Ένα αδύναμο κορμάκι,
με στεφάνι τις πλεξούδες
στο μικρό της κεφαλάκι,
πως θυμούμαι τη Λενιώ !
Σ’ ένα σπίτι ήταν δουλίτσα,
που δασκάλα ήμουν εγώ.
Και στην ίδιαν ηλικία,
καπριτσιόζα, χαϊδεμένη,
μια μικρή κυρά από τότες,
η μαθήτρια μου η Λουκία,
εβασάνιζε κι εμένα
και τη δόλια την Ελένη.
Πως θυμούμαι τη λαχτάρα
στα δύο μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
της μικρής δουλίτσας, όταν
με το δίσκο της ερχόταν,
να τρατάρει τη δασκάλα!
Έκανε πως συγυρνούσε,
μέσ’ στην κάμαρα κι αυτή,
κι όλο εκοίταε το βιβλίο,
πάντα δίπλα στο γραφείο,
κι όλο ετέντωνε τ’ αυτί.
Και, για χάρη της, μιλούσα
όλο πάθος και φωτιά.
Κι άρχιζα κι ανιστορούσα
για Νεράϊδες, για Στοιχειά,
για κρυστάλλινα παλάτια
κι η μικρούλα, μαγεμένη,
με ρουφούσε με τα μάτια.
Ώσπου μια φωνή απ’ τα πλάγια,
λες από το παραμύθι
μια Γοργόνα θυμωμένη,
μας αντίσκοβε τα μάγια ...
Κι η δουλίτσα στην κουζίνα
ξαναπήγαινε, θλιμμένη.
Με τα μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
τι να γίνεται η Λενιώ;
Τι να γίνεται η φτωχούλα !
Σ’ άλλο σπίτι θάναι δούλα,
όπως μια φτωχή δασκάλα,
σ’ άλλο σπίτι είμαι κι εγώ
Από την ποιητική συλλογή Λουλούδι της τέφρας (1966)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου