Ξεκινάνε μιλώντας για το ποδόσφαιρο, για τ' αθλητικά. Ο ένας υπέρ, ρομαντικά αλλά και ενήμερα. Ο άλλος κατά, κυνικά αλλά και συγκινημένα. Μπορεί η συζήτηση δύο ποιητών να οδηγεί από μια τέτοια αρχή, όχι μόνο στης ποίησης την αμφίβολη επικράτεια, αλλά και στης ζωής όλης την άπιαστη συχνά ουσία; Ο Γιάννης Βαρβέρης κι ο Γιώργος Μαρκόπουλος, σε μια εξαιρετικά σπάνια δημόσια, έγγραφη συνύπαρξή τους, μιλούν με τον τρόπο εδώ των πραγματικών ποιητών: και απλά και σοφά. Και υπερβολικά και άμεσα. Και αισθηματικά και απόλυτα. Από διαφορετικές, εκ πρώτης όψεως, αφετηρίες, για της σύγχρονης εποχής την αδιανόητη πια συνάφεια λένε, για το πως περιθώριο τα πολλά φώτα είναι κι όχι η ευγενική σιωπή, για το πως αρκεί λίγο μυαλό από καρδιάς για να αντισταθεί, για να σωθεί ένας άνθρωπος κι όσους μπορεί μαζί του να σώσει.
Μαζευτήκαμε όμως σήμερα εδώ, να μιλήσουμε για... αθλητικά. Για τον ποδοσφαιριστή Αρδίζογλου π.χ., και μπλέξαμε ήδη με το φως και το σκοτάδι.
Και ίσως είναι και το μόνο όνομα ποδοσφαιριστή που γνωρίζει ο Γιάννης ο Βαρβέρης...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Δεν είναι το μόνο όνομα ποδοσφαιριστή που ξέρω, ξέρετε. Συχνά κάνω πως ξέρω λιγότερα απ' όσα ξέρω. Άλλωστε, είναι τέτοιοι οι κανονιοβολισμοί που, και να θέλεις, δεν γίνεται να μην ακούσεις κάποια ονόματα.
Δεν μπορείτε να γλιτώσετε ούτ' εσείς από τη λαίλαπα του αθλητισμού;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Εγώ δεν μπορώ να γλιτώσω; Εγώ γλιτώνω, γλίτωσα. Εσείς είστε από τα... θύματα όλης αυτής της ιστορίας. Εγώ πολύ συμπαθώς βλέπω την αιχμαλωσία σας και σας συμπαρίσταμαι πραγματικά εκ βάθους καρδίας!
Τι είναι αυτή η αιχμαλωσία που λέτε; Μήπως εμείς που είμαστε πια μέσα δεν έχουμε εικόνα σαφή αυτού που μας συμβαίνει;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Τι να είναι; Ένα ακόμα από τα τερτίπια της εξουσίας, φαντάζομαι. Συγκεκριμένα το ποδόσφαιρο, που βλέπω τους ανθρώπους να το παρακολουθούν ομοθημαδόν: όλοι μαζί, πιστεύοντας πως εκείνη τη στιγμή κάπου ανήκουνε. Όμως κι αυτό το θέαμα, το οργανωμένο και πειθαρχημένο, σαν προέκταση του εργασιακού χρόνου δεν είναι; Του αγωνιστικού εργασιακού τους χρόνου. Παραμένουνε δηλαδή στο ίδιο ιδεολόγημα, χωρίς να το καταλαβαίνουνε, νομίζοντας πως διασκεδάζουνε μάλιστα. Αλλά δεν «δια-σκεδάζουνε», δεν διασκορπίζονται όπως θα 'πρεπε κι όπως λέει το ρήμα. Αντίθετα: ξανασυγκεντρώνονται.
Ξανα-μαντρώνονται.
Αυτό που λέτε, ωραίο και σωστό μοιάζει, αλλά...
Όπως;
Μιλάτε, πάντως, για τον πρωταθλητισμό. Ο αθλητισμός μπορεί να υπάρχει ακόμα σε διάφορα μέρη και να σώζει την αγνότητά του ή, έστω, τον αποδοτικό ψυχικά ερασιτεχνισμό του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Καλά. Μόλις επισημαίνονται τέτοιες ιστορίες, αμέσως επιδοτούνται στην εποχή μας, ώστε να πάψουν, ει δυνατόν και αύριο, να είναι αυτό που λέτε. Πάραυτα δηλαδή γίνεται η περι-μαντρωτική κίνηση. Εκείνο που είναι το χειρότερο δε, είναι πως κάποιοι εκπρόσωποι αθλημάτων γίνονται λαϊκοί ήρωες και πνευματικοί ταγοί μας ξαφνικά. Μάλιστα, αν έχουν και λίγο βερνικάκι, ώστε να μπορούν να κάνουν τους πνευματικούς μάγκες και να πλασάρονται ως άνθρωποι άτεγκτοι και αρχών, να που γίνονται και πνευματικά πρότυπα για τον κόσμο τον πολύ. Κι έχουν και λόγο επί παντός επιστητού αυτοί οι άνθρωποι, ονόματα μην πούμε τώρα. Θα μου πεις: Κι άλλοι, δεν ξέρω κι εγώ πόσοι, δεν έχουν πια λόγο επί παντός επιστητού;
Ο Γιώργος ο Μαρκόπουλος είπε κάτι πολύ πιο προχωρημένο όμως: πως τα ίδια και χειρότερα γίνονται και στις τέχνες και στα γράμματα...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ακριβώς. Και μάλιστα εγώ προσωπικά το θεωρώ πολύ πιο επικίνδυνο εκεί, γιατί είναι επιχρισμένο και με την επίφαση της σοβαρότητας και της αδιαμφισβήτητης πνευματικότητας. Για να υπερασπιστώ όμως και το άθλημα που αγαπώ...
Και τις εποχές που τρέχαμε χαμηλά στα κάγκελα οι δυο μας, να δούμε την ομάδα μας...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ πιστεύω πως το ποδόσφαιρο καθόλου δεν είναι αυτό που βλέπουμε πια στην τηλεόραση, στο επίπεδο κάποιων μεγάλων ομάδων και συλλόγων. Εγώ πίστεψα και στο ποδόσφαιρο που παίχτηκε, και ακόμα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παίζεται, στις αλάνες. Στο ποδόσφαιρο που επούλωσε πληγές ανθρώπων εσωτερικές και ένωσε ανθρώπους μεταξύ τους, που τους χώριζαν πάρα πολλά πράγματα, κοινωνικά χάσματα και όχι μόνον. Το ποδόσφαιρο έχει γλυκάνει τα όνειρα πόλεων ολόκληρων, θέλω να πω.
Μια φορά κι έναν καιρό...
Τον ειλικρινή διάλογο εκείνο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Αν πούμε ότι πρόκειται περί διαλόγου. Αλλά, άλλο αυτό κι άλλο όλες αυτές οι χωρίς τέλος πια υπερβολές. Μην πούμε για την εμπορευματοποίηση των πάντων τώρα, αυτά είναι γνωστά τοις πάσι. Να σας πω όμως κάτι ανάλογο που γίνεται με το θέατρο, με τις θεατρικές σχολές στα σχολεία, μια και εγώ ασχολούμαι και λίγο με το θέατρο. Να κάνουν θεατρολογία τα παιδιά στο σχολείο, βεβαίως. Το καταλαβαίνω. Αλλά, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να κάνουν και θέατρο, εκτός από θεατρολογία. Και να ετοιμάζονται όλα τα παιδιά για τις τηλεοράσεις και το σινεμά, για να γίνουν, ει δυνατόν, όλα ηθοποιοί. Γιατί; Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το πράγμα.
Μα, δεν είναι καλό να ασχολούνται όλοι οι άνθρωποι με τις τέχνες;
Ποιος είναι ποιος δεν ξέρει κανείς πια. Φοβόμαστε πια όλοι όλους.
Πώς να γίνει όμως κάτι τέτοιο; Πώς γίνεται κανείς αναχωρητής μέσα στο κέντρο της πόλης, του «πολιτισμού»;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τι να σας πω τώρα; Εκείνο που μπορώ να σας πω είναι πως εγώ, που δεν βλέπω και πολύ τηλεόραση έτσι κι αλλιώς, ένα διάστημα της ζωής μου που με απασχολούσαν ένα σωρό πρακτικά προβλήματα και δεν έβλεπα σχεδόν καθόλου, σας πληροφορώ πως ήμουνα πολύ πιο ενήμερος, πολύ πιο ενημερωμένος για καθετί το ουσιαστικό, μόνο και μόνο παρατηρώντας τα πρόσωπα των συνανθρώπων μου στον δρόμο. Καταλάβαινα τέλεια τι είχε γίνει. Την ουσία των πραγμάτων, όχι τα ψευτο-χρυσά περιτυλίγματα. Αυτό μου είχε κάνει τότε τρομερή εντύπωση και με ώθησε να απέχω όσο γίνεται από όλο αυτό το πανηγύρι. Αλλά κι εγώ κανένας άγιος δεν είμαι. Συμμετέχω σε αρκετά πράγματα, μη γελιόμαστε.
Κλείνοντας λίγο την τηλεόραση, λοιπόν, φτιάχνει και η... εσωτερική μας όραση;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Ε, εννοείται, εννοείται. Δεν θέλω να πω τώρα, γιατί εργάζονται τόσοι άνθρωποι και κάνουν τόσα πράγματα εκεί, αλλά καλή τηλεόραση είναι μάλλον μια κλειστή τηλεόραση μόνο. Γιατί μετά ανοίγουν τα κανάλια των βιβλίων, τα κανάλια της μουσικής, των ερώτων, του σεξ. Τα κανάλια των αρωμάτων, των αισθήσεων, των περιπάτων. Τα κανάλια των εκδρομών. Ακόμα και το κανάλι του... ραδιοφώνου έτσι ξανανοίγει. Και τα κανάλια των συζητήσεων, βέβαια. Είπα του σεξ;
Ναι. Τρεις φορές!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Όχι μετά μανίας. Του σεξ που έρχεται φυσιολογικά, σταδιακά, με αισθητικούς όρους, αν έρθει η στιγμή κι όχι οπωσδήποτε. Κι εκεί δηλαδή αθλητικά: όχι πρωταθλητικά. Με αρχαιοελληνικόν μέτρον, αλλά και με... ρωμαϊκήν λαγνείαν, όταν απαιτηθεί...
Με χιούμορ σαν αυτό που μόλις αναπτύξατε;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Για τους ποιητές δεν θα πούμε τίποτε; Αυτοί κι αν είναι αθλητές. Όλοι αυτοί οι ωραίοι φίλοι μας που ζουν γύρω μας, οι «φίλες σκιές» τους...
Να σας την κάνω, λοιπόν, την ερώτηση που τόσο πολύ επιθυμείτε: Τι πάει να πει ποίηση στην εποχή μας;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όταν ξεκινάς να γράψεις ποίηση, εκείνο που θέλεις, ακόμα κι αν δεν το 'χεις καταλάβει επειδή είσαι πολύ νέος ακόμη, είναι να δώσεις μιαν απάντηση στον εαυτό σου, θέτοντας ερωτήματα που δεν τολμάς ποτέ να τα ρωτήσεις ευθέως. Η ποίηση λοιπόν καλείται να λυτρώσει πρώτα πρώτα τον ίδιο τον συγγραφέα και ευτύχημα θα είναι αν καταφέρει στη συνέχεια να λυτρώσει και κάποιους άλλους μαζί.
Το ιδανικό δεν θα ήταν όμως να μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί σας όλοι οι άνθρωποι;
Μέχρι και ο Πάπας μας... επετέθη πρόσφατα, άλλωστε!
Μην το λέτε. Ταινίες τουλάχιστον γίνεται, δεν έχει γίνει;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Καλά, καλά, τώρα. Πάντως η ποίηση είναι η πλέον μη ευ-ένδοτη σε τέτοιου τύπου εναγκαλισμούς. Και, σε τελευταία ανάλυση, ό,τι επιβάλλεται, γίνεται κατά έναν τρόπο κι αυτό εξουσία. Ή μετέχει της εξουσίας με τον τρόπο του.
Καλύτερα μακριά;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Καλύτερα μακριά, βέβαια. Και τα λέω εγώ αυτά που έχω και μία ενοχή σε σχέση με την εξουσία, μιας και γράφω κριτική θεάτρου, που είναι εξουσιαστικό πράγμα κι αυτό, που πικραίνει τους ανθρώπους και που μπορεί, ευτυχώς ελάχιστα, να επηρεάζει και την πορεία των θεατρικών πραγμάτων. Αλλά όλο το θέμα της εξουσίας, να το ξεκαθαρίσουμε κι αυτό, είναι θέμα συνενοχής. Δεν υπάρχει μόνο εξουσιαστής. Είναι κι ο εξουσιαζόμενος που αποδέχεται τον εξουσιαστή του και λειτουργεί το εξουσιαστικό, κατά περίπτωση, κύκλωμα. Τώρα, όπως θα καταλάβατε, μίλησα για την κριτική θεάτρου εν παρενθέσει και πονηρά, απολογούμενος. Ωστόσο, επί του θέματος της ποίησης, νομίζω πως και οι τρεις συμφωνούμε, πόσο μάλλον υμείς, κύριε Κακίση, πως δεν χρειάζονται οι τυμπανοκρουσίες. Γιατί όλα μοιάζουν να είναι κάπως εκ του πονηρού μετά.
Επομένως, σε σχέση με την εξουσία, ποια η πρόταση η δική σας; Αφού διαφωνήσατε - συμφωνώντας για το ποδόσφαιρο, αφού διαφωνήσατε - συμφωνώντας για τα καλλιτεχνικά πράγματα, αφού διαφωνήσατε - συμφωνώντας σχεδόν σε όλα, τελικά;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ, Σωτήρη μου, επειδή εδώ και πολλά χρόνια έχω αντιληφθεί κάποια πράγματα, κρατώ τις αποστάσεις μου και από την εξουσία, αλλά και από ένα σωρό άλλα πράγματα της κοινωνίας που πιστεύω πως βλάπτουν. Σας έχω ξαναπεί πως έχω αυτο-περιοριστεί, εντός εισαγωγικών, στον χώρο μου. Και λέω εντός εισαγωγικών, γιατί περνάω καλά έτσι, δεν περνάω άσχημα, κάνοντας αυστηρά τις επιλογές μου σε ανθρώπους και πράγματα, σε βιβλία και μουσικές, σε οτιδήποτε με στηρίζει και με τρέφει. Και θέλω να σας εκμυστηρευθώ και κάτι άλλο: πως σ' αυτή τη ζωή που βρεθήκαμε να ζούμε δεν νομίζω πως χρειάζεται να σπαταλάει κανείς ασκόπως πολλές δυνάμεις. Ο Καμύ δεν είχε πει πως η πιο γενναία απόφαση που πρέπει να παίρνει ένας άνθρωπος μετά τα σαράντα, αν δεν αποφασίσει να αυτοκτονήσει, είναι να συνεχίσει να ζει;
Αθλητάνθρωπος κι ο Καμύ, άλλωστε...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Είπαμε πολλά για την εξουσία. Περισσότερο δε εναντίον της εμφανίζονται οι περισσότερο περιπεπλεγμένοι μαζί της. Με την εξουσία πάντα θα 'χουμε να κάνουμε, γιατί αλληλο-προτιθέμεθα, ακόμη και όσοι την αρνούνται τελείως. Εκείνο που έχω να πω εγώ είναι πως πρέπει να βρισκόμαστε σε επαγρύπνηση πάντοτε. Τουλάχιστον σε επαγρύπνηση. Σε επαγρύπνηση με αυστηρότητα και με μια διάθεση φυγής σε σχετικά πλαίσια. Γιατί ζώντας μέσα σε μια κοινωνία και φιλοδοξώντας να αποφασίσουμε πως κάποτε θα πεθάνουμε, ζούμε μέσα στην ευτέλεια της φιλοδοξίας του ενδόξως ζην. Σαν να ήμασταν αθάνατοι. Εδώ μπλέκεται η εξουσία και μας παγιδεύει. Αυτό που είπε ο Γιώργος ο Μαρκόπουλος για την καθημερινότητα είναι πράγματι μια σπουδαία συνταγή, αλλά ούτε κι εμείς ακόμα που τη συνταγογραφούμε δεν μπορούμε να την ακολουθήσουμε πιστά.
Γράφοντας και σβήνοντας, άρα, προχωράμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Γράφοντας και σβήνοντας, αλλά, στο τέλος, σβήνοντας φυσικά. Γιατί εδώ δεν ισχύει το ανέκδοτο «Μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά, μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά, μ' αγαπά και... μένει κι ένα φυλλαράκι». Δεν μένει κανένα φυλλαράκι! Και δεν μ' αγαπά.
Εσείς, Γιώργο, τι λέτε;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ, συγγνώμη, αφαιρέθηκα. Επειδή τον αγαπάω τον Γιάννη, προσηλώθηκα στην ωραία μουσική αυτών που έλεγε και έμεινα εδώ σαν το φυλλαράκι...
[Γιώργος Μαρκόπουλος - "Η ιστορία του Ξενου και της Λυπημένης", 1987]
Κόκκινη Κάρτα
[Γιάννης Βαρβέρης - "Άκυρο θαύμα", 1996]
"Σήκω πάνω,πουτάνα,μπαλαρίνα!"
ΕΠΑΙΖΕ h Α.Ε.Κ. μ' εκείνη την απαίσια Ρουμανική ομάδα, τη βρωμερή Άρτζες Πιτέστι, που έκανε εκείνη την αισχρή αναφορά στην ΟΥΕΦΑ και τη θάψανε απ' την Ευρώπη την Α.Ε.Κ. Οι Ρουμάνοι στις ομοσπονδίες είναι χειρότεροι απ' τους Ιταλούς, άσε που νομίζουνε ότι είναι κι η ελίτ των Βαλκανίων, με κάτι τρίχες να στα πόδια τους οι σικ Ρουμάνες.
Ο ποιητής Τάσος Δενέγρης το 'βλεπε το ματς σε μια θεία του στο Κολωνάκι, που είχε έγχρωμη τηλεόραση, κι ήτανε κι άλλες δυο-τρεις κυρίες με τη θεία, αριστοκράτισσες, καθισμένες και πίνανε τσάι γύρω του. Τους είπε μερικές κουβέντες στην αρχή, και μετά αφοσιώθηκε στον αγώνα, στο Πιτέστι.
Θυμόσαστε, βέβαια, ότι ο Ντουρονικολάε, ο μετέπειτα αποτυχών στον Π.Α.Ο.Β., είχε βρει το δικό μας Νικολάου πλάγιο μπακ και μας είχανε διαλύσει κυριολεκτικά. Δεν τους έφτανε όμως που μας ρίχνανε γκολ, ρίχνανε και καμιά καθυστέρηση σπαστική η ελίτ των Βαλκανίων, κι άντε πάλι Τσαουσέσκου, κι η μαντάμ Τσαουσέσκου, με τις μύτες κ.λ.π.
Έπεσε, λοιπόν, εκείνο το γομάρι ο τερματοφύλακάς τους κάτω κι έκανε τον πεθαμένο. Τότε σηκώθηκε όρθιος στην πολυθρόνα του ο ποιητής Τάσος Δενέγρης και φώναξε, τριγυρισμένος από γριές που πίνανε τσάϊ: "Σήκω πάνω, πουτάνα, μπαλαρίνα!".
[Σωτήρης Κακίσης - "Παραμύθια σαν Αστεία Άστρα", 1984]
Η συνομιλία του Σωτήρη Κακίση με τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Γιώργο Μαρκόπουλο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", στο ένθετο περιοδικό "Πρόσωπα", το Σάββατο 14 Ιουλίου 2001.
Αναδημοσίευση από: https://www.vakxikon.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου