Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Μιχάλης Γκανάς - Μικρό ανθολόγιο

  Θεμέλιο χρώμα

Πληγωμένο κοτσύφι

από κλαρί σε κλαρί.

 

Καθώς το αίμα του

στάζει στο χιόνι,

πληθαίνει το μαύρο.

--

 Το σκυλί

Το ΄να σκυλί το σκότωσαν

τ’ άλλο το πήραν οι γειτόνοι.

 

Βγαίνει τις νύχτες

και κοιτάει το φεγγάρι,

μυρίζει στις μολόχες

πού του ‘ριχνες ψωμί.

‘Υστερα βρίσκει τον τορό

κ’ έρχεται με μουσούδα

όλο δροσιές στο μνήμα σου.

 

Κάθεται στα πισινά κι ακούει

τ’ άλλο σκυλί που αλυχτάει κάποιο διαβάτη.

--

     Οι μέρες κ’ οι νύχτες μου

Οι μέρες κ’ οι νύχτες μου

κι όλος ο χρόνος που πέρασε.

 

Α’ φημένος εδώ

ένα τίποτε ή ένα σημάδι

κάτω απ’ το γλόμπο του ήλιου.

Καίει το σκοτάδι αθόρυβα

καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου.

 

Ο’λα τούτα

προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται!

--

        Ομαδικό πορτραίτο

Έσκαψαν το βουνό. Έβγαλαν πέτρα.

Το ‘χτισαν πάλι με την ίδια του την πέτρα.

Στερέωσαν τα χώματα. Πιάσαν νερά.

Σημάδεψαν τα βήματα του θεού στους λόφους

κ’ έφεραν λάδι από μακριά για το καντήλι τους.

-- 

Ώ αγέννητε γέροντα

εσύ με τα μακριά μαλλιά

με τα άκοπα νύχια

έρχεται μπόρα.

 

Τα πουλιά τρυπώνουν στα κλαργιά

εσύ με τα μεγάλα φρύδια.

 

Είμαι μυρμήγκι στην παλάμη σου

και τα μυρμήγκια έχουν φωλιά

εσύ με τα παγωμένα μουστάκια.

Φύλαξέ με

Πάρε το φόβο

να περάσει η νύχτα

εσύ με τα κατηφένια γένια.

Αγέννητε γέροντα αιώνιο βρέφος.

--

Λίγα φύλλα λίγα πουλιά

στο τέλος του φθινοπώρου.

 

Νύχτα ώ σκοτεινέ βατήρα της ψυχής μου.

 

Τελευταίο χορτάρι

τελευταίος άνεμος πάνω στη γη.

 

Σκοτεινή μητέρα

χτυπάει ακόμα η ζεστή σου καρδιά.

--

        Ν Α Υ Α Γ Ι Ο

Παλιό το σπίτι, πέφτουν σοβάδες,

μετριούνται τα πλευρά του τοίχου.

Από μέσα η μάνα,

απ’ έξω ο αντίχειρας του Θεού,

θα τη λιώσει.

Σ’ όποια γωνιά κι αν πας,

τα πράγματα γυρίζουν να σε δούν,

απότιστα γελάδια.

 

Πίσω απ’ τα ντουλάπια της κουζίνας

είναι άλλα ντουλάπια

και πίσω απ’ αυτά πάλι ντουλάπια

ως το βυθό του τοίχου

και το παλιό ψυγείο.

Εδώ κοιμίζουνε τ’ αρθριτικά τους χέρια

η κυρά- Λένη η κυρά-Μαρία…

 

Το σπίτι παλιό, πολυταξιδεμένο,

άξαφνα κάνει μνήμες, βουλιάζει.

--   

        Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού

                               στη μάνα

Τα χέρια σου τα κέρινα

η Παναγιά εκράτει.

Χιόνιζε στα σεντόνια σου

και σ’ όλο το κρεβάτι.

 

Η κόκκινη λιανή γραμμή

του πλαστικού σωλήνα,

από τη φανερή πληγή

σαν ποταμάκι εκίνα.

 

Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου

σκιαγμένα τα τρυγόνια

και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς

και στα μικρά μου χρόνια.

 

Μικρά πολύ πικρά πολύ

χτισμένα γύρα γύρα

και μόνο από τη χούφτα σου

σπυρί χαράς επήρα.

--

        ΑΝΤΙΤΙΜΟ

Μόνο το φίδι ξέρει τί θα πεί

ν’ αλλάζεις το πετσί σου,

γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.

--

        ΑΝΟΧΥΡΩΤΟ

Θόλοι του  άσπρου. Στουπέτσι

και γλειμμένα κόκαλα.

Περνούν οι πεθαμένοι με νοτισμένα

σπίρτα και θαμπά

φανάρια.

 

Οι πόρτες των σπιτιών

ανοίγουν όλες προς τα έξω.

--

        Μνήμη Κ. Γ. Καρυωτάκη

                Στον Γ. Π. Σαββίδη

Παράθυρα που κούρασε η θέα

στη Νίκαια, στο Μετς, στην Καλλιθέα

και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν περιβάλλον.

 

Τα χτίζουν ένα ένα τα καημένα

στών τοίχων τα πλευρά και των μετάλλων,

άνθρωποι σαν εσένα σαν εμένα.

 

Στο τέλος τα δουλεύουν οι τζαμτζήδες

γράφοντας τις ομάδες που αγαπάνε.

Φαίνεται καθαρά πόσο πονάνε

σ’ εμάς τους μανιακούς μπανιστιρτζήδες.

 

Οι ένοικοι κρεμάνε τις κουρτίνες,

να κρύψουν τί στ’ αλήθεια κι από ποιόνε.

Όλοι το ίδιο γδύνονται και τρώνε

και χάνονται στο κρεβατιού τις δίνες.

 

Γιατί να τελειώνει λυπημένα

το ποίημα πού τόσοι κατοικούνε.

Ποιός τάχα να το χρέωσε σε μένα

και πίσω από την πλάτη μου γελούνε

ένοικοι, εργολάβοι, θυρωροί…

--

        Α Κ Α Ρ Ι Α Ι Α

1., Θα ‘χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί

κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια.

3., Θέλει κι η νύχτα μιά γουλιά απ’ το αίμα σου

για να σαλπίσει τ’ άστρα της.

4., Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί πού

το κορμί σκοντάφτει.

Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,

μένεις απ’ έξω.

5., Χρόνια που πέσαν πάνω μας σαν προβολείς.

Μας ντουφεκίζουν έναν έναν,

σαστισμένους λαγούς.

6., Περίπολοι της νικοτίνης.

Οι κάννες τόσων τσιγάρων

στραμμένες επάνω μου.

9., Τριμμένο σακάκι, τριμμένο χέρι

μασχάλες ξηλωμένες.

Πού θα φανούν στη σταύρωση.

10., Ζυγώνει το μέλλον, σφραγισμένη μποτίλια.

Αδειανή ή γεμάτη, ρωτούν οι γονείς.

Μαύρη, παιδιά μου, μαύρη τους λέω.

11., Ελλάδα ‘80

       Μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο

       με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.

13., Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές.

Μ’ όλες του τις αφλογιστίες,

πιάνει κάποτε.

--

Εγώ τον πόνο τον βαστώ την πίκρα την αντέχω

κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δεν σ’ έχω.

--

Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε

ένας δίσκος με αντίδωρα.

 

Κανένας δεν τη χόρτασε.

--

        Α Ν Ι Σ Α   Δ Ι Κ Α Ι Ω Μ Α Τ Α

Άλλη μια νύχτα με σκυμμένους ώμους,

με νάιλον σακούλες και τσαντάκια.

Των διαβάσεων τα φαναράκια

ηλιοβασίλεμα θυμίζουνε και δρόμους.

 

που παίρναμε παιδιά και δε μας βγάζαν

στο σπίτι με την άγκυρα στον πάτο,

αλλά γραμμή στον Πόντιο Πιλάτο

Τα χέρια του δυό ζώα που  νυστάζαν.

 

Ώ συμπολίτες, ώ πικροί μου φίλοι

άνισα δικαιώματα ζητήστε

κι αν πιάσει της ψυχής σας το φιτίλι,

 

όλους τους βουλευτές καταψηφίστε

και βγείτε με το μπόι του ο καθένας,

να λάμψει ο κρυμμένος σας πυθμένας.    

--

        Από την σειρά Ο ύπνος του καπνιστή 2003

Λίγο πρίν κοιμηθώ αργά το βράδυ

ανοίγει κάποια πόρτα στο σκοτάδι

κι ακούω μες στο στήθος μου γατάκια

που κλαίνε σε αυλές και σε σοκάκια

 

μέχρι να βρούνε στο μαστό του ύπνου

το ρόφημα του βλαβερού τους δείπνου

θηλάζοντας την πίσσα της ημέρας

στη ρώγα μιάς αόρατης μητέρας.

 

Βυθίζομαι μαζί τους λίγο λίγο

στης νύχτας την τυφλή δικαιοσύνη

και σ’ έναν εφιάλτη καταλήγω’

 

ιαγουάροι μαύροι έχουν γίνει

κι αλαφιασμένος τρέχω να ξεφύγω

σε στέπες που αχνίζουν νικοτίνη.

--

        Π Ε Ρ Ι   Π Ο Ι Η Σ Ε Ω Σ

     Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση

     κι εγώ πού δεν διαβάζω

     κινδυνεύουμε.

     Εσύ να χάσεις τα ποιήματα

     κι εγώ τις αφορμές τους. 

Πηγή:https://giorgosbalurdos.blogspot.com/2024/11/blog-post_13.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου