Φέρτε στο νου σας
ένα κορίτσι που γλιστράει συνεχώς,
με τα μπράτσα να καμπυλώνουν σαν γέρικα καρότα,
μέσα στην έκσταση του υπνωτιστή,
μέσα στον κόσμο των πνευμάτων
μιλώντας με το δώρο των γλωσσών.
Έχει κολλήσει στη μηχανή του χρόνου,ξαφνικά είναι δύο χρονών και πιπιλά το δάχτυλό της, σαν σαλιγκάρι στρέφεται προς τα μέσα,μαθαίνει να μιλά ξανά.Κάνει ένα ταξίδι. Κολυμπά όλο και πιο μακριά, όλο και πιο πίσω, σαν σολομός, παλεύοντας να μπει μες το τσαντάκι της μητέρας της. Μικρή κουκλίτσα, έλα στον μπαμπά. Κάτσε στο γόνατό μου. Έχω φιλιά για το σβέρκο σου.Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου, Πριγκίπισσα. Θα τις κυνηγήσω σαν να ‘τανε σμαράγδια. Γίνε το παιχνιδάκι μουκαι θα σου δώσω ρίζες. Αυτού του είδους το ταξίδι, θεριεμένο σαν αγιόκλημα. Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς είχε βαφτίσειτην κόρη του Τριανταφυλλιάκι επειδή είχε μόνο δώδεκα χρυσά πιάτα κάλεσε μόνο δώδεκα νεράιδεςστο σπουδαίο γεγονός. Η δέκατη τρίτη νεράιδα– τα δάχτυλά της μακριά και λεπτά σαν καλαμάκια, τα μάτια της καμμένα από τσιγάρα, η μήτρα της μια άδεια κούπα τσαγιού – έφτασε με δώρο το κακό. Έκανε αυτήν την προφητεία:στα δεκαπέντε η πριγκίπισσα θα τρυπηθεί από ανέμηκαι θα σωριαστεί νεκρή.Καπούτ!Στην αυλή έπεσε σιωπή. Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος σαν την Κραυγή του Μουνχ. Οι προφητείες των μαγισσώνεκείνον τον καιρό έπιαναν τόπο. Ωστόσο, η δωδέκατη νεράιδαείχε μια κάποια γόμακι έτσι μετρίασε λιγάκι την κατάρααλλάζοντας τον θάνατο με ύπνοεκατό χρόνων. Ο βασιλιάς διέταξε να καταστρέψουν και να πετάξουν κάθε ανέμη. Η Τριανταφυλλιά μεγάλωνε και γίνονταν θεάκαι κάθε βράδυ ο βασιλιάςέδενε χαλινάρι στο στρίφωμα του φουστανιού τηςνα την κρατάει ασφαλή. Στέριωνε με μια παραμάνα το φεγγάριγια να της δίνει αέναο φως. Ανάγκαζε κάθε άντρα στην αυλήνα τρίβει με απορρυπαντικό τη γλώσσα τουνα μη μολύνεται ο αέρας γύρω απ’ την πεντάμορφη. Έτσι εκείνη ζούσε μέσα στην μυρωδιά του βασιλιά, περιπλεγμένη σαν αγιόκλημα. ένα κορίτσι που γλιστράει συνεχώς,
με τα μπράτσα να καμπυλώνουν σαν γέρικα καρότα,
μέσα στην έκσταση του υπνωτιστή,
μέσα στον κόσμο των πνευμάτων
μιλώντας με το δώρο των γλωσσών.
Την ημέρα των δεκάτων πέμπτων γενεθλίων τηςη Τριανταφυλλιάτρύπησε το δάχτυλό τηςμε μια παλιά καμμένη ανέμηκαι σταματήσαν τα ρολόγια. Ναι, πράγματι. Κοιμήθηκε. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα κοιμήθηκαν, οι αυλικοί κι επίσης οι μύγες στον τοίχο.Η φωτιά στο τζάκι πάγωσεκαι το ψητό σταμάτησε να τσιτσιρίζει. Τα δέντρα έγιναν μέταλλο καιπορσελάνη ο σκύλος. Όλοι έπεσαν σε ύπνωση σαν κατατονικοίστη μηχανή του χρόνου κολλημένοι. Ακόμα και οι βάτραχοι έμοιαζαν ζωντανοί νεκροί. Μόνο μια αγριοτριανταφυλλιά ανθούσε ακόμακι όλο θέριευεφτιάχνοντας τείχος από αγκάθιατριγύρω από το κάστρο. Αρκετοί πρίγκιπες προσπάθησαν να το περάσουνγιατί είχανε ακούσει πολλά για την Τριανταφυλλιά.Όμως δεν είχανε τρίψει τις γλώσσες τους κι έτσιπιάστηκαν στ’ αγκάθια και σταυρώθηκαν εκεί. Σε εύλογο διάστημα πέρασαν τα εκατό χρόνιακαι ένας πρίγκιπας κατάφερε να μπει.Οι θάμνοι χώριζαν μπροστά του σαν να ήταν ο Μωυσήςκαι βρήκε το ταμπλό βιβάν ανέπαφο. Φίλησε την Τριανταφυλλιάκι εκείνη ξύπνησε φωνάζοντας:“Μπαμπά! Μπαμπά!” Και -ξαφνικά! – βγαίνει απ’ τη φυλακή της! Παντρεύτηκε τον πρίγκιπακαι όλα πήγανε καλάεκτός από το φόβο – τον φόβο του ύπνου. Η Ωραία Κοιμωμένη υπέφερε από αϋπνίες…Δεν μπορούσε να πάρει έναν υπνάκοή να κοιμηθεί κανονικάχωρίς να της ετοιμάσει κάποιες πανίσχυρες σταγόνεςο φαρμακοποιός της αυλήςκαι μάλιστα ποτέ μπροστά στον πρίγκιπα. Αν είναι να ‘ρθει ο ύπνος, έλεγε, θα πρέπει να με βρει εξ απήνηςκαθώς γελώ ή χορεύωώστε να αγνοώ αυτό το βάρβαρο μέροςόπου ξαπλώνω με τα γελάδια να με σπρώχνουνστην τρύπα, ανοιχτή στο μάγουλό μου. Επιπλέον, δεν πρέπει να ονειρευτώγιατί όταν ονειρεύομαι βλέπω το τραπέζι στρωμένοκαι μια γριά που τρεμάμενη στη θέση μου.Τα μάτια της καμμένα απ’ τα τσιγάρα,την προδοσία να μασουλά σαν φέτα κρέατος. Δεν πρέπει να κοιμηθώγιατί όταν κοιμάμαι είμαι ενενήντα χρονώνκαι νομίζω ότι πεθαίνω. Ο θάνατος κροταλίζει στον λαιμό μουσαν παιδικός βόλος. Φορώ για σκουλαρίκια σωληνάρια.Κείτομαι ακίνητη σαν σιδερόβεργα. Εάν στο γόνατό μου χώσετε μια βελόναούτε που θα κουνηθώ. Είμαι γεμάτη ενέσεις νοβοκαϊνης. Αυτό το κορίτσι σε ύπνωσηείναι δικό σου για να το κάνεις ό,τι θες. Μπορείς να την απιθώσεις σ’ ένα μνήμα,ένα απαίσιο πακέτο, και να φτυαρίσεις χώμα στο πρόσωπό τηςκαι να μη σου πει ποτέ “Ει! Γεια σου!”. Όμως, εάν στο στόμα τη φιλήσειςτα μάτια της θ’ ανοίξουνε διάπλατακαι θα φωνάξει: “Μπαμπά! Μπαμπά!” Και – ξαφνικά! – βγαίνει απ’ τη φυλακή της. Έγινε μια κλοπή. Αυτό μου λένε. Εγκαταλείφθηκα. Αυτό το ξέρω. Με ανάγκασαν να πάω προς τα πίσω.Με ανάγκασαν να πάω προς τα εμπρός. Με πέρασαν από χέρι σε χέρισαν μια πιατέλα φρούτα. Κάθε βράδυ με καρφώνουν σ’ ένα μέροςκαι ξεχνώ ποια είμαι. Μπαμπά;Αυτό είναι ένα άλλο είδος φυλακής. Δεν είναι καθόλου ο πρίγκηπαςαλλά ο πατέρας μουπου μεθυσμένος σκύβει πάνω απ’ το κρεβάτι μου,σαν καρχαρίας κυκλώνει την άβυσσο, ο πατέρας μου πάνω μου παχύςσαν κοιμισμένη μέδουσα. Τι ταξίδι είναι αυτό, κοριτσάκι;Αυτή είναι η έξοδος από την φυλακή;Βοήθεια, Θεέ μου, αυτή είναι η ζωή μετά τον θάνατο; [Η μετάφραση αυτή περιλαμβάνεται στην ανθολογία
“Anne Sexton – Ποιήματα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου