Απ’ τ'ολονύχτιο μεθοκόπι
τραβώ στον κήπο του Ζαππείου
μια ραθυμιά έκλυτου βίου
σέρνεται πίσω μου κατόπι
Τρώγοντας μια μπουκιά στο πόδι
από το χέρι μου η πούλια
μαζί με μένανε ταΐζει.
τις πάπιες και τ’ αγριοπούλια
κάτω απ' τον ήλιο που τρεκλίζει
έχοντας πιει τη νύχτα μονορούφι
Δυο κύκνοι παίρνουν το λουτρό τους
εκείνος λιγωμένα την κοιτά
λίγο σουσάμι του πετώ, τ’ αρπά
με αγνοεί κι όλο την κυνηγά
Γαλίφικα το μερτικό του την τρατάρει
μα η καλή του απρόσμενα αρνιέται
βιολί που χάνει το δοξάρι
χορδή που τέντωσε και σπάει
βυθίζει το κεφάλι και λικνιέται
βαρκούλα στο νερό χωρίς κουπιά
Γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της αγάπης
Θρηνείς μα το τραγούδι το στερνό σου
μην το πεις
Στην όχθη το παγόνι χασμουριέται
αστράφτει η βεντάλια στο κορμί του
ραγίζουν τη χολή μου οι κρωγμοί του
εκ των υστέρων οιωνός κρεμιέται
στην καρδιά μου σαν αράχνη
Αμάθητος σε θάνατο κι αγάπη
το νεκρομάντη διώχνω με φωνές
ιδρώνω, ξεφυσάω, αφρίζω
την πλάτη στον ήλιο γυρίζω
που κρύβεται στα δέντρα σαν χαφιές
Της λατρείας ο βωμός μ’ ανατριχιάζει
Ξεμακραίνω
σταλιά δεν με νοιάζει
Γιορντάνι περασμένο ο λαιμός σου
στο πουπουλένιο μπούστο της σφιχτά
με φτάνει το τραγούδι το στερνό σου -
με τις παλάμες σφαλίζω τ’ αφτιά
Νύχτες ρηχών ερώτων, 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου