Ανέζησε το καλοκαίρι
Ελένη σε μιαν Αττική απροσδόκητη.
Μέσ’ στην ψυχή μου είν’ ακόμη η ώρα
(πέρασαν μήνες ερωτικοί...)
οπού βρεθήκαμε κάτω απ’ τα πεύκα
μετά το μεσημέρι στην Ακρόπολη
ανάμεσα στους κίονες του ναού
κυμάτιζαν
γαλανά κομμάτια τ’ ουρανού απ’ την πύλη
του ναού θα ’λεγες έμπαινε κανείς στα ουράνια!
Ήλιος απάνω αλαλάζων
στη χυμένη πρωτεύουσα
κ’ εμείς βλέποντας τη σκοτεινή πέτρα
εκεί σ’ έν’ άγνωστο πεύκο.
Αλλά στον Υμηττό μάς απειλούσε μαύρη συννεφιά
με κεραυνούς που άνοιγαν τις φλέβες τους
ένας κατήφορος βροχής που χώρισε στα δυο τη φύση.
Μας άλλαζε η βροχή βαθαίνοντας το στήθος
κι αν τύχαμε στον ήλιο προς την καταστροφή
άγγιζαν τα μάτια.
Του κοριτσιού χαρούμενη λαλιά ώς το θέατρο Διονύσου
- λίγο νεράκι του θεού χύθηκε στις κερκίδες
που ο ήλιος το ’παψε γοργά –
σε ακολούθησα με τρόπον ώστε να ονειρεύομαι
εκ γενετής αιχμάλωτος.
Δεν είσαι πια στο παιδικό παράθυρο στον ήλιο προχωρείς
μονάχη με τη μνήμη της θαλάσσης απ’ τον ήλιο.
Κι απ’ την ορμή μου δε βγαίνει άλλη ματιά
μόνον αυτή που σε κοιτάζει φίλη και ρημαγμένη μέσ’ στην ίριδα
καθώς το ανυπόδητο πέλμα σου θαυμάσιο
με βροχή πλένεις
στη μικρή κοιλότητα του χρόνου
στο μαρμάρινο κάθισμα του Ιεροφάντη.
Εκβάλλουν απέναντι την οργή τους οι ξένοι κεραυνοί.
Από τον συγκεντρωτικό τόμο «Ποιήματα Α΄», 1961-1978, εκδ. Ίκαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου