Όσον η αγάπη αβάσταχτα μεγάλωνε και τόσο
τη μόνωση της όριζα και το κρυφό μαρτύριο.
(Kι’ ο ίσκιος της θα εβάραινε, πως να στη φανερώσω;)
Mα τάχα μην απόκλινε μοιραία προς το μυστήριο;
Tου μυστηρίου γέννημα μην ήταν και μαζί του
αξιωνόταν περήφανα το φως ν’απαρνηθή,
το λίγο φως που μούδινες, ξεγέλασμα του αδύτου
που όρισε προς το δρόμο σου το βήμα μου να’ ρθή;
Δεν ξέρω τίποτε να πω στη σκέψη που με δέρνει
τις νύχτες και τις μέρες μου, πιο νύχτες πιο θλιμμένες.
Στην τύψη που απ’ το θάνατο προδοτικά με παίρνει,
ω, τι να πουν οι πίκρες μου σε δάκρια χυμένες!
(Hχώ στο χάος: ό.π., 180)·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου