Longtemps je me suis couché de bonne heure Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανένανδέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.Η δροσιά του βουνού δεν κατεβαίνει ποτέ χαμηλότερα από το καμπαναριό15που μετρά τις ώρες μονολογώντας και το βλέπουμεσαν έρχεται τ’ απόγεμα στην αυλήη θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα το γένος Τροφίμοβιτς.Η δροσιά του βουνού δεν αγγίζει ποτέ το στιβαρό χέρι του αϊ-Νικόλαμήτε το φαρμακοποιό που κοιτάζει ανάμεσα σε μια κόκκινη και μια πράσινη σφαίρα20σαν υπερωκεάνιο μαρμαρωμένο.Για να βρεις τη δροσιά του βουνού πρέπει ν’ ανέβεις ψηλότερα από το καμπαναριόκι από το χέρι του αϊ-Νικόλακάπου 70 ή 80 μέτρα δεν είναι πολύ.Κι όμως εκεί ψιθυρίζεις όπως σαν πλάγιαζες νωρίς25και μέσα στην ευκολία του ύπνου χάνονταν η πίκρα του αποχωρισμούόχι λέξεις πολλές δυο τρεις μονάχα και τούτο φτάνειαφού κυλάνε τα νερά και δε φοβούνται μη σταματήσουνψιθυρίζεις ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο ενός φίλουσα να μην είχες μεγαλώσει μέσα στο σπίτι το σιωπηλό30με φυσιογνωμίες που βάρυναν και μας έκαμαν αδέξιους ξένους.Κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου.Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν’ ανεβείς μα είναι πολύ δύσκολο ν’ αλλάξειςσαν είναι το σπίτι μέσα στην πέτρινη εκκλησιά κι η καρδιά σου μέσα στο σπίτι που σκοτεινιάζεικι όλες οι πόρτες κλειδωμένες από το μεγάλο χέρι τ’ αϊ-Νικόλα. Πήλιο – Κορυτσά, καλοκαίρι – φθινόπωρο 1937 Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄ |
Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022
Γιώργος Σεφέρης -Piazza san Nicolò
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου