Κι από το σώμα έβγαινε μαγεία θερινό το πορτοκάλι
Και οι ώρες που ασθμαίνουν σε ζεστούς αγρούς του θήλεος
Δεν ξεχνώ τα σπίτια που το δέρμα μου τα απεικονίζει
Και την ανάποδή τους, με κραυγή και φονικά βήματα
Μες σε πολτούς φωτός διαγράφουν τον προορισμό μου
Μου ‘φερνε τις παγίδες της η άνοιξη
Στα πανηγύρια έρχονταν ο κόσμος
Μα εγώ στο σπήλαιό μου λησμονημένο εικόνισμα
Βρέθηκα στ’ όνειρο μιας Αναστασίας που της άνοιξα μόνος
μου τα μάτια
Για να περάσω τα μεσάνυχτα
Σαν ύπνος μέσα σε κοιτώνα
Για να γελάσει ο ουρανός και το πέτρωμα του άστρου
Που τ’ άρπαξε το χέρι χρόνια να το στρογγυλέψει
Ο θάνατος ήταν ολόφωτο χωράφι από φτελιές
Αμάξια μελιχρά περνούσαν αστραπή
Χωρίς ένα άλογο να χλιμιντρίσει και χωρίς
Από τον πόθο η φωτιά να πυρακτώσει τον αυχένα
Πάντως απ’ όλες τις τροχιές διάλεξε τη μικρότερη
Πήρε μετά στο χέρι το χορτάρι που πριν απάλυνε το πέλμα
Και το ξανάσπειρε κάτω απ’ τον ουρανό
Όλα ήταν στην εντέλεια και περίμενε
Με το μισό κεφάλι του από κάρβουνο
Από το σώμα του έβγαινε καπνός
Έβγαινε ο βορινός καιρός, όπως το ζώο που αφήνει άλλο
στη θέση του
Όταν με μια μισή κραυγή ανοίγει τον κρουνό της ζωής του
Να τα λοιπόν τα μεσημέρια να τα αισθήματά μας που τινάζονται
Τρελό συντριβάνι ανάμεσα σε χρώματα
Διαρκεί η ζωή μας, κατεβάζει από τα όρη μελωδίες
Ποτάμια φονικά και ποτάμια ζωηφόρα
Κι από τη θύρα ενός κενοταφίου
Μπαίνουν και βγαίνουν λύπες ανθρωπόμορφες
Στο ήμισυ του κεφαλιού σφηνώθηκαν για πάντα
Παραληρήματα
Ενώ στο άλλο ήμισυ
Ουράνιος ο ερχομός καλωσορίζει το έδαφος
Το έδαφος των αριθμών
Της πίστης
Της γυναικείας έκρηξης το έδαφος.
ΠΗΓΗ: Δ. Π. Παπαδίτσας, Ποίηση 1, Εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ, Αθήνα 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου