Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Ιγνάτης Χουβαρδάς - Το κλοπιμαίο


Ένας πεζόδρομος σε θέρετρο, σε λίγη απόσταση από την πλαζ. Σχεδόν έχω απομνημονεύσει τα κτίρια στον αντικρινό δρόμο: ξενοδοχείο, παντοπωλείο, αναψυκτήρια, διώροφα σπίτια με αυλές, ταβέρνες, γέφυρα καμπυλωτή, ιχθυοπωλείο. Όσο μακραίνω, παρόμοιες εικόνες με ελαφρές παραλλαγές. Από την άλλη μεριά σταθερά η πλαζ, με τις πολύχρωμες ομπρέλες και τους λουόμενους. Το βλέμμα της θάλασσας δεν το φοβάμαι, αντίθετα φοβάμαι το βλέμμα των ανθρώπων. Νιώθω να με παρατηρούν, από την αμμουδιά, από μπαλκόνια, από τραπέζια σε καφέ ή ταβέρνες, από αυτοκίνητα που περνάνε. Και γιατί να με παρατηρούν; Τι παράξενο έχω πάνω μου; Ναι, υπάρχει κάτι παράξενο, όχι στα ρούχα, αλλά στην κίνηση. Κάποιος θα βρεθεί που θα καταλάβει ότι βαδίζω με μια άτσαλη νευρικότητα, ότι υπάρχει ένας ακατάστατος παλμός, μια φλόγα. Ναι, βαδίζω τώρα πολύ γρήγορα, έχω απομακρυνθεί από την πλαζ (ή μάλλον η πλαζ έχει απλωθεί στο θέρετρο), έχω παρασυρθεί σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της αγοράς, η θάλασσα αστράφτει από τις εγκοπές ανάμεσα στα σπίτια, σχεδόν τρέχω κι έπειτα ξαφνικά κοντοστέκομαι, λες και κυνηγώ μια πεταλούδα. Τι θα μπορούσα να ψάχνω; Τι θα μπορούσα να κυνηγώ; Ποιο είναι το θήραμα, το κλοπιμαίο; Και ξαφνικά, σε μια γωνία, αυτό που κυνηγώ ακινητοποιείται, παραδίδεται, αφήνεται. Τι συμβαίνει; Ποιο μπορεί να είναι το θήραμα; Είναι η στιγμιαία ματιά μου στα ωραία σανδάλια μιας κοπέλας, που έφυγε από την πλαζ. Κι εκεί, σε αυτό το κλικ, όλα τα μπαλκόνια και τα παράθυρα κι όλοι οι μαγαζάτορες και οι επιβάτες από λεωφορεία και από αυτοκίνητα, και οι περαστικοί από μακριά, κι αυτοί που δεν υποψιάζομαι αλλά υπάρχουν και με παρατηρούν, όλοι μα όλοι σοκάρονται από τη σκηνή, από τον κλέφτη, από το ακατανόητο κλοπιμαίο μιας στιγμής και μόνο η θάλασσα νιώθω πως με συγχωρεί, πως με καταλαβαίνει, κι είναι η μόνη που το βράδυ δεν θα μου χτυπήσει την πόρτα για να με συλλάβει.

Πηγή: Γδύνομαι, ντύνομαι, γδύνεται: Πεζά Κείμενα, Αθήνα: Μπιλιέτο 2022, σσ. 46--47.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου