγκελα φυτρώνουν λυγεροί
Κισσοί και φίδια και μακριές μορφές
Αγκαλιασμένες.
– Τώρα κοιμήσου.
Δεν θα περάσεις δυο φορές
Στην ίδια λεωφόρο με τις μπουκαμβίλιες.
– Άκου τους ίσκιους πώς φυσούν
Στο μέτωπο
Φιλιά,
Κορμιά ταξιδιών,
Χόρτο ενός άλλου κόσμου
♦
Ένα κορίτσι που δεν ήξερα
Ξαπλώθηκε στη μέση του δημόσιου δρόμου.
Δεν είχε πρόσωπο καθώς τ’ αγάλματα τη νύχτα
Που αναπνέουν με τις ρίζες
–Έτσι όλα τη νύχτα–
Κι όσοι διασκέδαζαν με χαρταετούς στο λόφο
Δένουν τους σπάγκους στις πέργολες και κατεβαίνουν
Ως τη θάλασσα
Κι ακούς τα καΐκια που βάφουν το νερό
Το τρίξιμο του ξύλου
Τις λυγαριές τα τριζόνια…
Το κορίτσι σαν φτιαγμένο από σύρμα, θύμιζε
Τραίνα που κατεβαίνουνε τους καταρράχτες.
Μια ωραία κιθάρα
Οι χορδές τεντωμένες
Πάνω στον κοίλο ορίζοντα καθώς τον βλέπουν τα σκουλήκια
Μάτι
Μιας επιφάνειας γυαλιστερής πιο πράσινης από μήλο
Το κορίτσι δάγκωνε την άσφαλτο κ’ εξαφανίστη
Μέσ’ στη γης.
[…]
Κι εγώ σαν τους τρελούς
Πήρα ένα αντίλαλο
Τον αγκάλιασα
Κι έγινε φως.
[…]
Τοπία από την καταγωγή και την περιπλάνηση του Υκ (1965)
(Στον Υκ, καταγωγή):
Ήτανε μια φορά έν’ αγόρι
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του ούτε συντρόφους
Δεν είχε ακόμα γεννηθεί.
Μες στις φυλές των ταπεινότερων πλασμάτων
Ανέβαινε η αναπνοή πώς κατεβαίνει η θάλασσα
Δείχνοντας λίγο-λίγο τους θησαυρούς της στο φως,
Τα μύδια, τους σταυρούς, τους αχινούς,
Γινόταν:
Το γαλάζιο της άλγης
Το κόκκινο της πορφύρας,
Όλα με τη σειρά τους τα χρώματα.
Κι ως τα νερά τραβήχτηκαν για πάντα
Έμεινε μέσ’ στην άμμο το κοχύλι
Πάνω στο βράχο τ’ όστρακο
Κι η αναπνοή τους πέρασε στα χόρτα,
Στις εύφορες πεδιάδες, στις βοσκές,
Στο δέντρο, στο κλαδί του ανθρώπου.
Ήτανε μια φορά έν’ αγρίμι
Στην ανατολική έρημο.
Δεν είχε όνομα δικό του όμως οι βράχοι
Που πιάνουν την πανσέληνο
Κι αντιλαλούν το κυκλικό της αίμα
Τον αναγνώριζαν καθώς γυρνούσε ξεριζώνοντας
Τη βλάστηση της νύχτας για τροφή:
Ίσκιους αστερισμών πάνω στο δέρμα
Ενός πλανήτη ζαρωμένου μέσ’ στο κρύο
Τ’ άξαφνο του σύμπαντος
Και κάναν τότε οι βράχοι σαν γνέψιμο ή σαν μούγκρισμά
Ή κάτι πέρα από την ακοή του ανθρώπου
Ώσπου ν’ αναδυθεί, ωραίο σαν μέταλλο,
Το αγόρι μέσ’ απ’ τους αγρούς του σκοταδιού.
Τα μάτια του, που μόνο τ’ όνειρο τ’ αντίκρυσε ξανά,
Καίγαν και δρόσιζαν τον άνεμο
Σαν πυρκαγιές από άλικα τριαντάφυλλα
Που θάναβαν στο δέρμα του πελάγου
Κι ευθύς απόηχο της γέννας έφθανε
Ως τα πέρατα της ερήμου
Στις γειτονιές και στα περίχωρα
Εκεί όπου ζούσαν κατοικίδια πλάσματα
Παίζοντας φυσαρμόνικα τ’ απόγεμα
Κι άλλοι όρθιοι, ακίνητοι στην άκρη του γιαλού
Να βλέπουν πώς ταξίδευε το θαύμα
Σε δηλητηριασμένα νερά
Και πώς γινόταν τώρα θόρυβος χωριού
Διαλαλημένος την αυγή και σκόνη
Μεγάλης πόλης που σηκώνει σύννεφο
Λόγια από φόνους, έρωτες, επαναστάσεις,
Τ’ όνομά του Υκ.
[…]
(Υκ , στην Περιπλάνηση:)
Κείνη την εποχή
Συνάχτηκαν οι δυνατοί του κόσμου
Να ξανακάνουν μοιρασιά.
Κι επειδή τρώγανε πολύ
Φέραν καζάνια-ηφαίστεια
Και ζώα που το καθένα τους ένα βουνό και λόφος.
Απ’ την αυγή μαγείρευαν
Γδέρναν και χώριζαν πλευρά
Κόβανε πόδια λιάνιζαν τα κόκαλα
Ξερίζωναν καλύβια
Ξεθεμέλιωναν τις πόλεις.
Αυτοί που ορίζουν τους σεισμούς και τις βροχές
Καίγαν σωρούς δαδί τον άνθρωπο.
Ο λυσσασμένος άνεμος τους κουβαλούσε στη ράχη του
Τα μολυσμένα ποτάμια τους κατέβαζαν στις θάλασσες
Χωρίς ντροπή τους έφεγγε για να διαβούν το φεγγάρι.
Γαία πελώρη,
Εσύ που δοξολόγησες στη γέννησή σου το ιλαρό τόξο του τραγουδιού
Όταν με χάρη κύκνου
Τινάχτηκε ο μακρύς λαιμός, τανίστηκε στα πέταλα
Που αφήνανε να πέφτουν
Όλες οι μυγδαλιές του ήλιου
Κι η ράχη σου ανατρίχιασε με χνούδι ευδαιμονίας
Με αγριολούλουδα του Αιγαίου
Κι όπως βουτάει το ψαροπούλι
Έκλεψες τις πιο σπάνιες αχιβάδες για να στολίσεις τους βράχους σου
Εσύ που παραστάθηκες στο πρώτο κλάμα του παιδιού
Πριν απ’ τον πρώτο πόλεμο του κόσμου
Προτού ο νέος θεός μάθει το δόλο
Και τ’ άλλα δικά μας καμώματα
Στα σπάργανα όταν νανούριζες
Με νυχτοπεταλούδες
Τα δυό παιδιά του έρωτα
Κι ήταν το παραμύθι σου πλεγμένο σαν το τρέξιμο αγριμιών
Μέσ’ στ’ όνειρο του κόσμου
Ήσουν εσύ, ίδια εσύ;
Φωλιά δεινοσαύρων
Σπήλαιο λεόντων
Παγίδα σκαμμένη από κεραυνούς
Στρογγυλή εσύ
Παραμορφωμένη
Πώς δεν άνοιξες
Τα χίλια σφραγισμένα στόματά σου
Να τους καταπιείς;
Αλλά
Γη-Τέρας
Εκ βαθέων ευλόγησες τα έργα των τυράννων
Από τότε που σε γνωρίσαμε.
(παρένθεση δ΄)
Έτσι εμπήκες μέσ’ στη ζωή του Υκ.
Εσύ που σου μιλώ σαν νάμασταν το ίδιο πρόσωπο.
Άνοιξες τις φλέβες του κι άρχισες να κυκλοφορείς
Με βήματα μικρά του ονείρου
Να γέρνεις το κεφάλι σου, παράξενο πουλί,
Μέσα στις τούφες των κλαδιών και να χορεύεις
Ανεμίζοντας γύρω σου σύννεφα
Λύνοντας ουράνια τόξα.
Έκανες ωσάν να μην ήξερες
Τη μοναξιά του
Και τις εκτάσεις που δεν μετριούνται που πέρασε για να σε βρει.
(Η λυπητερή ιστορία της Ειρήνης και του Υκ)
XΧΙ
Πήγαινε η Ειρήνη, πήγαινε,
Περνούσε μέσ’ απ’ τους εφιάλτες.
Όμως καμιά φορά γινόταν ωσάν νάχε φτάσει
Χωρίς να ξέρει γιατί
Μόνο το αγέρι ξαφνικά γινόταν ίσκιος
Κι έπαιρνε λάμψη μια στιγμή πριν να ξαναχαθεί.
Αυτό το δροσερό και το βαθύ λιμάνι
Άνοιγε μέσ’ στο σώμα της ο άνεμος.
Της έλεγε «Μη με ξεχνάς.»
Και χαμηλά, στα πόδια της απαντοχής
Ένα λουλούδι μεγάλωνε στην άσφαλτο, στην καραβόπισσα,
Στα τσίγκινα τραπέζια, στις καρέκλες του λιμανιού,
Ένα λουλούδι τύλιγε στα πέταλά του τον κόσμο.
Κι όλα τα μάτια μοιάζανε, όλα τα φώτα τρέμαν
Στην προκυμαία
Σαν το λυχνάρι της αγάπης της.
ΧΧΧΙ
«Μονάχα μια φορά σε θυμάμαι στη θάλασσα
–Μια θάλασσα άσπρη, μια τρικυμία–
Δεν ξέρω γιατί ξαφνικά έμοιαζες τόσο μόνος
Ας είχες γεννηθεί σε μιαν ακτή
Που παρεκεί γινόταν λίμνη
Και τα δέντρα τόσο ψηλά που ξεχνούσες –Τι;–
Και μια μέρα φέραν τους μαύρους κύκνους στη λίμνη.
Δεν ξέρω πια τι απ’ όλ’ αυτά
Δεν ήταν μοναχά παγίδες κάποιου ονείρου
–Μια σόμπα ηλεκτρική, ένας τοίχος πριν να ξημερώσει
Να καις στον πυρετό.–
Μην χάνεσαι, Υκ, μη φεύγεις άλλο στις εκτάσεις της νύχτας
Ή τότε πάψε πια να μου μιλάς, να κοιμηθώ.»
η περιπλάνηση
(συνέχεια)
LI
Ο παλιός εκείνος κόσμος τέλειωσε οριστικά.
Όχι πια τα κοντάρια, ούτε τ’ αυτόματα.
Τον πόλεμο που φέρνει μόνο πόλεμο
Μην ανυψώσεις στην ψυχή σου.
Ήρθε πια η ώρα ν’ αρνηθείς και να λυθούν
Της έχθρας οι όρκοι.
Καθώς βουτάει στον ωκεανό και ξαναβγαίνει το θαλασσινό πουλί
Τώρα
Γεννήσου.»
Έξι επεισόδια απ’ τον κύκλο των τεράτων
Κρυπτό
Στην τέταρτη αιωνιότητα, στην εικοστή τέταρτη εβδομάδα,
καθώς η μέρα έβγαινε ζεστή και λεία
κάπου απ’ τα σπλάχνα ενός τεράστιου ζώου καλόβολου
κι έπαιρνε χίλιες όψεις, άλλες στερεές, άλλες υγρές,
και προχωρούσε και χυνόταν
στα διψασμένα στόματα τ’ αμέτρητα της Αττικής
και θύμιζε νύχτες αρχαίες:
Φάνηκε ξάφνου εμπρός μου ο πατριάρχης του Φερνέ.
Διάφανος σαν πουλί που δεν το πιάνει σκάγι.
Στάθηκε πιο ψηλά απ’ τη γη σε βάθρο από φως.
Τίναξε το κεφάλι του, έσκυψε το αϊτίσιο ράμφος του,
σαν που να σκάλιζε μες στον αέρα, κι είπε:
«Σημείωνε, για να μην ξεχάσεις.
Οι μέρες σώνονται και φτάνουν άλλες μέρες.
Προτού συμπληρωθούν τα έργα τα δίσεχτα,
θα γίνει μέτρημα στη Βαβυλώνα τη μεγάλη.
Κι αν ξέρεις να μετράς,
πέρα από τις εξήντα εβδομάδες,
θα βγουν απ’ τις προβιές τους όλα τα ζωντανά την ώρα του ύπνου
κι από τα τέρατα πολλά δεν θα μπορούν να ξαναμπούν σαν ξημερώσει.
Θα σκουντουφλούν αλαφιασμένα, στα τυφλά.
Και δεν θα ξέρουν ποιο είναι ποιο. Κι απ’ το πολύ το σάστισμα
θα πέσουν να δαγκάνουν ό,τι βρουν. Και τότε,
από τη γη που βλέπεις θ’ αναβρύσουν
αρχαία ποτάμια εκατόγχειρα,
θα ξυπνήσει το ιερό φίδι στο βράχο,
κι αργά-αργά, θα προχωρούν, θα γίνουνε πλοκάμια,
θα τυλιχτούν, θα δέσουνε, θα πνίξουν.
Κι οι μέρες, τότε, θα σωθούν.
Κείνες τις ώρες, πρόσεξε,
Πάρε φωνή τον άνεμο, πάρε γραφή τα χρώματα του τόξου τα εφτά,
Τέντωσε την ημέρα, σφράγισε πάνω το μήνυμα
ενός που δεν επίστεψε στον άλλο κόσμο,
ενός που δεν μπορεί να βρει στον άλλο κόσμο αναπαμό
πριν ακουστεί ως τα πέρατα πως δεν υπάρχει πιο μεγάλος κίνδυνος
πάρεξ όταν ο άνθρωπος φορτώνεται στους ώμους του το θρίαμβο,
πάρεξ όταν πατάει το τέρας στο κεφάλι
και λέει πως έγινε ψηλότερος από τον ίσκιο του.
Τα τέρατα που φεύγουν σπέρνουν τέρατα
όταν ο άνθρωπος φορτώνεται
το πλήρωμα του χρόνου αλόγιστα
και πίνει απ’ το κακό νερό της λησμονιάς.»
Είπε και χάθηκε.
Ένοιωσα να πέφτω σε μια γούρνα της ημέρας
διψώντας ως το κόκαλο ταπεινοσύνη.
12-10-71
Τα μεγάφωνα (1973)
Στιγμιότυπα
Μικρό νυχτερινό εμβατήριο
(Maestuoso)
Ένα βήμα μπροστά κι ένα πίσω
Για να τρέχει, να τρέχει ο καιρός.
Μ’ ένα πλιτς, μ’ ένα πλατς θα νικήσω
Μ’’ ένα πλατς. ένα πλιτς κι ένα τσακ,
Με το πι και το φι θ’ αφανίσω
Με το τσακ όμως θάμαι γιατρός
Και τη μύγα θα την ξεμυγίσω
Και θα φάει τη μαρμάγκα ο κοριός.
Στις πεδιάδες, στους κάμπους, πασκίζω
τη δουλειά να τελειώσω γοργά.
Στα νερά τα βαθιά πλατσουλίζω,
Δεν με σκιάζει της ψείρας η σκιά.
Τα φαράγγια γοργά ξεψειρίζω,
Την αγριάδα, τη φασκομηλιά,
και στο πι και στο φι καθαρίζω
Για να γίνουν οι κάμποι βουνά.
Με το τσακ, με το ένα τσακίζω,
Με το δυό τη φωτιά βάζω εμπρός.
Με το τρία την κότα φουρνίζω.
Με το τέσσερα βγαίνει αητός.
Πέντε κι έξη, τα μπεγλερίζω
Και μονά και ζυγά τα κρατώ.
Με το εφτά μια εβδομάδα θα σκίζω
Και καλά θα κρατάει ο χορός.
Ένα βήμα μπροστά, ένα πίσω
Και θα τρέχει θα τρέχει ο καιρός.
(piu lento)
Δόξα, δόξα στ’ αυτί που ξυστρίζω
Και σ’ αυτόν οπού ακούει σκυφτός.
Δόξα, δόξα σ’ αυτόν που ταΐζω
Και σ’ αυτόν που κοιμάται ορθός.
Μα για εκείνον που κρατάει το ίσο
πρέπει νάναι διπλός ο σανός.
Με το δόξα τη δόξα αυγατίζω
Μ’ ένα πλιτς άλλο πλιτς και μισό.
[…]
Αφήγηση και χορικό
Φωνή:
(Στο σκοπό της άριας από τον «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ)
Πάνε, πάνε τα ωραία τα χρόνια
Που για πάντα η ψυχή νοσταλγεί.
Τα λαμπρά φουσκωμένα μπαλόνια
Πια δεν έχουνε γκάζι πολύ.
Τα παλιά που γυαλίζανε χιόνια
Τα νερά, τα πουλιά και τα κλώνια
Πια δε σκαν αν θρηνείς, ποιητή,
κι αν αγκούσα σε πιάνει, τ’ αηδόνια
Δεν θ’ αλλάξουν για σένα φωνή.
Πάνε, πάνε τα ωραία τα χρόνια
Και τα ωραία τα λόγια μαζί.
Λόγια πούναι μονάχα για λόγια
Πάνε πάντα χαμένα, ποιητή.
Οι λέξεις και τα πράγματα (1983)
Επίγονοι
Εκείνοι έφυγαν που ανάβαν τα όνειρά μας
Όταν το δίχως όνομα
πλησίαζε κι έσβηνε απάνω στ’ ανοιχτό βιβλίο τις λέξεις
κι η μέρα μόλις έμπαινε στον κόσμο των γερανιών
ή, πιο μακριά, στους φράχτες με τις ροδοδάφνες.
Ψηλότερα, ένα παράθυρο βούλιαζε κι ύστερα
αναδυόταν σε καινούριο χώρο με λαμπιόνι.
Βράδια καλοκαιριών.
Κοντά στη θάλασσα.
Μια χούφτα πόλη.
Εκείνοι έφυγαν πριν μεγαλώσουμε
που έφερναν πριν από τον ύπνο
διακόσια χρόνια μνήμη αδιάκοπη,
κοντά μας
Πρόσωπα μιας ζωής με φως μες στο σκοτάδι
Λέξεις ελληνικές από τους βράχους:
«έχει ο καιρός γυρίσματα…» και πήγαιναν
διακόσια χρόνια δρόμοι που κατάληξαν
σε τέτοιο ένα γενικό και βιαστικό ξεπούλημα.
Ένα ζώδιο
Ι. Ο Ανατέλλων
Ο χρόνος στο παρόν.
Η μέρα στον Αύγουστο.
Σήμερα ατέλειωτο, σήμερα, σήμερα,
Ως αύριο που τα πλοία,
Μα πρώτα τα δρομολόγια,
Μα πρώτα, φεύγουν στ’ αλήθεια, τα πλοία;
Ποιες μέρες και ποιες ώρες, πρώτα, τι;
Πριν απ’ τον έρωτα έρχεται ολόκληρη η αγωνία.
Αιγαίο πλησίστιο. Λευκές εφημερίδες όλων των ειδήσεων
Ν’ ανεμίζουν στους μύλους. Ακόμα και τα δυστυχήματα.
«Μήπως κι εσύ δεν θα πεθάνεις;»
Και «δεν θα περίμενα, όχι, τόση διαύγεια»
Καμιά φορά την άνοιξη στους τάφους
Ακούω ξανά τις φωνές τους
Ακούω και κλαίω για πρώτους έρωτες
Και χαμένα φεγγάρια.
Μα τώρα εδώ στο σήμερα, στους τόπους τους μεσούρανους του Αυγούστου
Ρωτάω, τι πρώτα, τι, θα κάνεις για να ξημερώσεις;
–Έλικες, πρώτα, για τα πλοία
που φεύγουν και δε φεύγουνε για το φεγγάρι˙
κι ένα δελφίνι γέλασα και πήρα ένα δρεπάνι˙
κόβει στεργιά, κόβει νερά κόβει και φεγγαράκια.
Βγαίνουν οι μέδουσες από τον ύπνο τους
Και κολυμπάω ανάμεσα, Τοξότης.
Μα πιο βαθιά, σε μια γεωμετρική σειρά,
στις βαθυπράσινες σπηλιές που σκαρφαλώνουν τα κοχύλια…
–Μην τρως τις πεταλίδες, φωνάζω,
Μην ξεριζώνεις τα φύκια.
Τυλίξου μόνο στο νερό κι άφησε να σε πάρει
με αλάτι, με άμμο,
στις δικές του συναντήσεις και στους χωρισμούς.
Έτσι όπως πλέει ένα δεμάτι φως,
μια πεταλούδα στη δύση,
πέρ’ απ’ τα δυο κατάρτια αστερισμών που συναντιούνται:
Λέων και Παρθένος.
Μαύρο σταφύλι και πράσινο φλούδι του αμύγδαλου
και γιορτή δελφινιών στ’ ανοιχτά του πελάγου.
Δική σου θάλασσα, θάαλασσα, θάααλασσα
«»κι είναι μεγάλος ο καημός»
Μα κράτησε αν μπορείς λίγο αλάτι
Μες στη μικρή πληγή της φτέρνας σου
Ένα μπόλι άμμου.
Στο σήμερα θα σε κρατήσω σήμερα
Έξω απ’ τις εποχές
Έξω από το φθινόπωρο
Έξω απ’ την ιστορία
Ένα σπίτι
Ένα σπίτι που ξέμεινε:
Τοίχοι ψηλοί, μεγάλες κάμαρες, στο κέντρο η σκάλα.
Ταβάνια ξεφτισμένα και παντού λεκέδες
Σημάδια, αποτυπώματα ζωής.
Ένα παιδί που ανέβαινε στα τέσσερα τα σκαλοπάτια.
Κι ύστερα
Ένα παιδί που μετρούσε
Κι ύστερα;
Πώς;
Πώς αφηνιάζουν τ’ άστρα
Πώς διχάζονται
Κι αρχίζουν να παραμιλούν στο διάστημα;
–Πώς γίνονται ανθρωπότητες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου