Η ΡΙΜΑ
(11.2.75)
………………………………….
Την ευχή μου! Βρέστε μου παιδιά
κάτι να ριμάρει με παιδεία.
Θέλει και κουράγιο και καρδιά.
Όλοι μια φωνή: Ένα… δύο…
(Οι τελευταίοι τυπωμένοι
στίχοι του Νίκου Καββαδία)
Όλη τη νύχτα παίδευα το νου
να σού βρω κάτι να ριμάρει με παιδεία
ώσπου ένα ξεκομμένο μαραμπού
έκρωξε: χάσαμε το Νίκο Καββαδία.
Καρδιά περίσσια μα κουράγιο πού…
Δεν μπόρεσα να σού ’ρθω στην κ η δ ε ί α
μα βρήκα κ ά τ ι που ριμάρει με παιδεία.
(Το δέρας, 1994)
ΤΟ ΔΕΡΑΣ
Καπετάνιο,
το πλένουμε καλά, όπως πρόσταξες
στην πιο όμορφη θάλασσα του κόσμου
κι ύστερα
τ’ απλώνουμε σ’ αυτόν τον υπέροχο ήλιο
όμως
μη λυπηθείς καπετάνιο
φαίνεται θα ’ναι μαγεμένο
κάθε φορά
την ώρα που κοντεύει να στεγνώσει
(μόλις που πάει να λάμψει το χρυσάφι του)
το αίμα
ενός καινούργιου παιδιού
το ξαναβάφει.
(Το δέρας, 1994)
ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Εδώ ήταν χτες ένα μεγάλο δάσος
κοίτα τους κορμούς
κομμένους ένα μέτρο πάνω από τη γη
ατέλειωτες εκτάσεις
ανάμεσά τους το πιο σίγουρο κενό
λες δεν υπήρξανε ποτέ
πεσμένα φύλλα, θάμνοι, χλόη
νερό
σταγόνα πουθενά
ήχος κανένας
προλάβαν φύγανε τα ζώα, τα πουλιά
εσύ
γιατί μένεις ακόμα;
(Τα αιφνίδια άστρα, 1997)
ΠΕΡΣΕΣ
Σου λέω λοιπόν πως άτυχοι σταθήκαμε.
Ζήσαμε βλέπεις τόσο πριν
απ’ τους Ρωμαίους και τις λαμπρές αρένες τους
απ’ τα μεγαλειώδη ιπποδρόμια των κραταιών Βυζαντινών
ή απ’ τα συγκλονιστικά εκείνα
παγκόσμια κύπελλα του ποδοσφαίρου
– ζήσαμε βλέπεις τόσο πριν
κι άγνωστα όλ’ αυτά μας ήταν.
Έτσι
βρέθηκε στην ανάγκη ο άνθρωπος
να κουβαλήσει και να στήσει το χρυσό του θρόνο
σ’ αυτές εδώ τις ξέρες
–χρόνων ετοιμασίες και πορεία χιλιάδες μίλια
και τρικυμίες και Θερμοπύλες κι Αρτεμίσια–
(τον είπανε κενόδοξο και υπερόπτη και μωρό
οι ανίδεοι
και κάποιος Αθηναίος του πρότεινε
τη νίκη πριν απ’ τον αγώνα
– λες ο πανούργος να ’χε καταλάβει;)
τέλος:
να παίξει και να χάσει τόση δόξα, τόσο βιος
και να μας δει
ράκη της Αυτοκρατορίας εμπρός του να σπαράζουμε
(όλ’ αυτά
για λίγο θέαμα, για λίγη αγωνία
για λίγο «ζήτω», λίγο «γιούχα»
κάτι που τέλος πάντων κάπως θα εποίκιλλε
την πληκτική ζωή του της Ασίας).
Σου λέω, άτυχοι πολύ.
(Τα αιφνίδια άστρα, 1997)
ΜΥΚΗΝΕΣ
Στέκει ένα σύννεφο βαρύ πάνω απ’ τη Σάρα.
Κανείς αγέρας δεν το αγγίζει
κανείς θεός δεν το θυμάται.
Γιατί περάσαν χρόνοι αμέτρητοι
και φύσηξαν και πάνε όλοι οι αγέρηδες
και ξεχαστήκαν οι θεοί στον Όλυμπό τους
όλοι
χάθηκαν μες στη μόνιμη, τυφλή εσωστρέφεια
των ισχυρών.
Τρίζουν τα τείχη, πέφτουνε τ’ ανάκτορα
ξεθεμελιώνονται οι ναοί
μένουν μονάχα οι τάφοι
ακλόνητοι
και η πύλη, τα λιοντάρια της
φρουρούν πεισματικά το θάνατο.
Πολύς ο θάνατος σε τούτες τις πλαγιές
και πώς να τον φυλάξεις.
Ακούγονται καμιά φορά τη νύχτα οι βρυχηθμοί τους
σαν παράπονο
μετέωρη θλίψη του λησμονημένου
Δεν έχει ο κύκλος τελειωμό
δεν έχει η γη λογαριασμό
δε σταματάει ποτέ το χώμα
τόνοι αμέτρητοι
κατηφορίζει τις πλαγιές
σκεπάζει ασήκωτο
μεγάλα κτίσματα, μεγάλες εκστρατείες
θριάμβους, συμφορές
τα πάθη, το αίμα των ανθρώπων
τόνοι αμέτρητοι
τι να σου κάμει μια φτωχή σκαπάνη
αδύναμη
θα τσακιστεί, χίλια κομμάτια θα χαθεί
στόμωσε κιόλας
μπορεί να τη γυρέψουν κάποτε κι αυτή
περίεργοι ενός άλλου μέλλοντος, σοφότεροι
κατά πολλά στρώματα χώματος.
Στέκει ένα σύννεφο βαρύ πάνω στη Σάρα.
(Αγγειογραφία, 2000)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από βαθύ πηγάδι σας μιλώ.
Με λένε Οιδίποδα Αγαμέμνονα
Μήδεια Κλυταιμνήστρα Κρέοντα Ορέστη
από βαθύ πηγάδι σας μιλώ
το σώμα μου φτωχό κουρέλι ανυπεράσπιστη βορά
ετούτης της περίεργης σαρκοφάγου
κανείς σας δε ρωτήθηκε ποτέ
πού βρίσκομαι στα μεσοδιαστήματα
αυτά τα απύθμενα κενά του μαύρου
που ο χρόνος κόβει τη ροή του
μόνο για μένα
δεν είναι η μάσκα που αφανίζει τη μορφή μου, χάνομαι
στα μεταίχμια των στοχασμών μου
οι καταπληκτικοί αρχιτέκτονες
φροντίσανε το σπαραγμένο λόγο
ακούστε τώρα τη σιωπή μου
πού βρίσκομαι
πόσο βαθιά
στα βάραθρά σας
ποιοι ανελέητοι αιώνες
μας επαναλαμβάνουν.
(Αγγειογραφία, 2000)
ΑΠΟΨΕ
Απόψε γύρισε ο καιρός.
Απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
ένας δυνατός βοριάς
δεν τον ακούς
φυσάει, βουίζουν τα πλατάνια ανταρεμένα
δεν ακούς
απόψε γύρισε ο καιρός, τελειώσαν
ξαφνικά οι γαλήνιες μέρες
τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
μέσα στον άγριο άνεμο
τις βλέπεις, φύλλα πλατανιών
δε στέκουν πουθενά
δε στέκουν πουθενά, πού να σταθούν
πώς να σταθούν
φύλλα στη δίνη τού καιρού, σκορπίζουν
χάνονται
ποιος ξέρει
ποιος ξέρει τι καιρούς, πόσον καιρό
ήσυχα οι γαλήνιες μέρες κυοφορούσαν
τη νύχτα την αποψινή
κανείς δεν ξέρει τίποτα, ποτέ
απόψε γύρισε ο καιρός, φυσάει
ένας δυνατός βοριάς
πού βρίσκεσαι, δεν τον ακούς
πού βρίσκεσαι, θα φέρει καταιγίδα
φύλλα
των πλατανιών οι μέρες μας
στη δίνη των καιρών.
(Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες, 2003)
ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ
Συννεφιασμένος ουρανός, Μεγάλη Πέμπτη
ανάμεσα πικρά βουνά κι έρημους κάμπους ταξιδεύεις
δυο αργά πουλιά μονάχα σε κοιτάξαν
κανείς δε ρώτησε πού πας, κανείς δεν είδε
πίσω απ’ τα μάτια σου ένα φως να σβήνει
μέρες με συννεφιά Μεγάλης Πέμπτης ταξιδεύοντας
χωρίς να φτάνεις πουθενά, χωρίς
πια να θυμάσαι πότε κίνησες, για πού
κι αν ήρθε, πέρασε η Ανάσταση, δεν το ’μαθες
ποτέ δε θα το μάθεις
μετέωρος σ’ άχρονο ταξίδι ανάμεσα σε μια
δοσμένη καταδίκη και μια σταύρωση
μετέωρος σ’ άχρονο ταξίδι απ’ την ταφή
ως τη λησμονιά
δυο αργά πουλιά, στον ουρανό
πριν σβήσουν, σε κοιτάξαν.
(Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες, 2003)
ΠΑΛΕΥΕ ΑΚΟΜΑ
Πάλευε ακόμα εκείνο το πουλί
πάλευε να πετάξει, ορμητικά
απλωνόταν η φτερούγα
κάθε φορά που μια ριπή
ανέμου διέσχιζε το δρόμο
πάλευε ακόμα εκείνο το πουλί
λειωμένα κόκαλα, ιστοί, το δέρμα κολλημένα
στην άσφαλτο του δρόμου και μισή
μισή φτερούγα λαχταρώντας
πτήσεις ατέλειωτες ψηλά
ψηλά μες στον ατέλειωτον αγέρα.
(Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες, 2003)
ΨΗΦΙΔΕΣ
Σαν όνειρο που βλέπεις
αμέτρητες χιλιάδες χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό σου.
Κι όλο ρωτιέσαι
μες στο βαθύ σου ύπνο
ποιαν εποχή συμβαίνουν όλ’ αυτά
πότε, σε ποιον άραγε κόσμο βλέποντας
ο Αχελώος κατέβαζε αργά τ’ ατέλειωτα νερά του
ο Άσπρος, φίδι μακρινό
σε ποιους καιρούς, ποιοι τους μετρούσαν
πώς;
αστράφταν τα νησιά καταμεσής στο πέλαγος
ήχοι της μουσικής, ήχοι της νύχτας
ο Διονύσιος Σολωμός ευλαβικά σκυμμένος πάνω σ’ έν’ άγριο κρίνο
ακούς
ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος –τα δυο βουνά–
μαλώνουν· δε θυμάσαι το γιατί
ποιο μεσημέρι παιδικό
χαμένοι αριθμοί καταγραμμένοι ανώφελα
στα σκορπισμένα μόρια της αχανούς μας ύλης
άσκοπα ταξιδεύοντας μαζί της
εκείνος –ο γνωστός– πεσσεύων
και κάποιος άλλος ζωηρός κι αδέξιος
χτυπάει την μπάλα δυνατά, τρέχει ο πιο πρόθυμος
να τη μαζέψει· δεν τον ξαναβλέπεις
σαν όνειρο
κι έχουν περάσει χρόνια αμέτρητες χιλιάδες
η Μήδεια σ’ ένα ρεματάκι κάτω απ’ την Κουκουράβα
ορμούσε ξαφνικά ο Ευβοϊκός λες θα κατέκλυζε τον κόσμο
παλινδρομούσε
το ίδιο αστείο χρόνια και χρόνια
ισορροπία ακριβοδίκαιη
γλάροι που ακολουθούνε το καΐκι
δυο δελφίνια, οι φίλοι
φεγγάρι πάνω απ’ την Επίδαυρο
οι σκιές
μια απειλή αιωρείται μα κανείς δε φεύγει
τι άβυσσος που ανοίγει, στρογγυλό στόμα του Άδη! οι σκιές
φαρμακερά κινούνται παίζοντας παιγνίδια
τι να ’γιναν, αλήθεια, αυτά που θα ’παιρνες μαζί σου
έλεγες «μικροπράγματα» και δεν τελειώναν
και πού να πήγαν όλοι αυτοί
μετά από τόσα καλοκαίρια, τόσες συζητήσεις
σε ποιες αβύσσους σκόρπισαν γυρεύοντας
άλλος μια μπάλα, άλλος την αλήθεια
άλλος –ο πιο πικρός– δυο στίχους
τα χρώματα, το φως
πού πήγαν τόσα χρώματα
ο Υμηττός το δειλινό, ο κάμπος
ψηλά κοιτώντας απ’ το Δομοκό, η φευγαλέα εικόνα
η στροφή
όλα ψηφίδες σ’ άνεμο τυφλό
χιλιάδες χρώματα στη Θεσσαλία των ματιών σου
ψηλά κοιτώντας απ’ το Δομοκό κανένας Όλυμπος
κανένας Πηνειός, κρίμα τις Γεωγραφίες
τον κόσμο που θα γνώριζες
γιατί μαλώνανε παππού τα δυο βουνά;
βρίζονταν άγρια σαν Έλληνες των εμφυλίων
ποιο κέντρο;
ποιο κέντρο βάρους μου γυρεύεις σ’ ένα όνειρο;
ένα όνειρο που βλέπεις κι ύστερα δεν ξυπνάς
να βάλεις κάπως, πες, τα πράγματα στη θέση τους
σε ξέρω, σε γνωρίζω με βασάνισες
μια ολόκληρη ζωή
επίμονα γυρεύοντας αρχή, μέση και τέλος
όμως ο κόσμος είν’ αλλιώς
και η ζωή
ένα όνειρο που βλέπεις σκοτεινό
αμέτρητες χιλιάδες χρόνια ύστερα απ’ το θάνατό σου.
(Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες, 2003)
ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Στον Αργύρη Χιόνη
Αυτός προγκούσε τα πουλιά, τα περιστέρια
αού! τους φώναζε, αού! μες στην πλατεία
βαριούνταν τα βαριά πουλιά, σκορπούσαν κάπως
αού! τους φώναζε αυτός, αού!
πήγαιναν λίγο παραπέρα με τα πόδια τους και ξανασκύβανε στους σπόρους
τι θέλει αυτός, μπορεί και ν’ απορούσαν
αν είχαν τα δικά μας μέτρα
είναι τρελός θα σκέφτονταν, μπορεί επικίνδυνος τρελός
αρχαίος φόβος, σκοτεινός θα όρθωνε τα πούπουλά τους, θα φουσκώναν
όμως εκείνα απλώς βαριούνταν
βαριούνταν κι απορούσαν κάπως, τι να θέλει αυτός
κι αυτός ήθελε βέβαια να πετάξουν τρομαγμένα
δεν το χωρούσε ο νους του έτσι νωθρά να σέρνονται
δεν το χωρούσε ο νους του ελεύθερα
πουλιά να μην πετούν, άγρια πουλιά να μην τρομάζουν
χαλούσε η τάξη η χαοτική του κόσμου
χαλούσε η τάξη της μεγάλης έκρηξης
κι όλων των ασταμάτητων εκρήξεων του σύμπαντος
έπεφτε η γη σε τέλμα, όλοι βουλιάζαμε
αού! τους φώναζε, αού! απελπισμένα
χτυπούσε με το πόδι την πλατεία, χτυπούσε παλαμάκια
κι εκείνα τον συνήθιζαν, όλο και πιο πολύ
μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα τον συνήθιζαν.
(Περιοδικό Ακτή τχ. 59, Καλοκαίρι 2004)
NUMBER BLOCKED
Με λένε Γιάννη Σκαρίμπα, τηλεφωνώ
από μακριά, ζητάω τον κύριο Λουντέμη.
Ποιον Λουντέμη; με ρωτάνε
τον Μενέλαο, επιμένω σταθερά, τον λογοτέχνη
τι λέτε κύριε; αποκρίνεται οργισμένος
φάρσα μας κάνετε; ο άνθρωπος
έχει πεθάνει τώρα … είκοσι έξι χρόνια!
Κι εγώ, επιμένω απτόητος, έχω πεθάνει τώρα
σχεδόν είκοσι χρόνια, όμως είναι ανάγκη
να πούμε δυο κουβέντες με τον εκλεκτό παλιόφιλο
σκύλιασε αυτός:
Άκουσε δω, μου λέει, και σαδεντρέπεσαι
είσαι παλιός φαρσέρ, έμεινες πίσω, σε προσπέρασε
η τεχνολογία –ευτυχώς!– και καταγράφει
ενώπιόν μου τώρα η συσκευή τον αριθμό σου, θα σε βρω
ποιος είσαι, από πού παίρνεις, και τα λέμε.
Και τότε εγώ τον αφυπνίζω σύξυλον:
Γι’ άνοιξε λίγο τα γκαβά σου και να ιδείς
γράφει κανέναν αριθμό;
Number blocked
έτσι είναι, number blocked εσαεί
από καταβολής και εις τον άπατον αιώνα
σιγά μη βρεις από πού παίρνω
σιγά μη βρεις πού βρίσκομαι
σιγά μη βρει ποτέ κανείς μας από πού
έτσι επιμένω να ενοχλώ τον κόσμο
απτόητος.
(Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας τχ. 27, Σεπτ. – Δεκ.2004)
ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ
Αν ήξερα ποιον σκυθρωπό Κύπριο του ΙΓ΄ π.Χ. αιώνα αντιπροσωπεύω,
ποιος ανόητος με κυοφορούσε το ΙΓ΄π.Χ. αιώνα.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Για ν’ ακριβολογούμε, σεβαστέ ποιητή
μόνο για ν’ ακριβολογούμε:
Κυοφορούσε δυνατότητες
εκείνος ο Κύπριος
όπως –άλλωστε– όλοι
σχεδόν οι άνθρωποι, κυοφορούσε
έναν ασύλληπτο αριθμό δυνατοτήτων
τώρα πια το γνωρίζουμε, ανάμεσά τους
ανάμεσά τους μια κι εσείς, τύχη αγαθή
μεγάλη τύχη
το ’φερε εν τέλει εδώ ν’ απολαμβάνουμε
τριάντα τρεις αιώνες από τότε
αυτές τις έξοχες Στιγμές σας.
(Περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1780, Ιούλιος – Αύγουστος 2005)
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΜΟΥ ΣΚΥΛΟ
Γι’ αυτό
δε σ’ έχω, δε σ’ απόκτησα ποτέ:
διότι αν σ’ είχα, θα μαλώναμε.
Πού ακούστηκε, θα φώναζες
να τρώει τα κόκαλα ο αφέντης
να δίνει το ψαχνό στο σκύλο;
Τι σκύλος είμαι τώρα εγώ, θα ούρλιαζες
ποιον να φυλάξω κι από τι
που εσύ όλη νύχτα ξαγρυπνάς, σκαλίζεις
ως τα χαράματα χαρτιά·
λοιπόν
ξέρω τον πόνο σου
τι σκύλος να ’σαι σύ χωρίς να νιώσεις
ούτε μια φορά
το ρίγος της πανάρχαιης μοναξιάς των σκύλων
χωρίς να ουρλιάξεις το φεγγάρι
τι σκύλος είσ’ εσύ μ’ εμένα που ’μπλεξες
ζηλεύεις
μα ωστόσο βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου
βόλτα με το λουρί μην περιμένεις
να σέρνει ο άνθρωπος το σκύλο
να σέρνει ο σκύλος πιο πολύ τον άνθρωπο
κι αυτό που άρπαξε τ’ αυτί μου για σκυλοτροφές
ξέχνα το, δε θα δοκιμάσεις
μακριά από μένα τέτοια πρόοδος
και πρόσεξε καλά μην τύχει και σου μπουν
ιδέες πως τάχα είσαι σκύλος ράτσας
εγώ με σκύλο ρατσιστή δεν μπλέκω
και μην αλυχτομουρμουρίζεις
για τ’ όνομα που σου ’δωσα, δεν έχω
τρόπο ν’ αντέξω τους συρμούς, να μαϊμουδίσω
καλό είναι τ’ όνομα, σου πέφτει και πολύ
και μη με βρίζεις κυνικό, να ξέρεις
γνώρισα εγώ σκυλιά στα παιδικά μου χρόνια
που εσύ μπροστά τους είσαι άβγαλτο κουτάβι
ούτε την τρίχα τους δε φτάνεις
μονάχα παίζεις με γατιά, πού ακούστηκε
σκύλος που να μην κυνηγάει τις γάτες, τι ανάρμοστες
φιλίες είν’ αυτές, θυμίζει
σκύλο χορτοφάγο κι ας με λες
παρωχημένον, εσύ θέλεις να ξεχάσω
πως έχω γεννηθεί πριν κάμποσες
χιλιάδες χρόνια· ίσως γι’ αυτό
ίσως γι’ αυτό μαλώνουμε σαν τα κακά προγόνια
τι γλώσσα είναι που μιλώ, σε δυσκολεύω
όμως σταμάτα ν’ αλυχτάς όποτε σου ’ρθει, εδώ
δεν είναι μπάτε σκύλοι αλέστε, αρκούν
φωνές και θόρυβοι που εισβάλλουν από γύρω
ζούμε σε δύσκολους καιρούς, κατάλαβέ το
μη με κοιτάς μ’ αυτό το λυπημένο βλέμμα, με πληγώνεις
τι θέλεις από μένα, αγανακτείς
μου λες σου κλέβω τη ζωή σου λίγο λίγο
μου λες βαρέθηκες ν’ ακούς τα ίδια και τα ίδια
πάρ’ το λοιπόν απόφαση, θ’ ακούς
τα ίδια και τα ίδια ώσπου να φύγει
ο ένας απ’ τους δυο μας
πήγαινε αλλού να παραπονεθείς
πήγαινε βρες αυτόν που πρόσταξε
να γίνουμε εσύ σκύλος, άνθρωπος εγώ
κι αν δεν τον βρεις, μην απορήσεις
δε θα ’σαι μήτε ο πρώτος μήτε ο τελευταίος
εδώ το νιώθω, εκρήγνυσαι
μ’ έβγαλες πάλι, ουρλιάζεις, απ’ τα όριά μου
μάθε το λοιπόν: είμ’ έτοιμος να φύγω μια ζωή
εύκολα το ’σκαγα από δω, κι άλλον αφέντη
θα ’βρισκα ή κι αδέσποτος στους δρόμους
χίλιες φορές καλύτερα παρά μ’ εσένα τον παράξενο
είν’ όμως πάντα που με συγκρατεί
την τελευταία στιγμή πριν δρασκελίσω
αυτό το κάτι που κρατάς, το σπάνιο
αυτό το κάτι που έχεις από σκύλο, πού να βρεις
άλλον αφέντη έτσι να νιώθεστε
έρημος σκύλος θα ’μουνα χωρίς εσένα, αυτό
αυτό είν’ εδώ που με κρατάει και με παιδεύει.
(Περιοδικό Η Λέξη τχ. 185, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2005)
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Άκουσα τις φωνές του δυνατές μέσα στον ύπνο
γνώριμες, τόσο μακρινές, ξύπνησα απορημένος
σήκω, με τράβαγε απ’ τα ρούχα, σήκω
τώρα θα κάνουμε
την επανάσταση
γνώριμες, τόσο ζωντανές μέσα στη μνήμη
νύχτες και νύχτες, παθιασμένες
αναλύσεις, έντονες
γραμμές κάτω από φράσεις, συμπεράσματα
στις αναρίθμητες σελίδες, διαφωνίες,
καινούργιοι φίλοι, ξαναμμένα πρόσωπα
ξύπνησα απορημένος, πώς
τώρα μιλούσαν όλοι ξαφνικά
πάλι γι’ αυτή την επανάσταση
τόσες βαριές δεκαετίες, κι αυτός
πώς είχε έρθει, από πού
τόσα χρόνια νεκρός
τόσα χρόνια νεκροί
αυτός, εγώ, η επανάσταση.
(Περιοδικό Ακτή τχ. 64 Φθινόπωρο 2005)
ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Του μίλησα
κάπως απότομα, μπορεί
λίγο σκληρά: μα τι μου λες
τώρα εδώ, ποιες εκκρεμότητες
και ποιον παλιό συμφοιτητή, εξηγήσεις
που δεν πρόλαβες να δώσεις, όλ’ αυτά
συνέβησαν κοντά εβδομήντα χρόνια
πριν πεθάνεις, ζήσατε
ο άνθρωπος αυτός κι εσύ
ως τα βαθιά γεράματά σας, είχες
αν ήθελες καιρό
να δώσεις κάθε εξήγηση
κατάλαβα, μιλούσα στο κενό, συνέχισε
να επιμένει σταθερά πως για όλα
έφταιγε ο ξαφνικός του θάνατος, ν’ αφήσει
τόσα πίσω του, ασυμμάζευτα, δεν το χωρούσε
ο νους του
θα ’πρεπε αλλιώς να γίνεται
κάποιος να ειδοποιεί, ίσως να υποχρεώνει
τον άφησα κι επέστρεψα
στον κόσμο εδώ των ζωντανών
βαρύς ξυπνώντας, ποιος
ν’ αντέξει αυτό το πάγωμα
όλα σ’ εκείνη τη στιγμή σταματημένα
σ’ εκείνη την αυθαίρετη στιγμή σταματημένα, πώς
που είχε γνωρίσει αυτός την πράξη και το χρόνο
πώς
ν’ αντέξει ετούτη την οριστική στιγμή.
(2005)
Ο Σωτήρης Σαράκης γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμπέλια Αγρινίου. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του: Το Δέρας (Γκοβόστης, 1994), Τα αιφνίδια άστρα (Καστανιώτης, 1997), Αγγειογραφία (Ελληνικά Γράμματα, 2000) και Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες (Νεφέλη, 2003).
Πηγή:http://www.poiein.gr/2006/07/05/ouothnco-oanueco-adhaaaaessa/?fbclid=IwAR1ZJ6rtQeRtnK60TG3S0mU-YfGGjFZH1rdbzbJQ6FMBTGzuH0SgVJhpl44
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου