Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

 ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

  
Egretta alba

Τώρα  καιρς μ τ χρυσαλλίδα παίζει
κα τν ρωδι ρωτεύεται.
Στν πλαγι μ τ κούμαρα
θ σς συναντήσω πάλι,
 φίλοι,
ποὺ σᾶς παραπλάνησαν ο ετοί,
μ μ’ ποπαίρνετε
π κε ψηλά,
ξέρω γι ν σς π
τς περιπέτειες ἑνς ντόμου·
τάχα, δν εναι ρκετό,
τν εσοδό μου στ δάσος
ν προετοιμάσω…

 
ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

Σπαραγμς / ΙΙΙ

γαπ ατ τ μεταμόρφωση
τν καθημερινν θανάτων, λεγες,
σν τν κεραμοπλάστη
ποὺ χαρίζει χίλιες μορφς στ λάσπη του
μικρ ζα κατοικίδια, πουλι
κι νήμερα θεριά, γαζέλλες ντρομες
κι πειτα πάλι, χωρς ν λείψει  οστρος του
τ συνθλίβει ξάφνου σ μιὰν μορφη ργιλλόμαζα
σέρνοντας νέα πλάσματα στν ξέφρενο τροχό του,

μ’ ρέσει ν ξαφανίζομαι μέσα στ λάσπη μου.


Λεύκα

νέμελη κα κοσμικ κι νέφελη
π’ τ χμα τς φυλς μου,
πορεύεσαι τώρα στ’ ορανο τ’ νηφόρισμα
σπουδαία τῆς γενις μου κομίζοντας νέα
κα τ σπαθ το νερο καλόδεχτο στ πλευρ
ραντίζοντας μ χλωροφύλλη
τ συρρικνωμένη δορ το βράχου.

Λυγίζεις κάποτε π τς γς τ βάρος
ποὺ σφίγγεται στ σπλάγχνα σου,
σπου να φύσημα, ν πάρει τν καρδιά σου
σ’ να στροβίλισμα πουλιν
 τ πολύθροα φύλλα σου τρεμουλιάζοντας
ξεφαντώνεις μ τος μνες,
τν διαβατάρικων γιορτάζοντας τν οστρο.

 χειμώνας θ σ γυμνώσει πάλι
λλ δν εναι  κεραυνς πο θ σ τρόμαζε,
φο κα τ φωτι τς στραπς
μ’ στραφτερ χαλάζι δροσερεύεις,
μονάχα κενο τ’ νατρίχιασμα τς φλέβας σου
τν τελευταία νοιξη,
ποὺ τ κορμί σου σκόρπισε
σ χίλια δυ φυλλώματα.



ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ
  
Μαρίνος 1974

Κύνες καταβαΰζουσιν ν ν μ γινώσκωσι.
                                                                  ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, 97

ταν ο νύχτες πο τ σκυλι σ’ ναγνωρίζανε
ταν πηδοσες τ χαντάκι
κι τρεχες γι τ τέρματα τς ρκτου
σφίγγοντας τος πεσσος στ χέρια
γι’ ατος πο θ χαράζανε στ σάρκα σου
μ πυρωμένο σίδερο τ’ λλο πρω
σα συνθήματα κι πιγραφς
δν θ προλάβαινες ν σημαδέψεις στ ντουβάρια.

Δν μ’ κουγες ταν σοῦ φώναζα
«πρόσεχε λίγο, μν τρέχεις τσι γρήγορα
κάποτε θ σ λησμονήσουν τ σκυλι
κάποτε θ χυμήξουν πάνω σου
ν σ κατασπαράξουν»
κα λλες παραινέσεις κα συμβουλς νάρετες
ποὺ βρώμισαν τ χρόνια μου
μ φρόνηση κι ξιοπρέπεια.

Μ σ δν σουνα παρν
εχες πηδήξει κιόλας τ χαντάκι
γι τ τέρματα τς ρκτου
κι ν δυνάμωνε  φωνή μου
τ σοφή της σύνεση
τ δυσωδία της πνιγες
στν σπιλο της ρετς σου σβέστη.


Ὁ τρόμος

ταν λήτευα στν Πόρο
μ τ Θανάση Μαργαρίτη
πέντε χρον παιδι
μι μέρα
προσπαθώντας ν τν ξεπεράσω στ σημάδι
ξω π τ Προγυμναστήριο
στος εκάλυπτους
μο ξέφυγε μιὰ πέτρα
κα τινάχτηκε στο Γερμανο τ πόδια
ποὺ φύλαγε σκοπιά.

 τρόμε
σ γνώρισα νωρς
κι οτε χαλάρωσαν τ’ ρπάγια σου π τότε·
παιδιά μου λης τς γς
παιδι στ Βιετνμ κα τν Καμπότζη
ν’ λαφροπεττε τ λιθάρια σας…


Τ γέρασμα

Γέρασε  κόσμος κι δειασε
 μορφι κι κείνη παζαρεύεται στος δρόμους·
χ Νικοβούλη στ ρημαγμένη φεσο
τ’ γέλαστα  μανιασμένη Σίβυλλα
πικρανασαίνει.

Πρόστυχοι στίχοι, νήκουστες βλαστήμιες
ταπεινς ασχρολογίες
κα συχν διευθύνσεις κα τηλέφωνα
στς πι προσδόκητες γωνις
κόμη κα στς δημόσιες τουαλέττες.

Δν χει τέλος, δν μερώνει
 γριότητα τς μοναξις.




Boogie-woogie

ραες τοῦ μάμπο
κι ραες τοῦ μπούγκι-γούγκι
τώρα σημαδεμένες π τν καιρ
χίλιες φορς ραες
χίλιες φορς ταξιδεμένες
μ τος πελώριους κεκρύφαλους
κα τος πανύψηλους κοθόρνους.
Πόσοι αἰῶνες φλυαρίας
στ ψιλικατζίδικο μ τ φτην καλλυντικ
στ γύρο τς μικρς πλατείας μ τς κακίες
στ σταυροδρόμια κα στ κεφαλόσκαλα·
 κονιστής,  παλιατζής,  γύφτισσα
κα  σακατεμένος στρατιώτης.
Εδα τ γράμμα πο διπλώνατε στν κόρφο σας
σς φερα τ κοκοράκι γι τν πονοκέφαλο
τ Ζέφυρο κα τ Ρομάντζο
κουσα τ χωνι κα τ συνθήματα
τος πυροβολισμος μέσ’ στ σκοτάδι
γι’ ατ ποτ μ σταματτε
λικνίστε κόμη στ χορό σας τ παιδ
ποὺ λλαζε βελόνες στ γραμμόφωνο
 ρχαγγέλισσες νυχτερινς
ραες του μάμπο
κι ραες του μπούγκι-γούγκι…


Δρόμων καλς

Λοιπν  Δρόμων ταν σκλάβος.
Τ βρκα ψάχνοντας ργότερα στ λεξικ
πὼς τσι φώναζαν συχν τος δούλους
κι ναστατώθηκα στς ποθέσεις·
πς βρέθηκε στ Θάσο
ν ταν Σκύθης, σιάτης  φρικανός,
λληνας π κάποια κουρσεμένη κώμη
κα δούλευε λημερς στ λατομεα
 τν παζάρευε τ’ φεντικό του στ λιμάνι
ταν  σύντροφός του χάραζε
στ στυλοβάτη το ερο ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ.

χ Δρόμωνα μ τ φτερ στ πόδια
τρέξε σ’ ατ τ ποίημα κα ζωντάνεψὲ τ
ργάνωσε μ τος συντρόφους σου μιὰν νταρσία
κα λεηλατστε, κάψτε
περάστε μ φωτι κα σίδερο
τς κομψοέπειες κα τ φτιασίδια μου
λευτερστε μέσα μου τν ποιητ π τ γραφι
κι πειτα πάρτε μ μαζί σας στ λατομεα τ’ ληθιν
ν μαθητέψω πλάι σας τ μυστικ
τς κάθε λέξης πῶς ν πελεκάω κα ν σπάω
πως γυμνο στν λιο σπτε τν πέτρα κα τ μάρμαρο.

χ Δρόμωνα μ τ φτερ στ πόδια
δν γράφτηκε μιὰ λιάδα
γι τ δική σου τν ργή.


ΑΝΙΠΤΟΠΟΔΕΣ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΕΣ
  
 πλεκτάνη

Τελικ μετ πολλς παλινδρομήσεις κα ναβολς
τ’ νησυχαστικ μηνύματα κατίσχυσαν·
δν παιρνε λλο, κοψε μ τ μαχαίρι τ τσιγάρο
μ πρεπε τ διο νυστέρι ν μπε κα στ λκοόλ.
Στν ρχ πάσχισε μ διάφορα ποκατάστατα
ζουμιά, χυμος κα φεψήματα
μ’ ἄς πάει στ διάολο
ν εναι ν πάει στν λλο κόσμο γι δυ ποτηράκια τ μεσημέρι
κι λλα τόσα τ βράδυ, χαλάλι.
σο γι τς ρωτικές του πιδόσεις, δ πιτρέψτε μου ν μν πεκταθ
μουνα πάντα ντροπαλς σ’ ατ τ θέματα
δν θέλω ν διασύρω στ καλ καθούμενα τν νθρωπο.

λλωστε δν το λείπει  ασιοδοξία
συχν μάλιστα σκέφτεται τι παλλάχτηκε π πολλος βραχνάδες
νιώθει πι λεύθερος π τ πάθη
μπορε π τέλους ν’ φοσιωθε περίσπαστος στ ράματά του
ν στοχαστε χωρς δολιχοδρομίες τί στ τ ὄν
τ δικό του ὄν διαίτερα
κι ν εναι π τν δον πι κραταις  ρετ κα  φρόνηση.

κόμη μι πλεκτάνη πι πατηλ
π τ νικοτίνη, τ λκολ κα τς σαρκς τ δολερ παραστρατήματα
Κι ξάπαντος ριστικ θανάσιμη.




Οὔτις

στν Χρίστο Ρουμελιωτάκη

                        Mantua me genuit…
                                  ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ

Μ γέννησαν  Ζούρτσα κα τ ργοστόλι
μεγάλωσα στν Καλογραίζα κα στος Ποδαράδες
κανα δάσκαλος πάνω στ βουνά.

Θ θελα κι γώ, σν τν κύκνο τς Μάντουας
ν εχα τραγουδήσει βοσκούς, γρος κα ρωες
πως, σο κι ν φαίνεται πίστευτο
θαλλαν τότε κόμη
ταν νοιγαν στ φς τ βρεφικά μου μάτια.
 παιδικοί μου φίλοι κα συμμαθητς
ποὺ ο πατεράδες τους δούλευαν στ λιγνιτωρυχεα
κα ο μανάδες τους στ φαντουργεα το Μουταλάσκη
μπορον ν εναι μάρτυρες
ν ξακολουθον ν θυμονται
τς σχολικές μας κδρομς πεζῆ στ Μάρμαρα
 μ τ φορτηγ στ Σούνιο κα στν Πεντέλη.

Δν πρόλαβα
πάει καιρς πο λα τοτα πνίγηκαν
στ βόμβο κα στος καπνος τς λεωφόρου.
Δν χω πι πατρίδα, δν πιστεύω σ θεος
οτε γνωρίζω κριβς ποις εμαι
στ τέρας το καιρο
πο μ’ χει φυλακίσει στ σπηλιά του
σν μ ρωτάει παντάω νυπόκριτα Οτις.


Ἡ παράταση

Ο φίλοι του, σοι δν χουν κόμη ποδημήσει
ναζητον ναγωνίως κάποια παράταση.
Συχν τος συναντ σ διάφορα διαγνωστικ κέντρα
ποὺ χουν πλημμυρίσει, τν τελευταία δίως δεκαετία
λες τς συνοικίες· πομνημονεύει τ νόματά τους
πως λλοτε τ γαπημένα του ποιήματα
νόματα εηχα, νθαρρυντικά, ασιόδοξα·
δν χουν τέλος τ περιφαν σκληπιεα,
ο θαυματουργο σιομάρτυρες
λλ κα ο σχατοι τοῦ γένους εεργέτες.

Κι ατο κενεβοκατεβαίνουν τος ρόφους
δημονον, δν περιμένουν τν νελκυστήρα
δν θέλουν ν πιστέψουν πς εναι μελλοθάνατοι
τι τ βήματά τους ντηχον δη σ λλη χώρα
τι μπορε ν δρασκελίσαν τ κατώφλι το αώνα
ν πιβίωσαν π λιμούς, λοιμος κα καταποντισμος
μ  καρδι τους χει πολέσει πρ πολλο τν γνώριμο ρυθμό της
ο ρρυθμίες της συναγωνίζονται μ τ δυσαρμονία τν καιρν.

Διαβάζουν τν φημερίδα τους στν αθουσα ναμονς
ψύχραιμοι κα διάφοροι γι τς παγκόσμιες ξελίξεις
κι κλιπαρον τ όρατο βουβο
 φάκελος μ τ ποτελέσματα τν ξετάσεων
ποὺ τος προτείνει στ γκισ  δροσερ κοπελίτσα
ν περιέχει ξάπαντος τν πολυπόθητη παράταση
ατ πο θ τος δώσει πι τν τελευταία εκαιρία
ν προσδιορίσουν τ ληθιν μέτρο το βίου τους
κα σ’ μένα πιτέλους ν χαράξω
τν πι κριβό, τν πι ληθινό μου στίχο
τ στίχο πο δν συμβιβάζεται μ καμι παράταση.



Τ τρυπάνισμα

 τερηδών, τ τέρετρον
τ τρύπανο το ξυλοφάγου
το ξυλοτρώκτη τ τρυπητήρι.

Αριο, μεθαύριο, σ’ να μήνα, κάποτε
τ τρυπάνισμα θ εοδωθε
θ πάρει τν ριστικ μορφή της
 γυρτεία το χρόνου
 μαύρη τρύπα το θεο.


Τ μέτρα κα ο ρυθμο

μως δν ξαλείφεται τόσο νώδυνα  τερηδόνα
 βόμβος το τροχο προώρισται ν μ συνοδεύει ς τ συντέλεια
γι’ ατ πρέπει γκαίρως ν νταχθ στ μέτρα πο τν περιέχουν
ν’ ρμόσω τ φθαρτότητά μου στος ρυθμούς του
τν τεγκτη προσωδία του, πως  ποίηση ρίζει
κα  ξουσία της.

Ρίχνω μιὰ τελευταα ματι
κε πο λίγο πρν παραδομένος στν παντοδυναμία το τροχο
κουγα γι τν αώνα πο διάβηκε
κι ρχίζω ν τρεκλίζω
εναι τόσο βαριά, τόσο σήκωτα τ’ ρκαδικ βουν
τ μαρα μάρμαρα τς Γορτυνίας
ο μπαρουτόμυλοι τς Δημητσάνας
 Βελουχιώτης κα ο συντρόφοι του.

Κανένα θρόισμα, κανένα μούρμουρο π τ λατα
δν μο μέλλεται ν φτάσει ς δ
ν μερώσει τν τροχ το χρόνου κα τς στορίας.


Τ βουλιαγμένο σχολεο

ταυτ τ ζν κα τεθνηκς
                                             ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Κι πως σ φήνοντας τ Τρόπαια ριξες μαύρη πέτρα
τσι χαθκαν, τσι σκόρπισαν λα τ παιδι
σα κινοσαν νηφορίζοντας π το Δάρα κα τν Καμενίτσα
 κατηφόριζαν π τ Μαγούλιανα κα τ Βαλτεσινίκο
γόρια κα κορίτσια, νύμφες κα σάτυροι
στς λαγκαδις το Μαίναλου.

Κι εναι σν ν παραμιλάω
σ’ να σχολεο βουλιαγμένο
μ’ κόμη δν βολε ν τ χωνέψω τόσα χρόνια δάσκαλος
τι τ διο πρᾶγμα εναι  Πάνω κα  Κάτω κόσμος
πως σχυρίζεται  σκοτεινς φέσιος.

Νύμφες κα σάτυροι, ζουζούνια κα νυφίτσες
σκίουροι κα σκαντζόχοιροι στς λαγκαδις το Μαίναλου
ξέρω καλ τν Πάνω κόσμο
γιατί μοῦ χάρισε τ Γορτυνία κα τς στράτες κενες
ποὺ διάβηκαν ο Κολοκοτρωναοι κα τ παλληκάρια τους.

Μ τ παιδι το Μυλάοντα
τώρα πι μ καλον π τν Κάτω κόσμο.




Ζούρτσα

Προσπερνώντας τν τσιμεντένιο σκελετ
ποὺ τ πλατύχωρα μπαλκόνια του
θ ζήλευε ποιαδήποτε πολυκατοικία τς Μεσογείων
φτάνω π τέλους στν Τραν τ Βρύση
ποὺ δν εναι βρύση πιά.

στόσο στέκει κόμη ρθια  κκλησία τς παπαντς·
σπρώχνω τν πόρτα
κα ξαφνικ να βίαιο πελπισμένο φτεροκόπημα
κάποιος φυλακισμένος μποφος κύριος οδε πῶς
σπαθίζει τ κεν σκουντουφλώντας στ ψηλ παράθυρα.

Δν ντέχει τ φς τ φοβισμένο νυχτοπούλι
γυρεύει τ γαπημένο του σκοτάδι
θέλει ν τρέξει κάπου ν κρυφτε
μ δν διακρίνει τν διάπλατη πόρτα
οτε μπορ λλις ν τ συντρέξω.

Φτωχς σ’ πινοήσεις γκαταλείπω τν προσπάθεια
κα ξαναζυγώνω στ φρυγμένη τραν Βρύση
καταλαβαίνω πιά, γ εμαι  μποφος
τ φοβισμένο νυχτοπούλι θ ξαναβρε κάποια στιγμ
τ γαπημένο του σκοτάδι
θ συμφιλιωθε πάλι μαζί του
μ γ ποτ
σο κι ν τ παλι ρολόι το γιου Νικόλα
χτυπάει μιὰ κα δυ μεσάνυχτα.

 Τ γουργουρητ

κόμη κι ταν συγκατανεύεις στς θωπεες μου
δν κάνεις λιγότερο νοίκειο τ προσπέλαστο·
εσαι μία λόχμη παντοτιν νυχτεριν κα διαπέραστη
ποὺ δν αλάκωσαν ποτ ο νεμοι τς στορίας
κι σο βυθίζεσαι μ’ τέλειωτα γουργουρητ στν γκαλιά μου
τόσο πι σκοτειν κι νεξιχνὶαστο
προβάλλει τ κατανόητο,
σν τ σουβλερά σου δόντια κα τ νύχια
ποὺ δθεν νεξίκακα στ παίγνιά μας
μαγγώνουν τς παλάμες μου.

Συνέχισε, συνέχισε τ έναο γουργουρητ
τς γνώρισα τς χαρακις τς μοίρας
τ δόντια κα τ νύχια της·
εδα τ μάτια της μέσα στ μάτια σου
κι νιωσα τ κατανόητο ν πάλλεται λοζώντανο
σν τν κοιλιά σου μεσ’ στ χάδια μου.


πέναντι

σες πο τρέχετε τς λεωφόρους κα στς θνικς
ν τύχει κι νταμώσετε στ δρόμο σας
τ συντριμμένο καύκαλο κάποιας χελώνας
μν προσπεράσετε διάφοροι.

Γύρευε κι κείνη πως κι σες ν πάει πέναντι
σ’ να κόσμο διαφορετικ
τν κόσμο πο κι σες δαιμονισμένοι
τρέχετε κα δν σώνετε ν φτάσετε.


Ο ΣΗΜΕΙΩΜΕΝΟΣ

  σημειωμένος

Πάει καιρς πο  Μερόπη
μ κοιτάζει ξεταστικ κα νήσυχη
καρφώνοντας συχν πυκν τ βλέμμα στ πόδια μου
κι στερα θυμιατίζει
κα μ ραντίζει μ’ γιο μύρο π τν Πειρήνη
μ πι πολ ατς πο μ παιδεύει
μ τν καχυποψία του κα τος παινιγμούς του
εναι  Πόλυβος.

Κα ποῦ γυρνς, ποῦ γύριζες λημερς
π τ μιὰ θάλασσα στν λλη
πεζοπορώντας ς τ Λέχαιο κα τς Κεχρις
τί γυρεύεις, τί ζητς
στς ρημις κα στ λιμάνια.

Μ γ μιλι δ βγάζω
τί ν π, πῶς ν τ π
τί ξηγήσεις ν παιτήσω
γιατί χι πι ψιθυριστ πίσω π τν πλάτη μου
λλ κατάμουτρά μοῦ τ πετν
 μπάσταρδος,  μολος,  σημειωμένος.


Δίκην ποιητικς

Βραχύ, βραχύ, μακρν —  μλλον χι
μακρόν, βραχύ, βραχύ· τί ποιητς λήθεια
ν μπερδεύω τος νάπαιστους μ τος δακτύλους·
ρισμένως, τ ρωικ ξάμετρο δν μο ταιριάζει
μόλις ξεκινήσω μ τ πρτο βμα πέφτω κα τσακίζομαι
κα τί ν π γι τ’ ναρίθμητα μελικ κα χορικ
τς σαπφικς κα τς πινδαρικς στροφές,
δ σηκώνω τ χέρια, παραιτομαι.

Μ γ ξέρω ποι εναι  κλίση μου
γνωρίζω ρκετ τ φυσικό μου
κούω τος φαρμακωμένους αμβους τς οκάστης
ταν πασχίζει ν διασκεδάσει
τ τρομαγμένα νειρα το Οδίποδα
κι ατν τυφλ τν δια μέρα κιόλας
ν καταριέται τν Κιθαιρώνα πο τν δέχτηκε
κι κε στν χλαλο τς μάχης
πίσω π τν πειλητικ ψη το Τειρεσία
βλέπω ξάφνου τ φλογισμένα βέλη το Καπανέα
ν τρυπον τ τείχη τς Καδμείας
πέφτουν ο πύργοι τς Καδμείας, σωριάζονται στ χμα,
πεσαν, δν λογχίζουν πι τν οραν
κι πομένει μόνο ν σκεπάζει τν ρίζοντα το τρόμου
κα το ποιήματος
τ παγωμένο πρόσωπο το Πολυνείκη
κι  ντιγόνη σκέλεθρο ν ραίνει μ μιὰ φούχτα χμα τ μαλλιά του
ν μς στς φωτις κα στος καπνος σν σπίθες σβήνουν
κα σν πυροτεχνήματα ετελ
δάκτυλοι κα νάπαιστοι, αμβοι κα τροχαοι
τ νδάλματα κα τ φαντάσματα τν ποιητν.

Πηγή:http://oropedio.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου