Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Αλέκα Πλακονούρη - Ανάταση


Όποτε περνά τελευταία απ’ το κτίριο στο κέντρο της πόλης, μια ανατριχίλα ανηφορίζει στη σπονδυλική στήλη του και τον σοκάρει η επιμονή της ‒ από πού κι ως πού τελικά δηλαδή; Και γιατί τώρα; 

Κατεβάζει για λίγο το τζάμι του αυτοκινήτου και στρέφει ανεπαίσθητα το κεφάλι του προς το γνώριμο πεζοδρόμιο. Οι μνήμες φτερουγίζουν σαν σμήνη πουλιών στο κεφάλι του και εικόνες κατακλύζουν καταιγιστικά τα οπτικά νεύρα του πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά του. 

Και να που βρίσκεται πάλι εκεί, και γύρω από κείνον το πλήθος, κι ολόγυρά τους το κτίριο, και γύρω απ’ το κτίριο η πόλη, και γύρω απ’ την πόλη η χώρα. Και γύρω απ’ τη χώρα ο κόσμος ολόκληρος, που αφουγκράζεται τι συμβαίνει.

 Δεν θέλει να τα θυμάται αυτά, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα πλέον. Είναι ένα νεανικό ανέκδοτο, ένας μύθος που φθάρθηκε απ’ τη χρήση, μια τρελή εμπειρία απόλυτης μετατόπισης ‒ σαν να πήρε LSD και μετά να προσγειώθηκε στην πραγματικότητα πάλι. Και όμως, να που η ταινία παίζεται ξανά και ξανά στο μυαλό του, ερήμην του συνειδητού εαυτού του. Τα βλέπει όλα, και όχι σε πλάνα μαυρόασπρα, όπως οι περισσότεροι διαμεσολαβημένα τα θυμούνται από φιλμ και φωτογραφίες, αλλά με χρώματα έντονα, ήλιο, μυρωδιές, γεύσεις και συναισθήματα. Αμέτρητα συναισθήματα, που αναδύονται σαν ύφαλοι στο παρόν του. Τα πρόσωπα παλιών συμφοιτητών και συντρόφων του παρελαύνουν όλο θράσος μπροστά του ‒ ο Αποστόλης, η Αγνή, ο Δημήτρης, ο Μάνος, η Αγγελική, ο Νικόλας, η Μάρθα... Κοιτάζει με περιέργεια αυτά τα παιδιά που είναι στη μετεφηβική ηλικία, κοιτάζει και τον νεαρό εαυτό του, με μούσια και μαλλιά μακριά. «Τι απέγιναν όλοι;» ψιθυρίζει μια φωνή εγγαστρίμυθου μέσα του κι εκείνος βιάζεται να της πει να σωπάσει. Ξέρει βεβαίως πώς εξελίχθηκαν κάποιοι, αλλά μερικές φορές, απροσδόκητα, αναδύεται σαν ύφαλος το ερώτημα πού πήγαν εκείνα τα τρελά παιδιά που υπήρξαν όλοι τους κάποτε. Σε ποιον καιάδα ενηλικιότητας διολίσθησαν, πότε και τι ακριβώς, ηθελημένα ή ασυνείδητα, ξέχασαν, διέγραψαν, αντέστρεψαν, έχασαν, και πρωτίστως ποιος στ’ αλήθεια ήταν ο λόγος για να το κάνουν. Στριφογυρνούν αυτές οι άκυρες ερωτήσεις μέσα του κάτι βράδια αϋπνίας, που τώρα τελευταία πολλαπλασιάζονται, και μόνο τα χάπια τού φέρνουν έναν ύπνο βαθύ και βαλτώδη χαράματα. 

Χτυπάει δαιμονισμένα το κινητό του, μα δεν απαντά, «Blowin’ in the wind» παίζει μια φυσαρμόνικα στο κεφάλι του και ακούγεται στερεοφωνικά και στεντόρεια. Νιώθει ένα ύπουλο σφίξιμο στο στήθος του, έναν πόνο βαθύ, πνίγεται ‒ λες και σκάνε πλάι του αυτή τη στιγμή δακρυγόνα, λες και οι φωνές και τα συνθήματα συνταράσσουν και πάλι τα κάγκελα, λες και ανάβουν ακόμη και τώρα στην άσφαλτο μεγάλες φωτιές, λες και οι σφαίρες σφυρίζουν δίπλα τους, λες και χορεύουν και τραγουδούν αγκαλιασμένοι μπροστά στους προβολείς ‒ μια μεγάλη καρδιά, που είναι ανίκητη ‒ και φωνάζουν συνθήματα. Η μοναδική στιγμή ανάτασης στη ζωή του... Μα τι του συμβαίνει στα εβδομήντα του και οι μνήμες τον πάνε πάλι εκεί, σαν τον δολοφόνο που ‒ ασφαλώς για κακό του ‒ επισκέπτεται τον τόπο του εγκλήματος σφυρίζοντας τάχα αδιάφορα.

Και τώρα δεν νιώθει καθόλου μα καθόλου καλά· χαλαρώνει τη γραβάτα του και γέρνει λαχανιάζοντας το κεφάλι στο τζάμι. Ακούει τις ερπύστριες μέσα στο στήθος του·  επελαύνουν ακάθεκτες και κυριεύουν τα σωθικά του, που αμαχητί παραδίνονται. Δεν μπορεί να ανασάνει καθόλου. Πλημμυρίζουν τα μάτια του δάκρυα απ’ τον πόνο. Ο οδηγός του γυρίζει και τον κοιτάζει ανήσυχος:

«Είστε καλά, κύριε υπουργέ;»

Τρύπα στο ταβάνι


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου