Κι έσερνε η μάνα το παιδί της
να το πάει στο γιατρό
μες στα μεσάνυχτα
και που να το σηκώσει
σαράντα χρόνια βάρος
με τ’ άσπρα του μαλλιά
και το πουκάμισό του ανοιχτό
και εκείνης τα μάγουλα να στάζουν αίμα
αθώα τα γαλανά της μάτια
και στίγματα καφέ στα χέρια της
μες στα μεσάνυχτα
Και έπρεπε οπωσδήποτε να τη σκοτώσεις
ή να την προσκυνήσεις
ήσουνα όμως μακριά
και το ποτήρι το νερό στο προσκεφάλι σου χυμένο
Δεν ήταν όνειρο παραμονές του Πάσχα
μες στα μεσάνυχτα
και που να το σηκώσει
σαράντα χρόνια βάρος
με τ’ άσπρα του μαλλιά
και το πουκάμισό του ανοιχτό
και εκείνης τα μάγουλα να στάζουν αίμα
αθώα τα γαλανά της μάτια
και στίγματα καφέ στα χέρια της
μες στα μεσάνυχτα
Και έπρεπε οπωσδήποτε να τη σκοτώσεις
ή να την προσκυνήσεις
ήσουνα όμως μακριά
και το ποτήρι το νερό στο προσκεφάλι σου χυμένο
Δεν ήταν όνειρο παραμονές του Πάσχα
Ωδίνες, 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου