Στήν Πύλη τοῦ Βοριᾶ, ὁ ἀγέρας φυσάει τινάζοντας τήν ἄμμο,
Μονάχος ἀπό τότε πού ὑπάρχει κόσμος μέχρι τώρα!
Πέφτουν δέντρα, μέ τό φθινόπωρο τά χόρτα κιτρινίζουν.
Σκαρφαλώνω πύργους καί πύργους βιγλίζοντας τή γῆ τῶν βαρβάρων:
Ρημαγμένο κάστρο, οὐρανός, ἔρημος τόπος.
Δέν ἔμειναν τειχιά σέ τοῦτο τό χωριό.
Κόκαλα πού τά ξάσπρισαν χίλιες παγωνιές,
Σωροί ἀψηλοί, πού τούς σκεπάζουν δέντρα καί χορτάρι∙
Ποιός ἔφερε ὅλα τοῦτα;
Ποιός ἔφερε τόν φλογερόν αὐτοκρατορικό παροξυσμό;
Ποιός ἔφερε τό στράτεμα μέ τά ταμπούρλα καί τά τουμπελέκια;
Οἱ βάρβαροι βασιλιάδες.
Μιά πρόσχαρη ἄνοιξη, γύρισε σέ φθινόπωρο αἱματόβρεχτο,
Ἕν’ ἀλαλητό πολεμιστάδων, ἅπλωσαν στό μεσανό βασίλειο,
Τρακόσιες ἑξήντα χιλιάδες,
Καί θλίψη, θλίψη βροχή.
Θλίψη νά πᾶς, καί θλίψη, θλίψη νά γυρίσεις.
Ὅσο βλέπει τό μάτι ρημαγμένοι κάμποι,
Κι ἀπάνω τους δέν ἔχει πιά γιούς τοῦ πολέμου,
Ἄντρες δέν ἔχει γιά τήν ἄμυνα καί τό γιουρούσι.
Ἄ, πῶς θά μάθετε τή μαύρη θλίψη στοῦ Βοριᾶ τήν Πύλη,
Μέ τ’ ὄνομα τοῦ στρατηγοῦ Ριχόκου ἀπολησμονημένο,
Κι ἐμᾶς τούς φύλακες φαγωμένους ἀπ’ τίς τίγρεις.
(Rihaku) Ριχάκου στη μεταγραφή του Έζρα Πάουντ, στο: Κατάη, μτφ: Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μεταφράσεις (σσ.35 – 36)
Εκδόσεις Ίκαρος - Ikaros Publishing
2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου