ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Egretta alba
Τώρα ὁ καιρὸς μὲ τὴ χρυσαλλίδα παίζει
καὶ τὸν ἐρωδιὸ ἐρωτεύεται.
Στὴν πλαγιὰ μὲ τὰ κούμαρα
θὰ σᾶς συναντήσω πάλι,
ὦ φίλοι,
ποὺ σᾶς παραπλάνησαν οἱ ἀετοί,
μὴ μ’ ἀποπαίρνετε
ἀπὸ κεῖ ψηλά,
ξέρω γιὰ νὰ σᾶς πῶ
τὶς περιπέτειες ἑνὸς ἐντόμου·
τάχα, δὲν εἶναι ἀρκετό,
τὴν εἴσοδό μου στὸ δάσος
νὰ προετοιμάσω…
ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ
Σπαραγμὸς / ΙΙΙ
Ἀγαπῶ αὐτὴ τὴ μεταμόρφωση
τῶν καθημερινῶν θανάτων, ἔλεγες,
σὰν τὸν κεραμοπλάστη
ποὺ χαρίζει χίλιες μορφὲς στὴ λάσπη του
μικρὰ ζῶα κατοικίδια, πουλιὰ
κι ἀνήμερα θεριά, γαζέλλες ἔντρομες
κι ἔπειτα πάλι, χωρὶς νὰ λείψει ὁ οἶστρος του
τὰ συνθλίβει ξάφνου σὲ μιὰν ἄμορφη ἀργιλλόμαζα
σέρνοντας νέα πλάσματα στὸν ξέφρενο τροχό του,
μ’ ἀρέσει νὰ ἐξαφανίζομαι μέσα στὴ λάσπη μου.
Λεύκα
Ἀνέμελη καὶ κοσμικὴ κι ἀνέφελη
ἀπ’ τὸ χῶμα τῆς φυλῆς μου,
πορεύεσαι τώρα στ’ οὐρανοῦ τ’ ἀνηφόρισμα
σπουδαία τῆς γενιᾶς μου κομίζοντας νέα
καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ νεροῦ καλόδεχτο στὰ πλευρὰ
ραντίζοντας μὲ χλωροφύλλη
τὴ συρρικνωμένη δορὰ τοῦ βράχου.
Λυγίζεις κάποτε ἀπὸ τῆς γῆς τὸ βάρος
ποὺ σφίγγεται στὰ σπλάγχνα σου,
ὥσπου ἕνα φύσημα, νὰ πάρει τὴν καρδιά σου
σ’ ἕνα στροβίλισμα πουλιῶν
ἢ τὰ πολύθροα φύλλα σου τρεμουλιάζοντας
ξεφαντώνεις μὲ τοὺς μῆνες,
τῶν διαβατάρικων γιορτάζοντας τὸν οἶστρο.
Ὁ χειμώνας θὰ σὲ γυμνώσει πάλι
ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ κεραυνὸς ποὺ θὰ σὲ τρόμαζε,
ἀφοῦ καὶ τὴ φωτιὰ τῆς ἀστραπῆς
μ’ ἀστραφτερὸ χαλάζι δροσερεύεις,
μονάχα κεῖνο τ’ ἀνατρίχιασμα τῆς φλέβας σου
τὴν τελευταία ἄνοιξη,
ποὺ τὸ κορμί σου σκόρπισε
σὲ χίλια δυὸ φυλλώματα.
ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ
Μαρίνος 1974
Κύνες καταβαΰζουσιν ὃν ἂν μὴ γινώσκωσι.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, 97
Ἦταν οἱ νύχτες ποὺ τὰ σκυλιὰ σ’ ἀναγνωρίζανε
ὅταν πηδοῦσες τὸ χαντάκι
κι ἔτρεχες γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου
σφίγγοντας τοὺς πεσσοὺς στὰ χέρια
γι’ αὐτοὺς ποὺ θὰ χαράζανε στὴ σάρκα σου
μὲ πυρωμένο σίδερο τ’ ἄλλο πρωὶ
ὅσα συνθήματα κι ἐπιγραφὲς
δὲν θὰ προλάβαινες νὰ σημαδέψεις στὰ ντουβάρια.
Δὲν μ’ ἄκουγες ὅταν σοῦ φώναζα
«πρόσεχε λίγο, μὴν τρέχεις ἔτσι γρήγορα
κάποτε θὰ σὲ λησμονήσουν τὰ σκυλιὰ
κάποτε θὰ χυμήξουν πάνω σου
νὰ σὲ κατασπαράξουν»
καὶ ἄλλες παραινέσεις καὶ συμβουλὲς ἐνάρετες
ποὺ βρώμισαν τὰ χρόνια μου
μὲ φρόνηση κι ἀξιοπρέπεια.
Μὰ σὺ δὲν ἤσουνα παρὼν
εἶχες πηδήξει κιόλας τὸ χαντάκι
γιὰ τὰ τέρματα τῆς ἄρκτου
κι ἐνῶ δυνάμωνε ἡ φωνή μου
τὴ σοφή της σύνεση
τὴ δυσωδία της ἔπνιγες
στὸν ἄσπιλο της ἀρετῆς σου ἀσβέστη.
Ὁ τρόμος
Ὅταν ἀλήτευα στὸν Πόρο
μὲ τὸ Θανάση Μαργαρίτη
πέντε χρονῶ παιδιὰ
μιὰ μέρα
προσπαθώντας νὰ τὸν ξεπεράσω στὸ σημάδι
ἔξω ἀπὸ τὸ Προγυμναστήριο
στοὺς εὐκάλυπτους
μοῦ ξέφυγε μιὰ πέτρα
καὶ τινάχτηκε στοῦ Γερμανοῦ τὰ πόδια
ποὺ φύλαγε σκοπιά.
Ὦ τρόμε
σὲ γνώρισα νωρὶς
κι οὔτε χαλάρωσαν τ’ ἁρπάγια σου ἀπὸ τότε·
παιδιά μου ὅλης τῆς γῆς
παιδιὰ στὸ Βιετνὰμ καὶ τὴν Καμπότζη
ν’ ἀλαφροπετᾶτε τὰ λιθάρια σας…
Τὸ γέρασμα
Γέρασε ὁ κόσμος κι ἄδειασε
ἡ Ὀμορφιὰ κι ἐκείνη παζαρεύεται στοὺς δρόμους·
ἂχ Νικοβούλη στὴ ρημαγμένη Ἔφεσο
τ’ ἀγέλαστα ἡ μανιασμένη Σίβυλλα
πικρανασαίνει.
Πρόστυχοι στίχοι, ἀνήκουστες βλαστήμιες
ταπεινὲς αἰσχρολογίες
καὶ συχνὰ διευθύνσεις καὶ τηλέφωνα
στὶς πιὸ ἀπροσδόκητες γωνιὲς
ἀκόμη καὶ στὶς δημόσιες τουαλέττες.
Δὲν ἔχει τέλος, δὲν μερώνει
ἡ ἀγριότητα τῆς μοναξιᾶς.
Boogie-woogie
Ὡραῖες τοῦ μάμπο
κι ὡραῖες τοῦ μπούγκι-γούγκι
τώρα σημαδεμένες ἀπὸ τὸν καιρὸ
χίλιες φορὲς ὡραῖες
χίλιες φορὲς ταξιδεμένες
μὲ τοὺς πελώριους κεκρύφαλους
καὶ τοὺς πανύψηλους κοθόρνους.
Πόσοι αἰῶνες φλυαρίας
στὸ ψιλικατζίδικο μὲ τὰ φτηνὰ καλλυντικὰ
στὸ γύρο τῆς μικρῆς πλατείας μὲ τὶς ἀκακίες
στὰ σταυροδρόμια καὶ στὰ κεφαλόσκαλα·
ὁ ἀκονιστής, ὁ παλιατζής, ἡ γύφτισσα
καὶ ὁ σακατεμένος στρατιώτης.
Εἶδα τὸ γράμμα ποὺ διπλώνατε στὸν κόρφο σας
σᾶς ἔφερα τὸ κοκοράκι γιὰ τὸν πονοκέφαλο
τὸ Ζέφυρο καὶ τὸ Ρομάντζο
ἄκουσα τὰ χωνιὰ καὶ τὰ συνθήματα
τοὺς πυροβολισμοὺς μέσ’ στὸ σκοτάδι
γι’ αὐτὸ ποτὲ μὴ σταματᾶτε
λικνίστε ἀκόμη στὸ χορό σας τὸ παιδὶ
ποὺ ἄλλαζε βελόνες στὸ γραμμόφωνο
ὢ ἀρχαγγέλισσες νυχτερινὲς
ὡραῖες του μάμπο
κι ὡραῖες του μπούγκι-γούγκι…
Δρόμων καλὸς
Λοιπὸν ὁ Δρόμων ἦταν σκλάβος.
Τὸ βρῆκα ψάχνοντας ἀργότερα στὸ λεξικὸ
πὼς ἔτσι φώναζαν συχνὰ τοὺς δούλους
κι ἀναστατώθηκα στὶς ὑποθέσεις·
πῶς βρέθηκε στὴ Θάσο
νὰ ἦταν Σκύθης, Ἀσιάτης ἢ Ἀφρικανός,
Ἕλληνας ἀπὸ κάποια κουρσεμένη κώμη
καὶ δούλευε ὁλημερὶς στὰ λατομεῖα
ἢ τὸν παζάρευε τ’ ἀφεντικό του στὸ λιμάνι
ὅταν ὁ σύντροφός του χάραζε
στὸ στυλοβάτη τοῦ ἱεροῦ ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ.
Ἂχ Δρόμωνα μὲ τὰ φτερὰ στὰ πόδια
τρέξε σ’ αὐτὸ τὸ ποίημα καὶ ζωντάνεψὲ τὸ
ὀργάνωσε μὲ τοὺς συντρόφους σου μιὰν ἀνταρσία
καὶ λεηλατῆστε, κάψτε
περάστε μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο
τὶς κομψοέπειες καὶ τὰ φτιασίδια μου
λευτερῶστε μέσα μου τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὸ γραφιὰ
κι ἔπειτα πάρτε μὲ μαζί σας στὰ λατομεῖα τ’ ἀληθινὰ
νὰ μαθητέψω πλάι σας τὸ μυστικὸ
τῆς κάθε λέξης πῶς νὰ πελεκάω καὶ νὰ σπάω
ὅπως γυμνοὶ στὸν ἥλιο σπᾶτε τὴν πέτρα καὶ τὸ μάρμαρο.
Ἂχ Δρόμωνα μὲ τὰ φτερὰ στὰ πόδια
δὲν γράφτηκε μιὰ Ἰλιάδα
γιὰ τὴ δική σου τὴν ὀργή.
ΑΝΙΠΤΟΠΟΔΕΣ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΕΣ
Ἡ πλεκτάνη
Τελικὰ μετὰ πολλὲς παλινδρομήσεις καὶ ἀναβολὲς
τ’ ἀνησυχαστικὰ μηνύματα κατίσχυσαν·
δὲν ἔπαιρνε ἄλλο, ἔκοψε μὲ τὸ μαχαίρι τὸ τσιγάρο
μὰ ἔπρεπε τὸ ἴδιο νυστέρι νὰ μπεῖ καὶ στὸ ἀλκοόλ.
Στὴν ἀρχὴ πάσχισε μὲ διάφορα ὑποκατάστατα
ζουμιά, χυμοὺς καὶ ἀφεψήματα
μ’ ἄς πάει στὸ διάολο
ἂν εἶναι νὰ πάει στὸν ἄλλο κόσμο γιὰ δυὸ ποτηράκια τὸ μεσημέρι
κι ἄλλα τόσα τὸ βράδυ, χαλάλι.
Ὅσο γιὰ τὶς ἐρωτικές του ἐπιδόσεις, ἐδῶ ἐπιτρέψτε μου νὰ μὴν ἐπεκταθῶ
ἤμουνα πάντα ντροπαλὸς σ’ αὐτὰ τὰ θέματα
δὲν θέλω νὰ διασύρω στὰ καλὰ καθούμενα τὸν ἄνθρωπο.
Ἄλλωστε δὲν τοῦ λείπει ἡ αἰσιοδοξία
συχνὰ μάλιστα σκέφτεται ὅτι ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ πολλοὺς βραχνάδες
νιώθει πιὰ ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ πάθη
μπορεῖ ἐπὶ τέλους ν’ ἀφοσιωθεῖ ἀπερίσπαστος στὰ ὁράματά του
νὰ στοχαστεῖ χωρὶς δολιχοδρομίες τί ἐστὶ τὸ ὄν
τὸ δικό του ὄν ἰδιαίτερα
κι ἂν εἶναι ἀπὸ τὴν ἡδονὴ πιὸ κραταιὲς ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ φρόνηση.
Ἀκόμη μιὰ πλεκτάνη πιὸ ἀπατηλὴ
ἀπὸ τὴ νικοτίνη, τὸ ἀλκοὸλ καὶ τῆς σαρκὸς τὰ δολερὰ παραστρατήματα
Κι ἐξάπαντος ὁριστικὰ θανάσιμη.
Οὔτις
στὸν Χρίστο Ρουμελιωτάκη
Mantua me genuit…
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ
Μὲ γέννησαν ἡ Ζούρτσα καὶ τὸ Ἀργοστόλι
μεγάλωσα στὴν Καλογραίζα καὶ στοὺς Ποδαράδες
ἔκανα δάσκαλος ἐπάνω στὰ βουνά.
Θὰ ἤθελα κι ἐγώ, σὰν τὸν κύκνο τῆς Μάντουας
νὰ εἶχα τραγουδήσει βοσκούς, ἀγροὺς καὶ ἥρωες
ὅπως, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο
ἔθαλλαν τότε ἀκόμη
ὅταν ἄνοιγαν στὸ φῶς τὰ βρεφικά μου μάτια.
Ὁ παιδικοί μου φίλοι καὶ συμμαθητὲς
ποὺ οἱ πατεράδες τους δούλευαν στὰ λιγνιτωρυχεῖα
καὶ οἱ μανάδες τους στὰ ὑφαντουργεῖα τοῦ Μουταλάσκη
μποροῦν νὰ εἶναι μάρτυρες
ἂν ἐξακολουθοῦν νὰ θυμοῦνται
τὶς σχολικές μας ἐκδρομὲς πεζῆ στὰ Μάρμαρα
ἢ μὲ τὸ φορτηγὸ στὸ Σούνιο καὶ στὴν Πεντέλη.
Δὲν πρόλαβα
πάει καιρὸς ποὺ ὅλα τοῦτα πνίγηκαν
στὸ βόμβο καὶ στοὺς καπνοὺς τῆς λεωφόρου.
Δὲν ἔχω πιὰ πατρίδα, δὲν πιστεύω σὲ θεοὺς
οὔτε γνωρίζω ἀκριβῶς ποιὸς εἶμαι
στὸ τέρας τοῦ καιροῦ
ποὺ μ’ ἔχει φυλακίσει στὴ σπηλιά του
σὰν μὲ ρωτάει ἀπαντάω ἀνυπόκριτα Οὔτις.
Ἡ παράταση
Οἱ φίλοι του, ὅσοι δὲν ἔχουν ἀκόμη ἀποδημήσει
ἀναζητοῦν ἐναγωνίως κάποια παράταση.
Συχνὰ τοὺς συναντᾶ σὲ διάφορα διαγνωστικὰ κέντρα
ποὺ ἔχουν πλημμυρίσει, τὴν τελευταία ἰδίως δεκαετία
ὅλες τὶς συνοικίες· ἀπομνημονεύει τὰ ὀνόματά τους
ὅπως ἄλλοτε τὰ ἀγαπημένα του ποιήματα
ὀνόματα εὔηχα, ἐνθαρρυντικά, αἰσιόδοξα·
δὲν ἔχουν τέλος τὰ περιφανῆ Ἀσκληπιεῖα,
οἱ θαυματουργοὶ ὁσιομάρτυρες
ἀλλὰ καὶ οἱ ἔσχατοι τοῦ γένους εὐεργέτες.
Κι αὐτοὶ ἐκεῖ, ἀνεβοκατεβαίνουν τοὺς ὀρόφους
ἀδημονοῦν, δὲν περιμένουν τὸν ἀνελκυστήρα
δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν πὼς εἶναι μελλοθάνατοι
ὅτι τὰ βήματά τους ἀντηχοῦν ἤδη σὲ ἄλλη χώρα
ὅτι μπορεῖ νὰ δρασκελίσαν τὸ κατώφλι τοῦ αἰώνα
νὰ ἐπιβίωσαν ἀπὸ λιμούς, λοιμοὺς καὶ καταποντισμοὺς
μὰ ἡ καρδιὰ τους ἔχει ἀπολέσει πρὸ πολλοῦ τὸν γνώριμο ρυθμό της
οἱ ἀρρυθμίες της συναγωνίζονται μὲ τὴ δυσαρμονία τῶν καιρῶν.
Διαβάζουν τὴν ἐφημερίδα τους στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς
ψύχραιμοι καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὶς παγκόσμιες ἐξελίξεις
κι ἐκλιπαροῦν τὸ ἀόρατο βουβοὶ
ὁ φάκελος μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων
ποὺ τοὺς προτείνει στὸ γκισὲ ἡ δροσερὴ κοπελίτσα
νὰ περιέχει ἐξάπαντος τὴν πολυπόθητη παράταση
αὐτὴ ποὺ θὰ τοὺς δώσει πιὰ τὴν τελευταία εὐκαιρία
νὰ προσδιορίσουν τὸ ἀληθινὸ μέτρο τοῦ βίου τους
καὶ σ’ ἐμένα ἐπιτέλους νὰ χαράξω
τὸν πιὸ ἀκριβό, τὸν πιὸ ἀληθινό μου στίχο
τὸ στίχο ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ καμιὰ παράταση.
Τὸ τρυπάνισμα
Ἡ τερηδών, τὸ τέρετρον
τὸ τρύπανο τοῦ ξυλοφάγου
τοῦ ξυλοτρώκτη τὸ τρυπητήρι.
Αὔριο, μεθαύριο, σ’ ἕνα μήνα, κάποτε
τὸ τρυπάνισμα θὰ εὐοδωθεῖ
θὰ πάρει τὴν ὁριστικὴ μορφή της
ἡ ἀγυρτεία τοῦ χρόνου
ἡ μαύρη τρύπα τοῦ θεοῦ.
Τὰ μέτρα καὶ οἱ ρυθμοὶ
Ὅμως δὲν ἐξαλείφεται τόσο ἀνώδυνα ἡ τερηδόνα
ὁ βόμβος τοῦ τροχοῦ προώρισται νὰ μὲ συνοδεύει ὡς τὴ συντέλεια
γι’ αὐτὸ πρέπει ἐγκαίρως νὰ ἐνταχθῶ στὰ μέτρα ποὺ τὸν περιέχουν
ν’ ἁρμόσω τὴ φθαρτότητά μου στοὺς ρυθμούς του
τὴν ἄτεγκτη προσωδία του, ὅπως ἡ ποίηση ὁρίζει
καὶ ἡ ἐξουσία της.
Ρίχνω μιὰ τελευταῖα ματιὰ
ἐκεῖ ποὺ λίγο πρὶν παραδομένος στὴν παντοδυναμία τοῦ τροχοῦ
ἄκουγα γιὰ τὸν αἰώνα ποὺ διάβηκε
κι ἀρχίζω νὰ τρεκλίζω
εἶναι τόσο βαριά, τόσο ἀσήκωτα τ’ ἀρκαδικὰ βουνὰ
τὰ μαῦρα μάρμαρα τῆς Γορτυνίας
οἱ μπαρουτόμυλοι τῆς Δημητσάνας
ὁ Βελουχιώτης καὶ οἱ συντρόφοι του.
Κανένα θρόισμα, κανένα μούρμουρο ἀπὸ τὰ ἔλατα
δὲν μοῦ μέλλεται νὰ φτάσει ὡς ἐδῶ
νὰ μερώσει τὸν τροχὸ τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας.
Τὸ βουλιαγμένο σχολεῖο
ταυτὸ τὲ ζῶν καὶ τεθνηκὸς
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Κι ὅπως ἐσὺ ἀφήνοντας τὰ Τρόπαια ἔριξες μαύρη πέτρα
ἔτσι χαθῆκαν, ἔτσι σκόρπισαν ὅλα τὰ παιδιὰ
ὅσα κινοῦσαν ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τοῦ Δάρα καὶ τὴν Καμενίτσα
ἢ κατηφόριζαν ἀπὸ τὰ Μαγούλιανα καὶ τὸ Βαλτεσινίκο
ἀγόρια καὶ κορίτσια, νύμφες καὶ σάτυροι
στὶς λαγκαδιὲς τοῦ Μαίναλου.
Κι εἶναι σὰν νὰ παραμιλάω
σ’ ἕνα σχολεῖο βουλιαγμένο
μ’ ἀκόμη δὲν βολεῖ νὰ τὸ χωνέψω τόσα χρόνια δάσκαλος
ὅτι τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ὁ Πάνω καὶ ὁ Κάτω κόσμος
ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ σκοτεινὸς Ἐφέσιος.
Νύμφες καὶ σάτυροι, ζουζούνια καὶ νυφίτσες
σκίουροι καὶ σκαντζόχοιροι στὶς λαγκαδιὲς τοῦ Μαίναλου
ξέρω καλὰ τὸν Πάνω κόσμο
γιατί μοῦ χάρισε τὴ Γορτυνία καὶ τὶς στράτες ἐκεῖνες
ποὺ διάβηκαν οἱ Κολοκοτρωναῖοι καὶ τὰ παλληκάρια τους.
Μὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Μυλάοντα
τώρα πιὰ μὲ καλοῦν ἀπὸ τὸν Κάτω κόσμο.
Ζούρτσα
Προσπερνώντας τὸν τσιμεντένιο σκελετὸ
ποὺ τὰ πλατύχωρα μπαλκόνια του
θὰ ζήλευε ὁποιαδήποτε πολυκατοικία τῆς Μεσογείων
φτάνω ἐπὶ τέλους στὴν Τρανὴ τὴ Βρύση
ποὺ δὲν εἶναι βρύση πιά.
Ὡστόσο στέκει ἀκόμη ὄρθια ἡ ἐκκλησία τῆς Ὑπαπαντῆς·
σπρώχνω τὴν πόρτα
καὶ ξαφνικὰ ἕνα βίαιο ἀπελπισμένο φτεροκόπημα
κάποιος φυλακισμένος μποῦφος κύριος οἶδε πῶς
σπαθίζει τὸ κενὸ σκουντουφλώντας στὰ ψηλὰ παράθυρα.
Δὲν ἀντέχει τὸ φῶς τὸ φοβισμένο νυχτοπούλι
γυρεύει τὸ ἀγαπημένο του σκοτάδι
θέλει νὰ τρέξει κάπου νὰ κρυφτεῖ
μὰ δὲν διακρίνει τὴν διάπλατη πόρτα
οὔτε μπορῶ ἀλλιῶς νὰ τὸ συντρέξω.
Φτωχὸς σ’ ἐπινοήσεις ἐγκαταλείπω τὴν προσπάθεια
καὶ ξαναζυγώνω στὴ φρυγμένη τρανὴ Βρύση
καταλαβαίνω πιά, ἐγὼ εἶμαι ὁ μποῦφος
τὸ φοβισμένο νυχτοπούλι θὰ ξαναβρεῖ κάποια στιγμὴ
τὸ ἀγαπημένο του σκοτάδι
θὰ συμφιλιωθεῖ πάλι μαζί του
μὰ ἐγὼ ποτὲ
ὅσο κι ἂν τὸ παλιὸ ρολόι τοῦ Ἅγιου Νικόλα
χτυπάει μιὰ καὶ δυὸ μεσάνυχτα.
Τὸ γουργουρητὸ
Ἀκόμη κι ὅταν συγκατανεύεις στὶς θωπεῖες μου
δὲν κάνεις λιγότερο ἀνοίκειο τὸ ἀπροσπέλαστο·
εἶσαι μία λόχμη παντοτινὰ νυχτερινὴ καὶ ἀδιαπέραστη
ποὺ δὲν αὐλάκωσαν ποτὲ οἱ ἄνεμοι τῆς ἱστορίας
κι ὅσο βυθίζεσαι μ’ ἀτέλειωτα γουργουρητὰ στὴν ἀγκαλιά μου
τόσο πιὸ σκοτεινὸ κι ἀνεξιχνὶαστο
προβάλλει τὸ ἀκατανόητο,
σὰν τὰ σουβλερά σου δόντια καὶ τὰ νύχια
ποὺ δῆθεν ἀνεξίκακα στὰ παίγνιά μας
μαγγώνουν τὶς παλάμες μου.
Συνέχισε, συνέχισε τὸ ἀέναο γουργουρητὸ
τὶς γνώρισα τὶς χαρακιὲς τῆς μοίρας
τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια της·
εἶδα τὰ μάτια της μέσα στὰ μάτια σου
κι ἔνιωσα τὸ ἀκατανόητο νὰ πάλλεται ὁλοζώντανο
σὰν τὴν κοιλιά σου μεσ’ στὰ χάδια μου.
Ἀπέναντι
Ἐσεῖς ποὺ τρέχετε τὶς λεωφόρους καὶ στὶς ἐθνικὲς
ἂν τύχει κι ἀνταμώσετε στὸ δρόμο σας
τὸ συντριμμένο καύκαλο κάποιας χελώνας
μὴν προσπεράσετε ἀδιάφοροι.
Γύρευε κι ἐκείνη ὅπως κι ἐσεῖς νὰ πάει ἀπέναντι
σ’ ἕνα κόσμο διαφορετικὸ
τὸν κόσμο ποὺ κι ἐσεῖς δαιμονισμένοι
τρέχετε καὶ δὲν σώνετε νὰ φτάσετε.
Ο ΣΗΜΕΙΩΜΕΝΟΣ
Ὁ σημειωμένος
Πάει καιρὸς ποὺ ἡ Μερόπη
μὲ κοιτάζει ἐξεταστικὴ καὶ ἀνήσυχη
καρφώνοντας συχνὰ πυκνὰ τὸ βλέμμα στὰ πόδια μου
κι ὕστερα θυμιατίζει
καὶ μὲ ραντίζει μ’ ἅγιο μύρο ἀπὸ τὴν Πειρήνη
μὰ πιὸ πολὺ αὐτὸς ποὺ μὲ παιδεύει
μὲ τὴν καχυποψία του καὶ τοὺς ὑπαινιγμούς του
εἶναι ὁ Πόλυβος.
Καὶ ποῦ γυρνᾶς, ποῦ γύριζες ὁλημερὶς
ἀπὸ τὴ μιὰ θάλασσα στὴν ἄλλη
πεζοπορώντας ὡς τὸ Λέχαιο καὶ τὶς Κεχριὲς
τί γυρεύεις, τί ζητᾶς
στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ λιμάνια.
Μὰ ἐγὼ μιλιὰ δὲ βγάζω
τί νὰ πῶ, πῶς νὰ τὸ πῶ
τί ἐξηγήσεις νὰ ἀπαιτήσω
γιατί ὄχι πιὰ ψιθυριστὰ πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου
ἀλλὰ κατάμουτρά μοῦ τὸ πετᾶν
ὁ μπάσταρδος, ὁ μοῦλος, ὁ σημειωμένος.
Δίκην ποιητικῆς
Βραχύ, βραχύ, μακρὸν — ἢ μᾶλλον ὄχι
μακρόν, βραχύ, βραχύ· τί ποιητὴς ἀλήθεια
νὰ μπερδεύω τοὺς ἀνάπαιστους μὲ τοὺς δακτύλους·
ὁρισμένως, τὸ ἡρωικὸ ἑξάμετρο δὲν μοῦ ταιριάζει
μόλις ξεκινήσω μὲ τὸ πρῶτο βῆμα πέφτω καὶ τσακίζομαι
καὶ τί νὰ πῶ γιὰ τ’ ἀναρίθμητα μελικὰ καὶ χορικὰ
τὶς σαπφικὲς καὶ τὶς πινδαρικὲς στροφές,
ἐδῶ σηκώνω τὰ χέρια, παραιτοῦμαι.
Μὰ ἐγὼ ξέρω ποιὰ εἶναι ἡ κλίση μου
γνωρίζω ἀρκετὰ τὸ φυσικό μου
ἀκούω τοὺς φαρμακωμένους ἴαμβους τῆς Ἰοκάστης
ὅταν πασχίζει νὰ διασκεδάσει
τὰ τρομαγμένα ὄνειρα τοῦ Οἰδίποδα
κι αὐτὸν τυφλὸ τὴν ἴδια μέρα κιόλας
νὰ καταριέται τὸν Κιθαιρώνα ποὺ τὸν δέχτηκε
κι ἐκεῖ στὴν χλαλοὴ τῆς μάχης
πίσω ἀπὸ τὴν ἀπειλητικὴ ὄψη τοῦ Τειρεσία
βλέπω ξάφνου τὰ φλογισμένα βέλη τοῦ Καπανέα
νὰ τρυποῦν τὰ τείχη τῆς Καδμείας
πέφτουν οἱ πύργοι τῆς Καδμείας, σωριάζονται στὸ χῶμα,
ἔπεσαν, δὲν λογχίζουν πιὰ τὸν οὐρανὸ
κι ἀπομένει μόνο νὰ σκεπάζει τὸν ὁρίζοντα τοῦ τρόμου
καὶ τοῦ ποιήματος
τὸ παγωμένο πρόσωπο τοῦ Πολυνείκη
κι ἡ Ἀντιγόνη σκέλεθρο νὰ ραίνει μὲ μιὰ φούχτα χῶμα τὰ μαλλιά του
ἐνῶ μὲς στὶς φωτιὲς καὶ στοὺς καπνοὺς σὰν σπίθες σβήνουν
καὶ σὰν πυροτεχνήματα εὐτελῆ
δάκτυλοι καὶ ἀνάπαιστοι, ἴαμβοι καὶ τροχαῖοι
τὰ ἰνδάλματα καὶ τὰ φαντάσματα τῶν ποιητῶν.
Πηγή:http://oropedio.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου