Όλη η Μακρόνησος κοιμάται.
Έχουμε μείνει
Κατεβασμένοι απ’ τις στίβες του «Ριζοσπάστη» της οκάς
Και μιλάμε σαν τους νικημένους
Κι επιδένουμε μονάχοι τις πληγές
Για να σουρθούμε ως το χειρουργείο.

Φυσάει ένας αέρας
Ένας αέρας πού ’γινε σκουριασμένη μηχανή μικροκουρείου.
Μέσ’ απ’ το φυλάκιο
Θα βγει ό ήλιος
Κουρεμένος.

Με κάθε τρόπο
Κοίτα να κρατήσεις όλα σου τα χέρια.
Ας τσούζει το ιώδιο κι ή γύμνια.
Με τις πληγές ολάνοιχτες στ’ ακροδάχτυλά σου
Ζούπηξέ τα
Στη σήμανση του κόσμου.
Είπες πως δε θέλεις μήτε να νικήσεις.

Είπες πως δε θα σ’ ένοιαζε
Τούτος ο ήλιος τρεις οργιές πιο πάνω απ’ το Λαύριο
Μήτε το χρώμα της σημαίας
Κι η προσοχή
Κι η υποστολή
Κι οι φαντάροι πού προσμένουν ν’ αποδώσουν τις τιμές
Πυροβολώντας με στην πλάτη.

Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα.
Όποιος βρεθεί με άλογο
Του μένει να τραβήξει για την ήττα
Καβαλάρης.

Με την κάθε ντουφεκιά
Οι σφαίρες με ζυγώνουν
Και λέω να στείλω στη Στοκχόλμη
Την υπογραφή μου
Να καταλάβουν πως κι εγώ
Έστω και τώρα πού βραδιάζει μ’ ένα σφουγγάρι θειαφισμένο
Μ’ έναν ήλιο που ρουφάει το τελευταίο φως
Βουλιάζοντας στη θάλασσα
Και τώρ’ ακόμα
Δε θέλω να πεθάνω.

— Άσε να μεγαλώσουν
Μια μέρ’ ακόμα
Τα λασπωμένα γένια σου.
Ίσως προφτάσουμε — ποιος ξέρει — να μετρήσουμε μια νύχτα
Σαν τα παιδιά π’απλώνουνε τά χέρια
Για να σου δείξουν πόσο σ’ άγαπάνε.
Πέτα το πια εκείνο τ’ αποτσίγαρο
Σου καίει τα νύχια — δε νιώθεις που μυρίζει πτωμαΐνη;

— L’ amputation et la mort
Sont une affaire personnelle.

Όλη ή Μακρόνησος κάνει πως κοιμάται.
Κουκουλωμένοι με το κεφάλι στις κουβέρτες
Ανασαίνουμε αργά
Έναν αέρα ποτισμένο την απλυσιά της χτεσινής ονείρωξης
Ανασαίνουμε κλεφτά
Το μόνο λεύτερο αέρα
Γύρω στο κορμί μας.