Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Αργύρης Εφταλιώτης-Αγάπης λόγια

  

Ι

Η ξενιτειά κι ο χωρισμός-παλιοί μου πόνοι,

Πασκίζουν να σαλέψουνε το νου μου πάλι!

Πάλι ένα θάμα γίνεται και με γλυτώνει

Απ’ του καημού τη φοβερή ανεμοζάλη!


Πάλι με μάτια σφαλιχτά και τρομαγμένα,

Θενά κλειστώ μές στής καρδιάς αυτής τα βάθη,

Θενά την κάνω σπιτικό στα μαύρα ξένα,

Και θενά τραγουδώ παλιές χαρές και πάθη.


Κι όποιος περνά, και γι’ άπονη καρδιά την παίρνει

Δεν ξέρει τι καλοτυχιά και τι γαλήνη

Η αγάπη στην φουρτούν’ αυτή απάνω φέρνει,


Τι λάδι πά στα κύματα σωτήριο χύνει.

Κι αρχίζω πάλι, αγάπη μου, να σου το λέγω,

Πώς ζώ και χαίρουμαι για σε, για σέ, σαν κλαίγω.

              ΙΙ

Πόσες καρδιές γεράσανε και μαράθηκαν,

Κι εγώ σαν το ζουμπούλι ανθώ μέσα στα χιόνια!

Πόσες αγάπες σαν αυγής δροσιά χαθήκαν,

Κι η αγάπη τούτη μιάς ζωής δροσίζει χρόνια!


Απ’ ουρανόβρεχτο βουνό μια βρύση τρέχει,

Σ’ ένα λειβάδι αθάνατο, χλωρό λειβάδι,

Πού, όποιος πιεί σταλαματιά τη χάρη έχει

Να ζεί μια μέρα ατέλειωτη και δίχως βράδι.


Κι ο ήλιος, πού ό,τι λουλούδια γεννά η φύση,

Αυτός τ’ ανοίγει και σιγά μας τά μαραίνει,

Τα λουλούδια πού πίνουνε σ’ αυτή τη βρύση,


Με τις πυρές αχτίδες του δεν τα ξηραίνει.

Εκεί γλυκοποτίστηκε και η καρδιά σου,

Πόχει λαμπρό παλάτι της την ομορφιά σου.

              ΙΙΙ

Τεχνίτρα μου θαυματουργή, και πιό μεγάλη,

Από ταμένα που ζητώ να σε στορήσω,

Σε βλέπω γελαζούμενη στο νου μου πάλι,

Και το τραγούδι μου απορώ πώς ν’ αρχινήσω!


Απ’ τον καιρό πού μάγισσα στα ξένα ‘φάνης,

Να πείς τη μοίρα τη χρυσή τ’ αγαπητού σου,

Ως τη στιγμή που έφτασες να τον τρελάνεις,

Με το αξέχαστο φιλί του χωρισμού σου.


Σ’ ανιστορώ, κι η όψη μου χαμογελάει,

Σά νύχτα πού συννέφιαζε και ξαστερίζει.

Χρόνων και χρόνων ομορφιές ο νούς μετράει,


Κι η μια απ’ την άλλη πιο γλυκά τονέ φωτίζει.

Τις βλέπω να διαβαίνουνε μιά μιά μπροστά μου,

Νεράϊδες που ξεφεύγουνε την αγκαλιά μου!

IV

Σε βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη,

Καθώς πού σ’ είδα μια φορά σ’ έν’ ακρογιάλι,

Κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,

Με μια πλεξούδα καστανή, μ’ αφράτα κάλλη.


Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου, και λέν πώς ξέρεις

Να κλείς της νιότης τον καημό στα σωθικά σου,

Ρωτώ τα χείλη σου, και λέν πώς θενά φέρεις

Χρόνια καλότυχα στο νιό της αρεσκίας σου.


Λαμπρό φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,

Δεν κατεβαίνει τέτοιο φώς απ’ το φεγγάρι.

Να σού το πω βασιλικό το στάσιμό σου,


Δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.

Η όψη σου μια αγγελική χαρά σκορπάει,

Πού γίνετ’ άγγελος κι αυτός πού σε θωράει.

V

Ο ήλιος κι αν βασίλεψε κι αν σκοτεινιάζει,

Ακόμα μιάν αναλαμπή θωρώ στη δύση,

Ακόμα χίλιες λαμπερές θωριές αλλάζει

Το σύννεφο, που πρόβαλε να με φωτίσει.


Τώρα στ’ αγνό σου πρόσωπο μια γλύκα αστράφτει,

Όπου μου λέει πώς αγαπάς, πώς αγαπιέσαι,

Και μια λαχτάρα μυστική στο νου μου ανάφτει,

Να πώς ξέρω, σα με δείς τι συλλογιέσαι.


Λόγια γλυκά, πού να τα πεί αρνιέται η γλώσσα!

Κάλλιο να πώ τους δύστυχους παλιούς μου χρόνους,

Και σύ, πονώντας σπλαχνικά σε πάθια τόσα,


Παρηγοριά με πιο πικρούς να δίνεις πόνους’

Τους πόνους σου, σαν άφηνες γονιών αγκάλη,

Και πέτας απ’ τη μια φωλιά για ναύρεις άλλη.

VI

Χίλιες φορές το θάμασα, κι ακόμα, φώς μου,

Σά στοχαστώ πώς μοναχές οι δυό καρδούλες,

Από τις δυό ξεκίνησαν μεριές του κόσμου,

Και σ’ ένα κόρφο αράξανε σα δυό βαρκούλες,


Πάλι ρωτώ, ποια δύναμη και ποια λαχτάρα

Τις έσερν’ απ’ Ανατολή και από Δύση,

Ν’ ανταμωθούνε στου Βοριά τη μαύρη αντάρα,

Κι η μια την άλλη εκεί να δεί και να γνωρίσει!


Όχι, δεν ήτανε τυφλό της Μοίρας θάμα!

Το είχε γράψει του Θεού το άγιο χέρι.

Στον ουρανό το  εκάναμε-μεγάλο τάμα,


Αχώριστοι να ζήσουμε σε κάθε αστέρι.

Εκεί σε πρωτογνώρισα, κι εδώ σα σ’ είδα,

Χαιρετηθήκαν δυό πουλιά από μια πατρίδα.

VII

Χέρι με χέρι της ζωής το μαύρο δρόμο

Διαβαίνουμε, και το γλυκό χαμόγελό σου

Μέσ’ απ’ τα σπλάχνα μ’ έδιωχνε τον κρύο τρόμο,

Πού μ’ έπιασε, σαν κοίταζα το μνήμα εμπρός σου.


Γιατ’ ένιωθα πώς τα φριχτά σκοτάδια σκίζεις,

Και βλέπεις πέρ’ απ’ τις ‘ρημιές, που βλέπ’ η θλίψη.

Κι εδιάβαζα στην όψη σου πώς το γνωρίζεις,

Τι στερινά ο θάνατος ζητάει να κρύψει.


Μια σου ματιά μου χάριζε μαρτύρου θάρρος,

Και δεν ψηφούσα σάβανο, μηδέ λιβάνι,

Κι έλεγα πώς μ’ εσέ γλυκός είναι κι ο Χάρος,


Πώς ζεί και χαίρει όποιος μαζί με σε πεθάνει.

Γιατί θ’ ακολουθάει κι αυτός όπου σε φέρουν

Οι αγγέλοι, που χωρίς εσέ χαρά δε ξέρουν.

VIII

Στα κύματα καθούμαστε κοντά ένα βράδι,

Κι εκεί πού μας νανούριζε το λαλητό τους,

Γελάσανε τα μάτια σου με ουράνιο χάδι,

Σά να ξυπνήσαν έξαφνα από τ’ όνειρό τους.


Κρυφά μυστήρια του Θεού, πού είχες νιώσει,

Τ’ αγγελικό σου να ξηγάει αρχίζει στόμα,

Κι ετρέχανε τα λόγια σου με γλύκα τόση,

Πού μές σ’ αυτή τη μοναξιά τ’ ακούγω ακόμα!


Τ’ αθάνατα τραγούδια αυτού του πλάνου κόσμου,

Πούναι γραμμένα με φιλιά, με δάκρυα κι αίμα,

Σαν τ’ άκουσα, δεν πήρανε το νου μου, φώς μου,


Σαν πού τον πήρε το γοργό εκείνο ρέμα.

Και τ’ ανθοστέφανά μου αυτά που πλέκω τώρα,

Ειν’ απ’ το περιβόλι σου κομμένα δώρα.

IX

Μέρες πού θάτανε μ’ εσέ μαργαριτάρια,

Χωρίς εσέ, μές στου Καιρού τα βάθη πάνε,

Ψυχρές και ανωφέλητες, σαν τα λιθάρια,

Πού μές στη θάλασσα μικρά παιδιά πετάνε!


Σαν προσπαθώ με υπομονή να τις μετρήσω,

Απ’ τη στιγμή που μ’ έσφαξε το έχε γειά σου,

Με πιάνει τρέλλα, και θαρρώ πώς πλιό να ζήσω,

Του κάκου ελπίζω σαν προτού την αγκαλιά σου.


Και γονατίζω και ρωτώ στην προσευχή μου,

Αν είναι δίκιο στις ‘ρημιές να τυραννιούμαι,

Αν μια ζωή, που δεν μπορώ να πώ δική μου,


Πρέπει μέσα στην άβυσσο να τη σκορπούμε.

Αλλοίμονο, και νάχω αυτή την πίκρα μόνος,

Να ξέρω πώς το ταίρι μου δεν καίγει ο πόνος.

X

Πηγαίνω στην ακρογιαλιά, κι απ’ τα βουνά σου

Ένα πικρό παράπονο το κύμα φέρνει,

Πού μου δηγάται θλιβερά τα βάσανά σου,

Και σαν το κύμα τη στεριά, το νου μου δέρνει.


Το λυπηρό τραγούδι αυτό δε λέγει πόθο,

Πού μές στα φυλλοκάρδια μου δε βρίσκει ταίρι.

Των τραγουδιών μου μέσα του λαύρα νιώθω,

Και λέγω, ποιο την έστειλε στα ξένα αστέρι!


Κι έν’ άλλο κύμα μου μηνά πώς στη ‘ρημιά σου

Κάθε καημό, που σούψαλα, τον έχεις ψάλει,

Πώς σα βαραίν’ η ξενιτειά τα σωθικά σου,


Τον ίδιο χύνεις στεναγμό στο περιγιάλι,

Πώς είν’ γραμμένο, σα θρηνώ, ν’ αναστενάζεις

Και τη σφαγμένη μου καρδιά να ξανασφάζεις.

XI

Έτσ’ ήταν κι οι χαρές ζυγές και ταιριασμένες,

Στα χρόνια της αγάπης μας της πρώτης πρώτης,

Στη βρύση, που ζούν πέρδικες ζευγαρωμένες,

Και πίνουνε, τ’ αθάνατο νερό της νιότης.


Εκεί, που τρέλλα και χαρά μαζί χορεύουν,

Πού η Αγάπη κι η Μορφιά τις στεφανώνουν,

Πού λύπες αν ολόγυρα παραμονεύουν,

Ακόμα μηδέ φαίνουνται, μηδέ σιμώνουν,


Πάλι άς σου ψάλλω τη ζωή την περασμένη’

Ας κολυμπήσει πάλι ο νους στην πρώτη χάρη’

Άς χώνεται στα βάθη της, κι ας ανεβαίνει


Κάθε φορά με πλιό λαμπρό μαργαριτάρι.

Άς πνίξω πάλι στη χαρά την πίκρα τούτη,

Σαν το φτωχό, πού τα παλιά θυμάται πλούτη.

XII

Ήτανε βράδι- δώ κι εκεί ανάβουν φώτα,

Βγαίνει στο δρόμο η γειτονιά και συντυχαίνει,

Και πάνω στα κατώφλια η μια την άλλη ‘ρώτα.

Τι θέλει ο νιός, πού στην αυλή της κόρης μπαίνει;


Μα σύ, τη Μοίρα ξέροντας πού σε καρτέρει,

Κοντά στην θύρα ατέλειωτες στιγμές μετρούσες

Και, σφίγγοντας τα στήθια σου με τ’ ώριο χέρι,

Μια ταραγμένη αναπνοή μισοκρατούσες.


Άχ! πές μου, αν θα ξαναϊδώ τη λάμψη εκείνη

Πού σε γλυκοπερίχυνε καθώς που μπήκα!

Αν τέτοιο έν’ απάντημα θα ξαναγίνει


Ή δυό φορές δεν έρχεται μια τόση γλύκα!

Πές μου τέτοι’ ανθίζουνε λουλούδια ακόμα

Στ’ αγγελικό σου μέτωπο, στο πλάνο στόμα.

XIII

Θυμασ’ εκείνη την αυγή που σε λειβάδι

Ανταμωθήκαμε, πουλιά κυνηγημένα;

Θυμάσ’ εγώ σαν έφερα χρυσό σημάδι,

Και σύ σταυρό που κέντησες κρυφά για μένα;


Στο μάτι το ακοίμητο φανερωμένοι,

Από τα βόλια μακρυά του λάλου κόσμου,

Έκάναμε όρκο, που σφιχτά μας γλυκοδένει,

Τον όρκο που σε ώρισε, ζωή και φώς μου.


Σαν τ’ άστρα τότες πέταξαν δώδεκα μήνες,

Πού σκίζουν τα μεσούρανα και σβύνουν πέρα.

Μέρες δεν ήταν άδολες, άχ, μηδ’ εκείνες!


Λίγες αγάπες είδανε καθάρια μέρα!

Μ’ αν βούϊζε και λαλητό τριγύρω ξένο,

Σύ δεν ψηφούσες του Θεού το χαϊδεμένο!

XIV

Πάλι θωρώ στην εκκλησιά τα δυό στεφάνια,

Λαμπάδες πάλι φέγγουνε ολόγυρά σου,

Αγγέλοι παραστέκουνται, και με ουράνια

Αχτίδα χρυσοβάφουνε την ομορφιά σου.


Βλέπω το χέρι που βλογά, και μας αλλάζει

Τα στεφάνια, με δίκλωνη κλωστή δεμένα.

Ακούγω τη βαρειά φωνή, πού μας προστάζει

Να ζούμε οι δυό σά μια ψυχή, σά σώμα ένα.


Κι ένα χορό με σιγανό γυρνώντας βήμα,

Βλέπω μια μάννα θλιβερή και δακρυσμένη,

Πού λές κι ακολουθάει παιδί στο μαύρο μνήμα,


Κι όχι στου γάμου τη γιορτή τη βλογημένη.

Πίκρα που γίνεται χαρά και τη μερώνει,

Στην αγκαλιά της σα γελά το πρώτο εγγόνι.

XV

Σαν το πουλί που ξεπετάει απ’ τη σκλαβιά του,

Πού μές στον κάμπο χύνεται, και λωλαμένο,

Τραγούδι λευτεριάς σκορπάει ολόγυρά του,

Έτσι τραγούδαγες, πουλί λευτερωμένο,


Σαν μ’ ακολουθάς μονάχη στο περγιάλι,

Εκεί, πούχες τα μάτια μου πρωτομαγέψει,

Πού τόχα δεί σαν όνειρο πώς θάρθεις πάλι

Μια μέρα, πού τ’ αγέρι αυτό θα μας χαϊδέψει.


Άχ! ποιο βουνό και ποια σπηλιά και ποιο λιθάρι

Το τρυφερό δεν άκουσε κελάϊδημά σου!

Ποιο κύμα μαρτύρησε νεράϊδας χάρη


Στο γέλιο και στο πεταχτό περπάτημά σου,

Σαν σε τραβούσε το νερό με το βοητό του,

Και σε κυνήγα ξαφνικά με τον αφρό του.

XVI

Πώς μοιάζ’ η πικροθάλασσα με τη ζωή μας!

Σαν πρωτοβγούμε στής ζωής το πλάνο κύμα,

Μεθάει και δεν νοιάζεται κάν η ψυχή μας,

Σκληρό ταξίδι αν αρχινά κατά το μνήμα!


Χαρά στον, πού δεν απαντάει ανεμοζάλη,

Πού ως την πέρα ακρογιαλιά σιγαρμενίζει,

Εκεί, πού πάνε αγύριστοι μικροί μεγάλοι,

Στη μαύρη γη, πού μια ψυχή δε μας χαρίζει!


Χρόνια αρμενίζαμε και μείς με τα κουπιά μας,

Χρόνια πολλά το πέλαγο γλυκοκοιμούνταν,

Ως πούρθε ανεμοστρόβιλος, και τ’ άρμενά μας


Σπασμένα πάνω στα πικρά νερά κυλιούνταν!

Δυό κύματα μας πήραν, άχ, κακό μεγάλο,

Το ένα στην Ανατολή, στη Δύση τάλλο!

XVII

Σά μού μηνάς πώς σε λυπούν τα βάσανά μου,

Πώς έρχετ’ ως στα σπλάχνα σου ετούτ’ η φλόγα,

Τα μάτια μου δακρύζουνε, και η καρδιά μου

Πονεί, σαν πρωτοβύζαχτης μανούλας ρόγα.


Όχι, δε θα σου λέγω πλιό πώς απεθαίνω,

Του όρνιου ο ήσκιος ο ψυχρός δε θα περνάει

Πάνου από τέτοιου μέτωπο χαριτωμένο,

Πού ‘πλάστη ν’ αχτινοβολεί και να γελάει.


Δε θα σου λέγω πώς πονώ, θα λέγω ελπίζω.

Απ’ το μικρό μου κι έρημο αυτό καντήλι,

Θα στέρνω λίγο φώς, χωρίς να σου θυμίζω


Πώς λάδι δεν του μένει πλιό, μηδέ φιτίλι!

Άχ! μη μου λές πώς σε γελώ,-γελώ τον πόνο,

Για να μην έρθει και διπλό μας φέρει φόνο!

XVIII

Σά σου μινώ πώς θε να ζώ σιμά σου πάλι,

Εγώ το ξέρω τι σκληρή με τρώγει σκέψη!

Νούς, που τον έσκιαζε ο καημός κι η παραζάλη,

Καλά στερνά δεν είναι πλιό για να πιστέψει!


Βλέπω οργισμένες θάλασσες, πού δεν τελιώνουν,

Καράβια, που τα σπάσανε οι μαύροι βράχοι,

Βλέπω κοπέλλες άδικα να κρυφολυώνουν,

Νιούς π’ αγαπούν και ξεψυχούν στη γη μονάχοι.


Κι εγώ γιατί να το θαρρώ στην ερημιά μου,

Πώς θε να φέξεις άλλη μια, χρυσό μου αστέρι!

Άχ! πές μου το, πώς δεν είναι για τη χαρά μου,


Πές μου πώς θέλημα θεού θέ να με φέρει,

Κι ο πού μας έστειλε μαζί στον κόσμο κάτου,

Πάλι μαζί θα μας δεχτεί στην αγκαλιά του.

Πάλι μαζί θα μας δεχτεί στην αγκαλιά του.

XIX

Την κρουσταλλένια λαχταρώ πάλι μιλιά σου,

Ν’ αντιλαλήσει μέσα μου καθώς τ’ αηδόνι,

Πού κελαϊδεί μές στα βαθειά κλαδιά του δάσου,

Και λέγει πώς τον ουρανό αυγή χρυσώνει.


Στείλε κλωνί παρηγοριάς απ’ το βοτάνι,

Πού μές στα φυλλοκάρδια σου μοσχοβολάει,

Να βάλω στην αγιάτρευτη πληγή να γιάνει,

Το φοβερό φαρμάκι της πριχού με φάει.


Πρόβαλ’ εμπρός στα μάτια μου τα βουρκωμένα,

Με δυό λευκούς κι αμύριστους ανθούς στο χέρι,

Δυό χαμογέλια του Θεού χαριτωμένα,


Αχτίδες απ’ το πλιό λαμπρό του κόσμου αστέρι.

Γέλασε πάλι, να σε δώ καθώς γελούσες,

Στην αγκαλιά σου αχόρταγα σαν τα φιλούσες.

XX

Ωσάν το ρόδο, που άνοιξε με την αυγούλα,

Και τα τριάντα φύλλα του χαμογελάνε,

Πού απάνω του τρεμουλιαστή γλιστρά δροσούλα,

Και λές, της γης ή τ’ ουρανού διαμάντι νάναι,


Με τέτοια με παρηγοράς δροσιά και χάρη,

Τώρα που τρέφεις τρείς χαρές μές στην καρδιά σου,

Τώρα που ανθεί δέκα φορές τριπλό καμάρι,

Στο γελαστό σου μέτωπο και στη λαλιά σου.


Άχ! άλλη σαν κι εσέ ψυχή δεν είδ’ ακόμα!

Π’ όσην αγάπη κι αν γεννάς κι αν μας χαρίζεις,

Πάλι αναβρύζεις σαν πηγή, κι απ’ ένα στόμα


Με χίλια χάδια και φιλιά μας πλημμυρίζεις.

Είσ’ ο ουρανός, που μας φωτάς με ήλιους κι άστρα,

Μυριόφυλλος βασιλικός μες σ’ ώρια γλάστρα.

XXI

Άς λένε πώς τα χρόνια μας τη νιότη παίρνουν!

Το λένε πού η απονιά τους φαρμακώνει.

Τά χρόνια εκείνου π’ αγαπά, ζωή του φέρνουν,

Και κάθε μέρα ξανανθεί και ξανανιώνει.


Γιατ’ η αγάπη ‘ναι δεντρί, πού σα φουντώσει,

Γλυκοφιλάει τον ουρανό με τα κλωνιά του.

Είναι πουλί, πού τα φτερά καθώς απλώσει,

Καιρό και τόπο δεν ψηφάει απ’ τη χαρά του.


Άς λέμε μείς πώς ο καιρός μας δίνει νιότη

Και πλιό γλυκό ‘ναι το στερνό στερνό φιλί μας,

Να πάψει ο κόσμος να θρηνεί από την πρώτη


Στιγμή, πού ο Χάρος πολεμά με τη ζωή μας.

Νάν’ η ζωή χαράματα κι ο χάρος μέρα,

Να φέγγει αλήθεια και στη γη και παραπέρα.

XXII

Ιερή φωτιά, πού μεσ’ στις φλέβες μας ανάφτεις,

Και που γεννάς βαθιούς σεισμούς στα κόκκαλά μας,

Πού ως στα μάτια απλώνεσαι και γλυκαστράφτεις,

Σαν πλημμυρίσ’ η φλόγα σου τα σωθικά μας.


Λαχτάρα, πού μας τυραννείς και μας χαϊδεύεις,

Πού έναν έναν σκλάβους σου μας σφιχτοδένεις,

Έλα, να πείς πώς δεν πετάς, και δεν μισεύεις,

Μόνε απ’ τις φλέβες στην ψυχή περνάς και μένεις.


Γίνεσ’ αθάνατο νερό και την ποτίζεις,

Με αγάπη ανέσωστη, αχόρταγη κι αιώνια.

Γίνεσαι ουράνια αναλαμπή, και μας φωτίζεις


Μ’ αχτίδες, πού τα λυώνουνε της γης τα χιόνια.

Αχτίδες, πού παρηγορούνε σαν άγγελοι,

πού από φώς τους πιο γλυκειά ζωή ανατέλλει.

XXIII

Με δάκρυα αποκοιμήθηκα πικρά, και τώρα

Με ξύπνησ’ όνειρο γλυκό σα μάννας χάδι,

Είδα πώς ήσουνα σ’ αυτή την ξένη χώρα,

Και λουλούδια πώς μάζευες σ’ ένα λειβάδι.


Παίρνεις χρυσή κλωστή, και δυό λουλούδια δένεις.

Τόνα χλωμό, τάλλο λευκό, δροσιά γεμάτο,

Το ένα της αγάπης μας της περασμένης,

Και τ’ άλλο της αντάμωσης, το πιο δροσάτο.


Γονάτισα κι από το χέρι τ’ απαλό σου,

Τά πήρα και τ’ ασπάστηκα σαν το Βαγγέλιο.

Δεν πρόφτασα να ξαναϊδώ το πρόσωπό σου,


Δεν πρόφτασα να ξαναϊδώ το χαμογέλιο!

Μόνο στού ξύπνου τη ρημιά δε βλέπω άλλο,

Παρά του ονείρου τ’ όνειρο, που τώρα ψάλλω!

XXIV

Τραγούδι, πού αν δε σ’ είχαμε παρηγοριά μας,

Θα μας ραγίζαν οι καημοί, κι οι μαύροι πόνοι,

Πού παίρνεις στα φτερούγια σου τα βάσανά μας,

Και τρέχεις στην αγάπη μας σα χελιδόνι!


Μην παίρνεις την απελπισιά, μηδέ τα δάκρυα,

Μόν’ έπαρε τα όνειρα και την ελπίδα,

Κι εκεί πούν’ η αγάπη μου, στής γης την άκρηα,

Πές της γλυκά, στον ύπνο μου, εψές την είδα.


Πές της, πώς την καρδούλα μου την αγριεμένη

Τη συνηθίζω στη χαρά να μη τρομάξει,

Σαν έρθ’ η ώρα η χρυσή κι ευλογημένη,


Πού τόνειρό της ζωντανό θενά κοιτάξει.

Πέτα, τραγούδι μου, γοργό στην αγκαλιά της

Και πίσω ξαναγύρισε με δυό φιλιά της.

XXV

Και πάλε αλλοί στους πού όνειρο δεν τους φωτίζει,

Πού με κανόνες θέλουν φώς να δούν κι αλήθεια,

Μά στενοχώρια ακοίμητη τους βασανίζει,

Γιατ’ έχουν άνιωθη καρδιά σε κρύα στήθια!


Πού ταξιδεύουν στής ζωής το μονοπάτι,

Με γόνατα τρεμουλιαστά, με νού σκιαγμένο,

Και τρέχουν πλάγι στον γκρεμό με τόνα μάτι

Θαμπό, με τάλλο σκοτεινό και τυφλωμένο!


Πίσω δεν βλέπουν, εμπροστά να δούν τρομάζουν,

Θωρούν αχνιά, μά τα όνειρα δεν τα θωρούνε.

Στο δρόμο λύπες ή χαρές αν τους φωνάζουν,


Διαβαίνουν και σωπαίνουνε και δεν ακούνε!

Τα περασμένα στεναγμό δεν τους χαρίζουν,

Για τα στερνά τους δεν ποθούν και δεν ελπίζουν.

XXVI

Άς βλέπανε μες στου Καιρού τα μαύρα βάθια

Τά όσα η Μοίρα καθενού κρυφομαζώνει,

Τα καρδιοχτύπια, τις χαρές, τα χίλια πάθια,

Πού η αγάπη μια γεννά, μια βαλσαμώνει,


Αν τάβλεπαν, καθώς τηράει νησάκια ο ναύτης

Να πρασινίζουν παραπέρ απ’ τ’ άγριο κύμα,

Σε νέο δέ θάναβε καντήλι ο νεκροθάφτης,

Μόνε για γέρο θάνοιγε το κάθε μνήμα.


Γέρο, πού όλη απόλαψε της γης τη χάρη,

Πού άδιασε κάθε χαράς χρυσό ποτήρι,

Πούδε παιδί και ξέγγονο-γλυκό ζευγάρι,


Να πιάνει το χορό στη γης το πανηγύρι,

Πού μια βραδιά ν’ αναπαυτεί στην κλίνη πέφτει

Κι ο χάρος την ψυχή ανήξερα του κλέφτει.

XXVII

Τέτοια στο νου μου όνειρα πετούνε τώρα,

Τώρα που ο Μάης πέρασε κι οι μέρες τρέχουν.

Πού ωρίμασαν κι εγλύκαναν της γης τα δώρα,

Και του χειμώνα τα καλά μας απαντέχουν.


Κρατώ κλωνί της αγριλιάς γι’ ακούμπισμά μου

Και με δυό μάτια που γελούν μαζί και κλαίνε,

Κοπέλλ’ αγγελοκάμωτη θωρώ σιμά μου,

Με χάρες πού της νιότης σου τα χρόνια λένε.


Άχ! τι μορφιά πού τη ψυχή γλυκοτρομάζει!

Δές, πώς αφήνει γελαστή το κέντημά της,

Και μ’ ένα στόμα, που θαρρείς αγάπη στάζει,


Σκεπάζει τ’ άσπρα μου μαλλιά με τα φιλιά της.

Κι εγώ δακρύζοντας κρυφά στην τόση χάρη,

Βλογώ κι εκείνη και το νιό πού θα την πάρει.

XXVIII

Πλατάνου ρίζα απλώθηκε, κι απ’ την καρδιά της

Νερό καθάριο, η ζωή ακόμα τρέχει.

Άλλα δυό χρόνια ανθοβολούν μές στη δροσιά της,

Άλλα δυό χρόνια ο ουρανός το μάνα βρέχει.


Πάνω στα χόρτα τα χλωρά, κοντά στο ρέμα,

Το πρώτο πρώτο εγγόνι σου γλυκοχαϊδεύεις.

Και θέτοντάς το απάνω μου, στ’ αγνό του βλέμμα,

Το βλέμμα και την όψη μου να βρείς γυρεύεις.


Στο χαμογέλιο του ξεχνώ τα γηρατιά μου,

Και παίζω σαν παιδί κι εγώ με τ’ αγγελούδι.

Ζουλώ τα δυό του μάγουλα με τα φιλιά μου,


Και το χορεύω σε παλιό, παλιό τραγούδι.

Τραγούδι, πού το πάλιωσαν εξήντα χρόνοι,

Πού κάν κι αυτός θα τραγουδά σε κάποιο εγγόνι.

XXIX

Ακόμα μια μας καρτερεί της μοίρας χάρη,

Πού στ’ όνειρό μου στερινή χαρά σκορπάει.

Ο γιός πού κατευόδωσες μικρό βλαστάρι,

Από τα ξένα λυγερό δεντρί γυρνάει.


Ήρθε, χρυσό της πασχαλιάς κερί ν’ ανάψει,

Σιμά στη μάννα του, μπροστά στην Παναγιά του.

Κι αν πολεμάει μιάς λυγερής καρδιά να κάψει,

Φέρνουν δυό φύλλα και  για μας τα σωθικά του.


Νά, το μικρό που χάϊδευες μια μέρα κι είπες,

Πώς με το γάλα της χαράς θα μεγαλώνει!

Στο πλάγι του των γηρατιών περνούν οι λύπες,


Καθώς περνούσαν άλλοτε της νιότης πόνοι.

Νά, η ψυχή που φυλαχτά της έχεις δώσει,

Αγάπη και παλληκαριά, χαρά και γνώση.

XXX

Με την αγάπη, το πικρό φαρμάκι μέλι,

Και τον εχτρό του άγγελο να κάνει ξέρει.

Όποιος στον κόσμο βάλσαμο για πόνο θέλει,

Βρίσκει βοήθεια στο δεξί εκείνο χέρι.


Με τη χαρά του γίνεται η νύχτα μέρα,

Τραγούδι ο λόγος και η δουλειά ξεφάντωμά του.

Κοντά του παίρνει τ’ ορφανού ο νους αγέρα,

Κι αν είναι άρρωστο, ξεχνά την αρρωστιά του.


Την αντρειοσύνη, πούφερε φωτιά στη γη μας,

Κι ανέβασε στον Όλυμπο θνητά παιδιά της,

Κληρονομιά την κράτησε απ’ τη φυλή μας,


Και τάμμα την ξανάκαμε στη λευτεριά της’

Κι η σκέψη του, βαρειά βαρειά καθώς διαβαίνει,

Λές και με κάθε πάτημα πώς κατεβαίνει.

XXXI

Άχ! που μ’ επήρατ’ όνειρα, και πού με πάτε!

Γιατί να με χαϊδεύετε στην αγκαλιά σας,

Και μ’ ένα τρόμο ξαφνικό να με ξυπνάτε,

Σά νάτανε πολύ το φώς και η χαρά σας!


Ανίσως κι είναι για καλό, και φτάν’ η μέρα

Πού θενά δώ το ταίρι μου, να σας βλογήσω.

Ανίσως κι είναι γι καημό, ακόμα πέρα,

Να φύγω κι ένα πλιό πικρό σκοπό ν’ αρχίσω.


Με σύντροφο τη Λύρα μου, στη γης να τρέχω,

Να τραγουδώ τη Μοίρα μου, και να ξεσκάνω,

Και κάθε χώμα, πού πατώ, να δακρυβρέχω,


Ωσπού να βγαίνει αμάραντο λουλούδι απάνω.

Να κάνει ο κόσμος γλέντι του τα βάσανά μου,

Νάναι κι εμένα η τέρψη του παρηγοριά μου.

XXXII

Δεν είναι για καημό, μηδέ για ψεύτρα ελπίδα!

Το ναύτη ακούγω να τραβά τα σίδερά του.

Απλώνει τ’ άσπρα του πανιά, για την πατρίδα,

Παιδιά της μαύρης ξενιτειάς καλεί κοντά του.


Έχετε γειά, φριχτές ‘ρημιές, φριχτά σκοτάδια.

Και σύ, γλυκό τραγούδι μου στον κόσμο πέτα,

Κι όπου τηράς φιλήματα κι αγάπης χάδια,

Τα ταιριασμέν’ αυτά πουλιά γλυκοχαιρέτα.


Λέγε, πώς είν’ αληθινό το ιστορικό σου,

Πού αν δε γνωρίσανε καημό, καημό να δούνε’

Κι αν τέτοιο πάθανε κακό, μές στο σκοπό σου


Βοήθεια και παρηγοριά μικρή να βρούνε.

Τρέχα καράβι μου γοργό, φυσάτε ανέμοι,

Δεν είναι μόνο μια καρδιά, πού γλυκοτρέμει.


ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ, ΑΓΑΠΗΣ ΛΟΓΙΑ,

Από τον Α΄ τόμο, ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ «ΑΠΑΝΤΑ», εκδόσεις «ΠΗΓΗΣ»- Αθήνα 1952, σελ.81-96.


Πηγή:http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2020/01/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου