Όταν, προχωρημένη νύχτα πια,
στις κάμπιες των δαχτύλων μου
το ιδρωμένο αμόκ μοιράζει οργίλα τραπουλόχαρτα
της πόκας ο καπνός
σαν ηφαιστειώδες μανιτάρι
δοξάζεται ως τον Όλυμπο του πολυελαίου.
Όμως ψηλά μες στο μυχό των χίλιων φώτων
στο σχήμα του Άσου καις εσύ
στα θεία σου σκέλη περιμένοντας, θεά
τον ορειβάτη της βραδιάς εγώ εγώ
μ' αγκίστρι έναν βαλε σπαθί γαντζώνομαι
στα ριζιμιά κι από τολίπα σε τολίπα του καπνού
κάποτε φτάνω
μα η άκρη του νυχιού σου απ' τη χλαμύδα
την τελευταία στιγμή σπρώχνει τα ρέστα μου
κι απ' τον υγρό φεγγίτη, πάει
γκρεμίζεται
στην άσφαλτο των πρώτων τρόλει
της αυγής.
Ο θάνατος το στρώνει, ύψιλον /βιβλία, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου