Κι αυτός στο άρμα του πηδά, και στήνεται,
γραπώνει τα λουριά, κι απλώνοντας τα χέρια,
κοιτά τον ουρανό και του φωνάζει: «Δία,
να σβήσω, να πεθάνω, αν είμαι ελεεινός!
Μα είτε χαθώ είτε σωθώ, ας μάθει Εκείνος
την αλήθεια – ότι τον γιο του αδίκησε!».
Και λέγοντας αυτά, χτυπά με το μαστίγιο
τη ράχη των αλόγων, κι οι δούλοι εμείς
στο άρμα πλάι πεζοί τον συνοδεύαμε
στον δρόμο προς το Άργος, την Επίδαυρο.
Και νά ένας τόπος έρημος, λίγο πιο κει,
ένα ακρογιάλι, στον κόλπο του Σαρωνικού.
Και μια βουή σηκώνεται, χθόνια βροντή,
του Δία βρυχηθμός που φέρνει ανατριχίλα!
Τ’ άλογα στύλωσαν τ’ αυτιά, τίναξαν πίσω
το κεφάλι, κι εμείς ν’ αναρωτιόμαστε
τι να ’ναι αυτό, και να κοιτάμε την ακτή
την αφρισμένη – και τι να δούμε τότε;
Κύμα γιγάντιο, βουνό νερού να δέρνει
και τον γκρεμό του Σκίρωνα, και τον Ισθμό,
τον βράχο του Ασκληπιού – κι όλα, τα πάντα!
Κι όπως η θάλασσα είχε παντού μανιάσει,
κι έβραζε, κι είχε φουσκώσει – χαλασμός!
Γυρνάει προς στην ακτή, όπου το άρμα ήταν
το τέθριππο, σηκώνεται όλη η τρικυμία,
πέφτει, ξερνά έναν ταύρο – τέρας ανήμερο!
Που γέμισε ο τόπος από το μουγκρητό του,
τι φρικαλέα ηχώ! Μόνο τ’ ακούγαμε
– ποιος να τολμήσει να στραφεί να το κοιτάξει;
Και τότε τ’ άλογα τα συνταράζει ο φόβος,
κι ο κύριός τους, που τα γνώριζε καλά,
αρπάζει τα λουριά και τα τραβάει με σθένος,
όπως ο ναύτης το κουπί, γέρνοντας πίσω,
μα εκείνα τίποτα – σφίγγουν στα δόντια τους
τα σίδερα που είναι πλασμένα στη φωτιά,
κι ορμούνε ακράτητα χωρίς να νοιάζονται
για τον αφέντη, για τα ηνία, για το γερό του
άρμα! Κι όσο εκείνος τα ’φερνε στον ίσιο
δρόμο, τόσο ο ταύρος έβγαινε μπροστά
και τα φοβέριζε, και πίσω έκαναν
αυτά με τρέλα. Κι όσο χιμούσανε τυφλά
προς τα πετρώδη μέρη, τόσο τα ζύγωνε
ο ταύρος ύπουλα, και πλεύριζε το άρμα
– ώσπου πια τέλος τους τροχούς συντρίβει η πέτρα,
κι ανάποδα γυρνά το αμάξι, ένα ρημάδι –
τινάζονται παντού –τροχοί και άξονες,
ρόδες, καρφιά– κι ο άμοιρος ηνίοχος
μες στα λουριά μπλεγμένος, στη γη να σέρνεται,
λιθάρια να τον γδέρνουν, τ’ ωραίο κεφάλι
να χτυπούν, κι αυτός σπαραχτικά να ουρλιάζει:
«Έλεος, μη, σταθείτε, εγώ σας έθρεψα,
μην μ’ αφανίζετε! Είν’ άδικη η κατάρα
του πατρός μου! Ποιος θα με σώσει τώρα; Έλεος,
δεν έφταιξα! Τέλειος είμαι, αγνός!».
ΕΥΡΙΠΙΔΗ, ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, μετ. Στρατής Πασχάλης, Κάπα Εκδοτική 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου