πάει καιρός πού μ’ έπισκέφτηκαν τά πάθη
κι εγώ κουρνιάζω σέ μιά κάμαρη ολο βιβλία
λίγο πιο πάνω από τά ρεύματα πού διατρέχουνε τη γή
λίγο πιο κάτω άπ’ τά σημεία δπου οί νεκροί καταλαγιάζουν
ύπάρχουν μέρες πού διψώ τις πιο άπόκρημνες αισθήσεις
αυτές πού ξέρει νά έφευρίσκει τό μυαλό
κι έτσι αισθάνομαι σά νά μονάζω
αφού συνέχεια φυλλομετρώ κρύα κενά τετράδια
καί στις λευκές σελίδες στάζω μαύρο μελάνι καί πικρό
μοιάζοντας άνθρωπος άπόλυτος πού ξέχασε τη θλίψη
***
ή ώρα ήταν δύο καί το τριζόνι άλάλαζε
κοίταξα τότε προς τα έρείπια καί τ’ άσχημα
τά σπίτια
κι ειδα τήν έκταση του μυστικού
τέλεια φωταγωγημένη
***
άκουσα τή βροχή σάν ένα μυστήριο
να πέφτει έξω άπ’ το παράθυρο τή νύχτα
στις γυμνές άκακίες·
καί πεθύμησα τότε βαθιά ένα σπίτι χαμένο
πέρ’ άπό τα περίχωρα του πιο ξεχασμένου τόπου
να μέ δεχτεί
Από τη συλλογή: Κωμωδία, Εκδόσεις Το Ροδακιό, Δεκέμβρης 1998.
Αναδημοσίευση από: https://tokoskino.me/2020/02/13/%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%87%CE%AC%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου